Με τον όρο βιταμίνη D εννοείται η βιταμίνη D2 και η βιταμίνη D3. Κλινικής σημασίας είναι η βιταμίνη D3.
Η υποβιταμίνωση D εκδηλώνεται και συνδέεται με τη δυσλειτουργία των οργάνων, που είναι οι στόχοι της και εκφράζεται με διάφορες κλινικές οντότητες, όπως η οστεοπόρωση, καρκίνος, φυματίωση, σκλήρυνση κατά πλάκας, υπέρταση, άνοια, σαρκοπενία και αύξηση της συχνότητας των πτώσεων των ηλικιωμένων, λόγω εξασθένισης του μυοσκελετικού τους συστήματος [1].
Τα επίπεδα των συγκεντρώσεων της βιταμίνης D3 ορίζονται ως ελλειπή (deficient), όταν τα επίπεδα των συγκεντρώσεων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 , (που είναι ο κύριος μεταβολίτης της βιταμίνης D3) είναι < 20 ng/ml .
Aνεπάρκεια (insufficiency) της βιταμίνης D3 υπάρχει όταν, τα επίπεδα των συγκεντρώσεων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 είναι 21- 29 ng/ml.
Η έλλειψη και η ανεπάρκεια της βιταμίνης D3 αποτελούν πρόβλημα για σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού. Εκτός από την κλασσική σχέση της βιταμίνης D3 με το μυοσκελετικό σύστημα, υπάρχει και σχέση της με τις αυτοάνοσες νόσους, καρκίνο, μεταβολικές νόσους, καρδιοκυκλοφορικές νόσους.
Η υπέρταση, που θεωρείται κύριος κίνδυνος πρόκλησης καρδιοκυκλοφορικής νόσου, σχετίζεται επίσης με την έλλειψη ή την ανεπάρκεια βιταμίνης D3 [2].
Τα αντιυπερτασικά αποτελέσματα της βιταμίνης D3
Τα υποεπιθυμητά (suboptimal) επίπεδα της βιταμίνης D3 στο ανθρώπινο σώμα, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το καρδιοκυκλοφορικό σύστημα, αυξάνουν τα επίπεδα της παραθυρεοειδικής ορμόνης (παραθορμόνης), ενεργοποιούν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης και αυξάνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην υπέρταση και υπερτροφία της αριστεράς κοιλίας της καρδιάς, μεταβολικό σύνδρομο/διαβήτη, συστηματική φλεγμονή, αύξηση του κινδύνου αθηρωματοσκλήρυνσης και νόσου του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος [3].
Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα της βιταμίνης D3 αποδίδεται στην ικανότητητά της για καταστολή της ρενίνης, ελάττωση των επιπέδων της παραθορμόνης και στα νεφροπροστατευτικά, αντιφλεγμονώδη και αγγειοπροστατευτικά αποτελέσματά της.
Οι χαμηλές συγκεντρώσεις των επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 , τα οποία χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των επιπέδων της βιταμίνης D3 στο σώμα του ανθρώπου, αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για μια συμπτωματική αρτηριακή υπέρταση.
Μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων , ελεγμένων κλινικών δοκιμών έδειξαν ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 περιορίζει τη συστολική πίεση κατά 2-6 mmHg [4].
Η σχέση των επιπέδων της βιταμίνης D3 και της προϋπέρτασης
Ο Sabanayagam C, et al (2011) στο Department of Community Medicine, West Virginia University School of Medicine, Morgantown, W. Va., USA, επέδειξαν ότι τα χαμηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D3 στον ορό σχετίζονται με προϋπέρταση σε ένα αντιπροσωπευτικό πληθυσμιακό δείγμα ενηλίκων των ΗΠΑ. Εξέτασαν άτομα ηλικίας > των 20 ετών, χωρίς υπέρταση και κλινική νόσο του καρδιοκυκλοφορικού (n = 9,215, εκ των οποίων το 53.5% ήταν γυναίκες).
Ανέλυσαν τα επίπεδα της βιταμίνης D3 όλων των ατόμων που εξέτασαν, ορίζοντας ως προϋπέρταση στα 3,712 άτομα, ως συστολική αρτηριακή πίεση τα 120-139 mm Hg ή ως διαστολική τα 80-89 mm Hg.
Τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D3 στον ορό βρέθηκε ότι σχετίζονται με την προϋπέρταση, ανεξάρτητα των πιθανών άλλων παραγόντων πρόκλησης υπέρτασης, που μπορεί να συνυπήρχαν, όπως ο δείκτης μάζας σώματος, η χοληστερόλη του ορού, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και η υπολογισμένη σπειραματική πλασματοδιήθηση (glomerular filtration rate).
Η προϋπέρταση είναι ένα προκλινικό στάδιο, κατά το οποίο πρέπει να καταβάλλονται προσπάθειες πρόληψης για την καθυστέρηση ή την πρόληψη της έναρξης της υπέρτασης. Φαίνεται ότι η συμπληρωματική χορήγηση 1000-2000ΙU ημερησίως βιταμίνης D3 θα μπορούσαν να προλάβουν την προϋπέρταση να εξελιχθεί σε υπέρταση [5].
Η σχέση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων της 25(OH)D3 , του μεταβολικού συνδρόμου και της υπέρτασης
Ο Pacifico L, et al (2011) εκτίμησαν τις σχέσεις μεταξύ των κυκλοφορούντων επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 ή [25(OH)D3] και του μεταβολικού συνδρόμου (MetS), των συστατικών τους και των πρώιμων αθηρωματοσκληρυντικών αλλαγών σε 452 (304 υπέρβαρα/παχύσαρκα) και 148 υγιή παιδιά, Καυκάσιας φυλής (κανονικού βάρους).
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής έδειξαν ότι τα χαμηλά επίπεδα της 25(OH)D3 στα παιδιά της Καυκάσιας φυλής σχετίζονται αντιστρόφως με τη συνολική παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο και την υπέρταση [6].
Συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης D3 σε ασθενείς με υπέρταση
Ο Wu SH, et al, (2011) ερεύνησαν τη διεθνή βιβλιογραφία μέχρι το Δεκέμβριο του 2009, αξιοποιώντας μόνο τις διπλές-τυφλές τυχαιοποιημένες και ελεγμένες κλινικές μελέτες, που αφορούσαν τη συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης D3 σε άτομα με κανονική αρτηριακή πίεση και σε υπερτασικά άτομα, στα οποία είχαν γίνει μετρήσεις της αρτηριακής πίεσής τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνα έδειξαν ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιαμίνης D3 μπορεί να περιορίσει τη συστολική πίεση, αλλά όχι τη διαστολική. Δεδομένου ότι ο αριθμός των κλινικών μελετών είναι μικρός, αλλά η ελάττωση της αρτηριακής πιεσης είναι σημαντική, σύμφωνα με τις μετα-αναλύσεις, χρειάζεται να γίνουν περισσότερε έρευνες για να επιβεβαιωθεί το μέγεθος του αποτελέσματος επί της αρτηριακής πίεσης και να καθοριστεί η επιθυμητή δόση (optimum dose), τα μεσοδιαστήματα που πρέπει να χορηγούνται οι δόσεις και ο τύπος της βιταμίνης D3 που πρέπει να χορηγείται. [7].
Βεβαίως οι τρέχουσες παρατηρήσεις στις μελέτες που έχουν γίνει υποστηρίζουν έντονα μιαν αντίστροφη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D3 και της αρτηριακής πίεσης, αυτή η σχέση όμως πρέπει ακόμη να υποστηριχτεί πειστικά με τυχαιοποιημένα ελεγμένες κλινικές μελέτες.
Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για τον καθορισμό της δόσης της βιταμίνης D3 που μπορεί να χορηγείται συμπληρωματικά ή το ποσόν της υπέριώδους ακτινοβολίας Β, που χρειάζεται για να διατηρηθούν τα επιθυμητά επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 στον ορό, για να κατεβάσουν μια υψηλή αρτηριακή πίεση και να καθοριστεί έτσι ποιος υπερτασικός μπορεί να ωφεληθεί από τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 ή την υπεριώδη ακτινοβολία Β. [8].
Eπειδή η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία Β δεν είναι εφικτή σε όλους και οι προσλαμβανόμενες ποσότητες βιταμίνης D3 από τις τροφές που τήν περιέχουν ή τις εμπλουτισμένες τροφές με βιταμίνη D3, είναι ανεπαρκείς, χρησιμοποιείται η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3.
H βιταμίνη D3 είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη και η απορρόφησή της είναι ασφαλέστερη, όταν λαμβάνεται μετά τα γεύματα. Η απορρόφηση της βιταμίνης D3 είναι βέβαιη, όταν χορηγείται φυσική και όχι συνθετική βιταμίνη D3, που φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, χωρίς χημικά συντηρητικά ή άλλες πρόσθετες ουσίες όπως τουτο συμβαίνει με το D3-Gkelin drops.
Η κάθε σταγόνα φυσικής βιταμίνης D3 ή χοληκαλσιφερόλης του D3-Gkelin drops περιέχει 1.000 Διαθνείς Μονάδες (Ι.U.). H καθημερινή χορήγηση 4 σταγόνων D-Gkelin drops στους ενηλίκους αρκούν για να εκφραστούν τα ευεργετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D3 για τον οργανισμό.
Αν αποφασιστεί η λήψη μεγαλύτερης δόσης βιταμίνης D3 [D3-Gkelin drops] αυτή μπορεί να γίνει αφού πρώτα μετρηθούν τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3.
Υπενθυμίζεται ότι τα φυσιολογικά επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 πρέπει να είναι 30-100ng/ml, ενώ τα επιθυμητά επίπεδα, ιδίως σε πάσχοντες από νόσους που σχετίζονται με έλλειψη της βιταμίνης D3 είναι 60-80ng/ml. Η δοσολογία της βιταμίνης D3 στα παιδιά καθορίζεται μετρώντας τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 στον ορό των παιδιών. Βλέπε: D3 Gkelin drops
Συμπέρασμα
Σύμφωνα με τις συσσωρευμένες αποδείξεις η έλλειψη βιταμίνης D3 συμμετέχει στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Η αντιυπερτασική δράση της βιταμίνης D3 oφείλεται στα νεφροπροστατευτικά της αποτελέσματα, την καταστολή του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, στην επωφελή ομοιοστασία του ασβεστίου, περιλαμβανομένου και του δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού και την αγγειοπροστασία.
Γενικά υπάρχουν ισχυρότερες ενδείξεις για τα αντιυπερτασικά αποτελέσματα της βιταμίνης D3 σε ασθενείς με ανεβασμένη αρτηριακή πίεση και έλλειψη βιταμίνης D3. Αυτοί οι ασθενείς θα μπορούσαν να βοηθηθούν από τα συμπληρωματική χορήγηση της φυσικής και όχι συνθετικής βιταμίνης D3 [D3-Gkelin drops], που φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο εξασφαλιζει την απορροφητικότητά της από το έντερο, δεδομένου ότι η βιταμίνη D3 ανήκει στις λιποδιαλυτές βιταμίνες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πολλαπλά οφέλη που μπορεί να συναποκομίσει ο οργανισμός ενός ανθρώπου, που παίρνει βιταμίνη D3, την υψηλή επίπτωση (εξάπλωση) της έλλειψης βιταμίνης D3 στον πληθυσμό, τον απλό, εύκολο τρόπο λήψης της και το φθηνό κόστος της, η συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης D3 (4000ΙU ημερησίως) θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις στρατηγικές εξασφάλισης της Δημόσιας Υγείας με στόχο τη διατήρηση των επιθυμητών επιπέδων βιταμίνης D3 στο γενικό πληθυσμό [9].
1. Annweiler C, Souberbielle JC, Schott AM, de Decker L, Berrut G, Beauchet O. Vitamin D in the elderly: 5 points to remember. Geriatr Psychol Neuropsychiatr Vieil. 2011 Sep 1;9(3):259-267.
2. Moyano Peregrín C, López Rodríguez F, Castilla Castellano MD. Vitamin D and hypertension. Med Clin (Barc). 2011 Jun 22. [Epub ahead of print]
3. Lavie CJ, Lee JH, Milani RV. Vitamin d and cardiovascular disease will it live up to its hype? J Am Coll Cardiol. 2011 Oct 4;58(15):1547-56.
4. Pilz S, Tomaschitz A. Role of vitamin D in arterial hypertension. Expert Rev Cardiovasc Ther. 2010 Nov;8(11):1599-608.
5. Sabanayagam C, Shankar A, Somasundaram S. Serum Vitamin D Level and Prehypertension among Subjects Free of Hypertension. Kidney Blood Press Res. 2011 Sep 21;35(2):106-113. [Epub ahead of print]
6. Pacifico L, Anania C, Osborn JF, Ferraro F, Bonci E, Olivero E, Chiesa C. Low 25(OH)D3 levels are associated with total adiposity, metabolic syndrome, and hypertension in Caucasian children and adolescents. Eur J Endocrinol. 2011 Oct;165(4):603-11. Epub 2011 Jul 13.
7. Wu SH, Ho SC, Zhong L. Effects of vitamin D supplementation on blood pressure. South Med J. 2010 Aug;103(8):729-37.
8. Feneis JF, Arora RR. Role of vitamin D in blood pressure homeostasis. Am J Ther. 2010 Nov-Dec;17(6):e221-9.
9. Pilz S, Tomaschitz A, Ritz E, Pieber TR. Vitamin D status and arterial hypertension: a systematic review. Nat Rev Cardiol. 2009 Oct;6(10):621-30. Epub 2009 Aug 18.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.