Στην οστεοπόρωση το ποσό του ασβεστίου, που υπάρχει στα οστά, ελαττώνεται αργά και σε τέτοιο σημείο, που τα οστά γίνονται εύθραυστα και έχουν προδιάθεση για κατάγματα.
Ο όρος οστεοπόρωση [οστούν + πόρος (τρύπα, οπή)] περιγράφει την εμφάνιση του σπασμένου οστού, που πάσχει από αυτή τη νόσο. Τα φυσιολογικά οστά έχουν στενούς και μικρούς πόρους, ενώ στην οστεοπόρωση αυτοί οι πόροι είναι διευρυμένοι.
Οστεομαλάκυνση ή οστεομαλακία είναι η ανεπαρκής εναπόθεση αλάτων στο οστεοειδές. Στην οστεοπόρωση τα οστά χάνουν τη φυσιολογική πυκνότητά τους. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται, όταν ελαττώνεται τόσο πολύ η οστική πυκνότητα, που ακόμη και με ασήμαντη βία μπορεί να προκληθεί κάποιο κάταγμα οστού. Αυτό λέγεται κατώφλι ή όριο κατάγματος. Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από την πρόκληση μεγάλου αριθμού καταγμάτων, ιδίως του ισχίου και των σπονδύλων της σπονδυλικής στήλης.
Παράγοντες που επηρεάζουν την οστική μάζα
Η οστική μάζα του σκελετού καθορίζεται από ένα συνδυασμό ενδογενών (γενετικών, ορμονικών) και εξωγενών (διατροφή, σωματική δραστηριότητα) παραγόντων. Η διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο στη οστική υγεία. Τα δύο βασικά θρεπτικά συστατικά για την οστική υγεία είναι το ασβέστιο και η βιταμίνη D.
Όταν αναφέρεται ο όρος βιταμίνη D εννοείται η βιταμίνη D2 και η βιταμίνη D3. Κύρια πηγή βιταμίνης D για το σώμα είναι η βιταμίνη D3, που φωτοσυντίθεται στο δέρμα υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β του ηλίου.
Ο περιορισμένος εφοδιασμός του σώματος με ασβέστιο σχετίζεται με περιορισμό της οστικής μάζας και εκδήλωση οστεοπόρωσης, ενώ η χρόνια και σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D3 οδηγεί στην οστεομαλακία.
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D3 είναι η προκλινική φάση της έλλειψης βιταμίνης D3 και είναι συνηθέστατη στα ηλικιωμένα άτομα.
Οι κυριότερες αιτίες έλλειψης και ανεπάρκειας βιταμίνης D3 είναι η ελαττωμένη νεφρική υδροξυλίωση της βιταμίνης D, η κακή διατροφή, η σπάνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία του καλοκαιρινούς μήνες και η ελάττωση της ικανότητας του δέρματος να φωτοσυνθέτει τη βιταμίνη D3, όταν εκτίθεται στην υπεριώδη ακτινοβολία Β του ηλίου.
Μηχανισμοί οστικής απώλειας στις ηλικιωμένες γυναίκες
Στους σημαντικούς μηχανισμούς οστικής απώλειας στις ηλικιωμένες γυναίκες και ιδιαίτερα πολλά χρόνια μετά την εμμηνόπαυση περιλαμβάνεται η ανεπαρκής λήψη ασβεστίου, η ελαττωμένη απορρόφηση ασβεστίου, ή έλλειψη βιταμίνης D3.
Η υποβιταμίνωση D και η ανεπαρκής λήψη ασβεστίου συμβάλλουν στην αύξηση της λειτουργίας των παραθυρεοειδών αδένων. Αυτός ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται με τη συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D3 [1].
H ανεπαρκής λήψη ασβεστίου είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις Ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από τις σκανδιναυικές. Η έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D3 είναι ιδιαίτερα υπαρκτή σε άτομα που διαβιούν σε γηροκομεία ή άλλου τύπου ιδρύματα [2].
Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά τα άτομα δεν εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία και δεν τροφοδοτούνται με εμπλουτισμένες τροφές (γαλακτοκομικά) σε βιταμίνη D3, ούτε παίρνουν συμπληρωματικά βιταμίνη D3.
Συνεπεία της έλλειψης του ασβεστίου και της βιταμίνης D3 δημιουργείται ένα αρνητικό ισοζύγιο, που διεγείρει την έκκριση της ορμόνης του παραθυρεοειδούς. Αυτός ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της οστικής ανακύκλωσης, οστική απώλεια και τον κίνδυνο πρόκλησης κατάγματος του ισχίου.
Έχει υπολογιστεί ότι το 60% των ασθενών με κατάγματα του ισχίου μπορεί να έχουν έλλειψη βιταμίνης D3 [3].
Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D και αυξημένες συγκεντρώσεις επιπέδων ρετινόλης είχαν έναν οκταπλάσιο κίνδυνο να πάθουν οστεοπόρωση [29].
Τύποι οστεοπόρωσης
Η οστεοπόρωση είναι συστηματική σκελετική νόσος, που αυξάνει τον κίνδυνο πρόκλησης καταγμάτων. Βάσει των μηχανισμών της παθογένεσής της η οστεοπόρωση διακρίνεται στην πρωτοπαθή (70-80% των περιπτώσεων) και τη δευτεροπαθή (20-30%). Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση οφείλεται στην ύπαρξη άλλων κλινικών οντοτήτων, που συνοδεύονται ή σχετίζονται με αυτήν.
Η λήψη του ιατρικού ιστορικού, η κλινική εξέταση και οι βασικές εργαστηριακές εξετάσεις είναι ενδεικτικές για τη διάγνωση της δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης. Κλινικά η εκδήλωση της δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης χαρακτηρίζεται συχνά από ταχεία ανάπτυξη και πολλαπλά κατάγματα. Γιαυτό το λόγο η έγκαιρη διάγνωσή της, η προφύλαξη και η αιτιολογική θεραπεία της είναι αποφασιστικής σημασίας.
Αν η αιτιολογική θεραπεία είναι αδύνατη, τότε λαβαίνοντας υπόψη τους κινδύνους της εξέλιξης της οστεοπόρωσης εφαρμόζεται ειδική θεραπεία. Συνηθισμένες αιτίες δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης είναι η λήψη ορισμένων φαρμάκων και ορισμένες νόσοι του ενδοκρινικού, γαστρεντερικού και αιμοποιητικού συστήματος.
Η οστεοπόρωση από γλυκοκορτικοειδή, η αντιορμονική θεραπεία (αναστολέας της αρωματάσης στις γυναίκες για καρκίνο του μαστού και αποστέρηση ανδρογόνων στους άνδρες για καρκίνο του προστάτη) και η έλλειψη βιταμίνης D προκαλούν δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό.
Το ιστορικό και οι βασικές εργαστηριακές εξετάσεις είναι αποφασιστικής σημασίας για τον εντοπισμό των πιθανών αιτίων της δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης και της έναρξης έγκαιρων διαγνωστικών διαδικασιών. Ο κίνδυνος σοβαρής οστεοπόρωσης μπορεί να περιοριστεί με την έγκαιρη έναρξη της θεραπείας και τη χορήγηση ειδικής θεραπείας, αν η αιτιολογική θεραπεία είναι αδύνατη [4].
Δεν υπάρχει ομοφωνία για τον ορισμό της οστεοπόρωσης στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και η διάγνωση πρέπει να γίνεται προσεκτικά και χωρίς να βασίζεται κανείς στις παραμέτρους των μετρήσεων της οστικής πυκνότητας.
Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η παρουσία και άλλων παραγόντων κινδύνου, ή ύπαρξη ιστορικού ευθραυστότητας των οστών, ή λήψη φαρμάκων, που προκαλούν οστική απώλεια.
Μεγαλύτερο ποσοστό από το 50% των περιπτώσεων οστεοπόρωσης σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οφείλονται σε κάποια δευτεροπαθή αιτία, οι υπόλοιπες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται ως ιδιοπαθής οστεοπόρωση [5].
Στην πρωτοπαθή οστεοπόρωση διακρίνονται δύο τύποι.
1. Τύπος 1 οστεοπόρωσης.
Συμβαίνει σε γυναίκες μεταξύ των ηλικιών 50-75 και είναι επακόλουθο της απότομης μετεμηνοπαυσιακής ελάττωσης των επιπέδων των οιστρογόνων. Ευθύνεται για πρόκληση καταγμάτων των σπονδύλων, που οδηγεί τελικά σε κύφωση, κάταγμα της κεφαλής του μηριαίου οστού ή του καρπού ή του πήχεως που προκαλούνται από πτώση και μικρά ατυχήματα.
2. Τύπος II οστεοπόρωση ή χαμηλής ανακύκλωσης ασβεστίου.
Σχετίζεται με το γήρας και λέγεται γεροντική οστεοπόρωση. Συμβαίνει στον καθένα με την πάροδο της ηλικίας και προσβάλλει άνδρες και γυναίκες. Μπορεί να προκαλέσει κατάγματα στα άκρα και τη σπονδυλική στήλη. Σε ηλικιωμένες γυναίκες μπορεί να συνυπάρχει ο Τύπος I και ο Τύπος II οστεοπόρωσης.
Η ελάττωση της οστικής πυκνότητας και οστικής ποιότητας (οστεοπόρωση) και η μυική εξασθένηση (σαρκοπενία) των ηλικιωμένων αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο πρόκλησης καταγμάτων. Καθώς η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της βιταμίνης D συμβάλει στην πρόκληση των παραπάνω καταστάσεων, η εξασφάλιση επιθυμητών επιπέδων της βιταμίνης D στον οργανισμό θα μπορούσε να περιορίσει την επιδείνωση της λειτουργίας των μυών και των οστών [6].
Τι προκαλεί οστεοπόρωση;
Μετά το 40 έτος αρχίζει η διαταραχή αποσυγχρονισμού της διαδικασίας διάσπασης και αναδόμησης των οστών από τα υπεύθυνα οστικά κύτταρα, τους οστεοβλάστες και τους οστεοκλάστες, που επιτυγχάνεται υπό την επίδραση της βιταμίνης D, παραγόντων του αίματος, ορμονών, όπως τα οιστρογόνα, η ορμόνη του παραθυρεοειδούς και του μεταβολισμού του ασβεστίου. Οι αλλαγές στα επίπεδα οποιουδήποτε από αυτούς τους παράγοντες θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη της οστεοπόρωσης.
Η ανεπάρκεια οιστραδιόλης (οιστρογόνος ορμόνη) φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη οστεοπόρωσης. Τα οιστρογόνα μπορεί να ελαττώσουν το χρόνο ζωής των οστεοκλαστών, δηλαδή των κυττάρων που διασπούν το οστούν με επακόλουθο την απελευθέρωση του ασβεστίου στην κυκλοφορία του αίματος.
Το Ελικοβακτήριο του πυλωρού [Helicobacter pylori (HP)] είναι ένα παθογόνο βακτηρίδιο που εισβάλλει εύκολα στο γαστρικό βλεννογόνο. Η μόλυνση από το ΗΒ μπορεί να απελευθερώσει κυτταροκίνες, όπως η ΤΝF-άλφα, IL-1 και IL-6.
Αυτές οι κυτταροκίνες μπορούν να ρυθμίσουν την απορρόφηση και μετασχηματισμό του οστού, να προάγουν το σχηματισμό των οστεοκλαστών και τελικά να προκαλέσουν τοπική ή συστηματική οστεοπόρωση.
Η λοίμωξη από HP μπορεί να ελαττώσει το επίπεδο των οιστρογόνων και της βιταμίνης B12, που θεωρείται παράγοντες κινδύνου για την οστεοπόρωση.
Η λοίμωξη από το Helicobacter pylori σχετίζεται με την εκδήλωση γαστρίτιδας, πεπτικού έλκους και γαστρικού καρκίνου. Αυτές οι ασθένειες και οι θεραπείες τους σχετίζονται και με την οστεοπόρωση. Εν τω μεταξύ η χρησιμοποίηση φαρμάκων, όπως οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση του ασβεστίου, να ελαττώσει τα επίπεδα του ασβεστίου του ορού και να αυξήσει τον κίνδυνο πρόκλησης κατάγματος.
Η γαστροστομία μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του μεταβολισμού των οστών [7]. Οι βαριατρικές επεμβάσεις στα άτομα με νοσηρή παχυσαρκία μπορεί να συνοδευτεί από οστική ευθραυστότητα, που είναι δευτεροπαθής της οστικής απώλειας που εκδηλώνεται μετά τη χειρουργική επέμβαση. Σε ασθενείς που υφίστανται γαστρική παράκαμψη, μαζική απώλεια βάρους και διαταραχή της πρόσληψης και απορρόφησης ασβεστίου στο δωδεκαδάκτυλο και την εγγύς νήστιδα μπορεί να αυξηθεί η οστική απώλεια και να προκληθούν κατάγματα μέσα σε ένα χρόνο από την επέμβαση [27, 28].
Συμπτώματα οστεοπόρωσης
Συνήθως προκαλούνται οίδημα και πόνος στις αρθρώσεις, που δεν πρέπει να συγχέονται με τα ίδια αυτά συμπτώματα μιας συνηθισμένης αρθρίτιδας. Η οστεοπόρωση συχνότατα γίνεται εμφανής με κάταγμα σπονδύλου, του ισχίου, του καρπού ή με οστική απώλεια σε οποιοδήποτε οστικό σημείο του σώματος. Τα κατάγματα συμβαίνουν συνήθως μετά από μικρούς τραυματισμούς.
Στα προχωρημένα στάδια η νόσος συνοδεύεται από παραμορφώσεις και πόνους. Tα άτομα με οστεοπενία και οστεοπόρωση εμφανίζουν προοδευτικά απώλεια και της ακουστικής τους ικανότητας, διότι από οστεοπενία και οστεοπόρωση πάσχουν και τα οστάρια του μέσου ωτός, αλλά και το λιθοειδές οστούν. Περισσότερα βλέπε: Βιταμίνη D και βαρηκοΐα
Πόσο σοβαρή είναι η οστεοπόρωση;
Η οστεοπόρωση αποτελεί σοβαρή αιτία αναπηρίας και θανάτου για τους ηλικιωμένους συνεπεία των επιπλοκών των καταγμάτων του ισχίου στις γυναίκες, αλλά και στους άνδρες.
Ιατρικές καταστάσεις που προδιαθέτουν σε οστεοπόρωση.
Ο αλκοολισμός, κάπνισμα, υπερθυρεοειδισμός, χρόνια ηπατοπάθεια, αβιταμίνωση C, ρευματοειδής αρθρίτιδα, σπονδυλοαρθροπάθεια, χρόνιες πνευμονοπάθειες, λευχαιμία, λέμφωμα, γαστρεντερικές νόσοι, σπάνιες γενετικές διαταραχές και σύνδρομα, έλλειψη και ανεπάρκεια βιταμίνης D, χρόνια λήψη κορτικοστεροειδών, χορήγηση αγωνιστών φαρμάκων απελευθέρωσης γοναδοτροπίνης [GnRH agonists GnRH (gonadotropin releasing hormone)] σε άνδρες με καρκίνο του προστάτη [8].
Πως επιβεβαιώνεται η διάγνωση οστεοπόρωσης;
Υπάρχουν πολλές τεχνικές με τις οποίες εκτιμάται η οστική πυκνότητα σε πολλαπλά σημεία, περιλαμβανομένων των σημείων που συνήθως προκαλούνται τα κατάγματα. Η πλέον διαδεδομένη τεχνική μέτρησης της οστικής πυκνότητας είναι η απορροφησιομετρία ακτίνων διπλής ενέργειας [dual energy X-ray absorptiometry (DXA)] που εφαρμόζεται σε σημεία του σκελετού βιολογικής σημασίας, όπως τα ισχία, η σπονδυλική στήλη και το βραχιόνιο οστούν. Η DXA είναι εύκολη, γρήγορη και ανώδυνη.
Σύμφωνα με τα κριτήρια της WHO, ως οστεοπόρωση ορίζεται η οστική πυκνότητα που βρίσκεται στο 2.5 της σταθερής απόκλισης από τη φυσιολογική τιμή υγιών νέων γυναικών (T-score).
Τι σημαίνει το T-Score;
Τα αποτελέσματα της εξέτασης DXA συγκρίνονται με την ιδεώδη οστική πυκνότητα ενός υγιούς ενήλικα ηλικίας 30 ετών και περιγράφονται ως T-score.
Ένα score 0 (μηδέν) σημαίνει ότι η οστική πυκνότητα είναι αυτή, όπως έχει καθοριστεί για ένα υγιές ενήλικο νέο άτομο. Οι διαφορές των οστικών πυκνοτήτων ενός τυχαίου ενήλικου ατόμου από την τιμή της οστικής πυκνότητας ενός νέου υγιούς ατόμου μετράται σε μονάδες που ονομάζονται σταθερές αποκλίσεις [standard deviations (SDs)].
Όσο περισσότερο οι Σταθερές Αποκλίσεις είναι χαμηλότερες από το 0 (που αναφέρονται με αρνητικούς αριθμούς), τόσο χαμηλότερη είναι και η οστική πυκνότητα και τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος πρόκλησης κατάγματος.
Όπως περιγράφεται στον παρατιθέμενο πίνακα ένα T-score μεταξύ του +1 και του −1 θεωρείται φυσιολογικό ή υγιές.
Ένα T-score μεταξύ του −1 και του −2.5 δείχνει την ύπαρξη χαμηλής οστικής πυκνότητας, αν και οι τιμές αυτές δεν αρκούν για να τεθεί η διάγνωση της οστεοπόρωσης.
Ένα T-score των −2.5 ή χαμηλότερο δείχνει την ύπαρξη οστεοπόρωσης. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αρνητικός αριθμός τόσο σοβαρότερη είναι η οστεοπόρωση.[9].
Ορισμοί του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας [WHO] βασισμένοι στα επίπεδα της οστικής πυκνότητας | |
Φυσιολογικό | Η οστική πυκνότητα βρίσκεται μέσα στο 1 SD (+1 ή −1) του μέσου όρου ενός νέου ενήλικα. |
Χαμηλή οστική πυκνότητα | Η οστική πυκνότητα βρίσκεται μεταξύ του 1 και 2.5 SD κάτω του μέσου όρου ενός νέου ενήλικα (από −1 έως −2.5 SD). |
Οστεοπόρωση | Η οστική πυκνότητα είναι 2.5 SD ή μεγαλύτερη κάτω του μέσου όρου ενός νέου ενήλικα (−2.5 SD ή χαμηλότερη). |
Σοβαρή αποδεδειγμένη οστεοπόρωση | Η οστική πυκνότητα είναι μεγαλύτερη από τα -2.5 SD κάτω του μέσου όρου ενός νέου ενήλικα και έχουν γίνει ένα ή περισσότερα οστεοπορωτικά κατάγματα. |
Οι τιμές οστικής πυκνότητας που είναι μικρότερες των -2.5 SD διαγιγνώσκονται ως οστεοπορωτικές. Οι τιμές τις οστικής πυκνότητας που κυμαίνονται μεταξύ του -1 έως -2.5 χαρακτηρίζονται ως οστεοπενικές. Ο όρος οστεοπενία σημαίνει ελάττωση της οστικής πυκνότητας, αλλά όχι τόσο σοβαρής, όσο της οστεοπόρωσης.
Τα παραπάνω κριτήρια εφαρμόζονται κυρίως για γυναίκες της Καυκασίας φυλής και εφαρμόζονται με μικροδιαφορές στις γυναίκες των άλλων φυλών και στους άνδρες γενικά [9].
Χαμηλή οστική πυκνότητα, οστεοπενία, οστεοπόρωση
Οι τιμές της οστικής πυκνότητας ενός ατόμου βοηθούν το γιατρό να πάρει αποφάσεις που αφορούν την πρόληψη ή την έναρξη θεραπείας της οστεοπόρωσης.
Όταν κάποιο άτομο έχει χαμηλή οστική πυκνότητα, η οποία όμως δεν είναι αρκετά χαμηλή για να τεθεί η διάγνωση της οστεοπόρωσης, τότε η κατάσταση αυτή λέγεται οστεοπενία.
Η χαμηλή οστική πυκνότητα μπορεί να οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η ανάπτυξη μη ιδανικής οστικής πυκνότητας κατά την ηλικία της νεότητας, παρουσία ορισμένων νόσων και η λήψη ορισμένων φαρμάκων που επιταχύνουν ανώμαλα την οστική απώλεια.
Οποιοσδήποτε έχει χαμηλή οστική πυκνότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα αναπτύξει οστεοπόρωση. Όμως ο καθένας με χαμηλή οστική πυκνότητα βρίσκεται σε κίνδυνο να αναπτύξει τη νόσο και να πάθει κατάγματα. Όποιος έχει χαμηλή οστική πυκνότητα μπορεί σταδιακά να λάβει τα μέτρα του να ανακόψει την οστική του απώλεια και να προλάβει τη μελλοντική εκδήλωση οστεοπόρωσης, τρώγοντας πλούσιες τροφές σε ασβέστιο, τη συμπληρωματική λήψη βιταμίνης D3, σωματική άσκηση που περιλαμβάνει το βάδισμα, το τροχάδην ή το χορό. Σε μερικές περιπτώσεις ίσως πρέπει να συστήσει ο θεράπων ιατρός τη λήψη ορισμένων φαρμάκων για την πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Οστεοπόρωση. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης επιβάλει την υιοθέτηση των παραπάνω μέτρων υγιεινής διαβίωσης, αλλά ίσως χρειαστεί και η λήψη αντιοστεοπορωτικών φαρμάκων.
Υπάρχουν διάφορα φάρμακα κατά της οστεοπόρωσης, που περιγράφονται παρακάτω, η αποτελεσματικότητα των οποίων αξιολογείται με μελλοντικές κατά διαστήματα μετρήσεις της οστικής πυκνότητας..
Ποιες εξετάσεις μπορείτε να ζητήσετε από το μικροβιολόγο σας.
Κατ’ αρχάς πρέπει να επιλέγετε ένα εξειδικευμένο εργαστήριο βιοπαθολογίας στο οποίο ο υπεύθυνος γιατρός να έχει εξειδικευτεί και να γνωρίζει καλά την οστεοπόρωση, ώστε όποιες εξετάσεις κι αν του ζητηθούν να τις κάνει με αξιοπιστία και απόλυτη ακρίβεια.
Για την ανίχνευση και την παρακολούθηση της πορείας της οστεοπόρωσης και της θεραπείας της πρέπει να γίνονται οι ακόλουθες εξετάσεις.
Ολική αλκαλική φωσφατάση, οστεοκαλσίνη ορού, ελεύθερη δεοξυπυριδινολίνη ούρων (D-Pyr), οστική σιαλοπρωτεΐνη, Ν- Τελοπεπτίδια του Τύπου I κολλαγόνου στα ούρα, ανθεκτική στο ταρταρικό όξινη φωσφατάση,, C- Τελοπεπτΐδια του Τύπου I κολλαγόνου στα ούρα και τον ορό (α και β μορφή), οιστραδιόλη, δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA), σεξουαλική ορμόνη συνδέουσα σφαιρίνη (SHBG), παραθορμόνη.
Τα άτομα με οστεοπόρωση συνήθως έχουν φυσιολογικά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Όταν όμως βρεθούν αυξημένα επίπεδα δεοξυπυριδονολίνης και C-τελοπεπτιδίου, αυτό αποτελεί ένδειξη αυξημένου κινδύνου πρόκληση κατάγματος του ισχίου. Η ανεύρεση αυξημένων επιπέδων Ν-τελοπεπτιδίου στα ούρα είναι ενδεικτική αυξημένου κινδύνου πρόκλησης κατάγματος [10, 11].
Αντιμετώπιση οστεοπόρωσης
Η οστεοπόρωση αντιμετωπίζεται με σωματικές ασκήσεις άρσης βαρών, προσεκτικά, χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D3, λήψη προϊόντων σόγιας (περιέχει ισοφλαβίνες που είναι φυτικά οιστρογόνα), αποφυγή καφέ, λήψη βιταμινών A, Β12, μαγνησίου. Η διακοπή του καπνίσματος και λήψη αντισυλληπτικών δισκίων πριν από την εμμηνόπαυση καθυστερεί την εκδήλωση οστεοπόρωσης.
Θεραπευτικά στο παρελθόν χορηγούσαν (ακόμη μερικοί χορηγούν) οιστρογόνα με ή χωρίς προγεστερόνη, ενώ πρόσφατα χορηγούνται εκλεκτικοί τροποποιητές οιστρογόνων υποδοχέων με κύριο εκπρόσωπο τους τη ραλοξιφαίνη, που μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο καρδιοκυκλοφορικής νόσου, χωρίς να αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Η ραλοξιφαίνη δεν επηρεάζει επίσης την ωορρηξία και μπορεί να είναι φάρμακο εκλογής σε γυναίκες με οστεοπόρωση, που έχουν όψιμη περίοδο.
Χρησιμοποιούνται επίσης η αλενδρονάτη, αλλά και διφωσφονικά, η καλσιτονίνη, ορμόνη παραθυρεοειδούς και το φθόριο. Αν εξαιτίας της οστεοπόρωσης προκληθεί κάταγμα στο ισχίο ή στη σπονδυλική στήλη ή αλλού θα πρέπει να εφαρμόζεται χειρουργική θεραπεία εντός 48 ωρών.
Στην Ευρώπη η ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου και τα υποϊδανικά επίπεδα βιταμίνης D3 στον ορό των ηλικιωμένων είναι συνηθισμένη κατάσταση. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες αποδείξεις η καθημερινή συμπληρωματική χορήγηση 700-800 mg ασβεστίου και 1000-4000IU βιταμίνης D3 αποτελεί ένα αποτελεσματικό και φθηνό μέσο πρόληψης των οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Τα περισσότερα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην οστεοπόρωση δρουν αναστέλλοντας την οστική απορρόφηση και περιορίζοντας τον οστικό ανασχηματισμό. Π.χ. αναστέλλουν τη διαδικασία της απώλειας της οστικής μάζας καταστέλλοντας τη διαδικασία της οστικής απορρόφησης. Τα φάρμακα αυτά αποτελούν μιαν ιδανική θεραπευτική επιλογή για την πρόληψη της οστεοπορωτικής εξέλιξης.
Παρά τούτο διαθέτουν περιορισμένη χρησιμότητα, όταν η νόσος έχει ήδη εξελιχθεί σε προχωρημένα στάδια με ευδιάκριτες οστικές βλάβες. Η αντιαπορροφητική θεραπεία είναι ανεπαρκής στους ασθενείς με σοβαρή οστεοπόρωση, καθώς δεν περιορίζει τους κινδύνους πρόκλησης καταγμάτων, ενώ αυξάνει την απειλή πρόκλησης προώρου θανάτου [12].
Τα συνηθέστερα φάρμακα που συνταγογραφούνται στους άνδρες και τις γυναίκες για την οστεοπόρωση είναι τα διφωσφονικά, όπως π.χ. Alendronate (Fosamax), Risedronate (Actonel, Atelvia), Ibandronate (Boniva), Zoledronic acid (Reclast, Zometa). Στις παρενέργειες αυτών των φαρμάκων περιλαμβάνονται ναυτία, κοιλιακό άλγος, δυσκαταποσία, φλεγμονή ή έλκη του οισοφάγου.
Οι ενέσιμες μορφές των διφωσφονικών δεν προκαλούν γαστρικές διαταραχές, ενώ σε καρκινοπαθείς αυξάνουν την πιθανότητα πρόκλησης κολπικής μαρμαρυγής [26]. Πολλές φορές είναι προτιμότερο να κάνει κανείς μια ένεση τέσσερις φορές το χρόνο, παρά να παίρνει ένα χάπι κάθε βδομάδα.
Η μακρόχρονη χορήγηση διφωσφονικών έχει σχετιστεί με κατάγματα του μηριαίου, χωρίς να θραυτεί τελείως το οστούν [13].
Τα διφωσφονικά μπορούν επίσης να προκαλέσουν οστεονέκρωση του οστού της κάτω γνάθου [14].
Ορμονοθεραπεία
Τα οιστρογόνα, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται αμέσως μετά την εμμηνόπαυση, μπορούν να διατηρήσουν την οστική πυκνότητα. Όμως η οιστρογονοθεραπεία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αγγειακής θρόμβωσης, καρκίνου του ενδομητρίου, καρκίνου του μαστού και πιθανόν καρδιοπάθειας. Πρόσφατα ορισμένα φυτικής προέλευσης φυσικά προϊόντα και κυρίως τα φυτοοιστρογόνα (ισοφλαβόνες, λιγνάνες, κουμεστάνες, στιλβένια, φλαβονοειδή) και και πολλές νέες οιστρογονοειδείς χημικές ενώσεις, φυτικής προέλευσης έχουν χρησιμοποιηθεί εντατικά για την πρόληψη της απώλειας της οστικής μάζας των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών [15].
Η Ραλοξιφαίνη (Evista) μιμείται τα επωφελή αποτελέσματα των οιστρογόνων επί της οστικής πυκνότητας στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, χωρίς μερικούς από τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση των οιστρογόνων. Η λήψη αυτού του φαρμάκου έχει σχετιστεί με τον περιορισμό του κινδύνου πρόκλησης μερικών τύπων καρκίνου του μαστού [16].
Η Ραλοξιφαίνη μπορεί να προκαλέσει εξάψεις και να αυξήσει τον κίνδυνο πρόκλησης εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής [17].
Η οστεοπόρωση στους άνδρες μπορεί να σχετιστεί με τη σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης. Η χορήγηση τεστοστερόνης αυξάνει την οστική πυκνότητα.
Άλλα αντιοστεοπορωτικά φάρμακα.
Στα άτομα που για διαφόρους λόγους είναι αδύνατη η χορήγηση των φαρμάκων που περιγράφηκαν παραπάνω για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης ή τα παραπάνω φάρμακα δεν δρουν αποτελεσματικά μπορεί να χορηγηθούν τα ακόλουθα φάρμακα.
Τεριπαρατίδη [Teriparatide (Forteo]). Παραθυρεοειδική ορμόνη που χορηγείται για τη διέγερση δημιουργίας νέου οστού. , που χορηγείται με υποδόρια ένεση. Η θεραπεία συστήνεται προς το παρόν για δύο έτη ή και λιγότερο.
Καλσιτονίνη σολωμού [Calcitonin, salmon (Fortical, Miacalcin)]. Η καλσιτονίνη παράγεται από τον θυρεοειδή αδένα και περιορίζει την οστική απορρόφηση και επιβραδύνει την οστική απώλεια. . Συνήθως χορηγείται με ρινικό σπρέι. Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του ρινικού βλεννογόνου σε μερικά άτομα. . Θεωρείται η ολιγότερον αποτελεσματική από τις υπάρχουσες θεραπείες.
Μονοκλωνικά αντισώματα. Η βελτίωση των γνώσεων της φυσιοπαθολογίας του οστού έχει οδηγήσει στη δημιουργία νέων θεραπευτικών στόχων της οστεοπόρωσης, μερικοί από τους οποίους αποκλείονται, χορηγώντας μονοκλωνικά αντισώματα , όπως η Δενοσουμάμπη [Denosumab (Prolia, Xgeva)]. Η δενοσουμάμπη αποκλείει την ενεργοποίηση των οστεοκλαστών και αναστέλλει την οστική απορρόφηση. Χορηγείται με υποδόρια ένεση κάθε 6 μήνες. Η συνηθέστερη παρενέργειά της είναι πόνοι στη ράχη και μυαλγίες [18].
Τρόποι περιορισμού του κινδύνου δημιουργίας οστεοπόρωσης
Διακοπή καπνίσματος. Το κάπνισμα αυξάνει την οστική απώλεια, ίσως μέσω της ελάττωσης των οιστρογόνων που παράγονται από το γυναικείο σώμα και του περιορισμού του ασβεστίου από το έντερο.
Λήψη ελάχιστης ποσότητας οινοπνεύματος. Η κατανάλωση οινοπνεύματος σε ποσότητες πέραν του ενός ποτού ημερησίως μπορεί να συμβάλλει στην ελάττωση του οστικού σχηματισμού και να περιορίσει την ικανότητα του σώματος να απορροφήσει ασβέστιο. Η κατάχρηση οινοπνευματωδών μπορεί να οδηγήσει μέσω της μέθης σε πτώσεις στο έδαφος και την πρόκληση καταγμάτων. Επειδή το κόκκινο κρασί διαθέτει πολύτιμες αντιοξειδωτικές ουσίες που συμβάλλουν στην καρδιοπροστασία, νευροπροστασία, καρκινοπροστασία κλπ μπορεί κανείς να παίρνει συμπυκνωμένο Αγιωργίτικο κρασί Νεμέας.
Το Γκελάντο είναι βιολογικό, λιαστό, γλυκό Αγιωργίτικο κόκκινο κρασί Νεμέας, του οποίου 30ml ισοδυναμούν 250 ml κανονικού κόκκινου κρασιού. Οι γυναίκες με ή χωρίς οστεοπόρωση μπορεί να πίνουν καθημερινά 25 ml Γκελάντο. Οι άνδρες με ή χωρίς οστεοπόρωση μπορούν να πίνουν 30 ml χωρίς να κινδυνεύουν να επιδεινώσουν την οστεοπόρωση, ή να βλάψουν το συκώτι τους ή να γίνουν αλκοολικοί.
Σε περίπτωση που αντενδείκνυται για οποιοδήποτε λόγο η κατανάλωση κρασιού μπορεί να πάρει κανείς τα πολύτιμα συστατικά του κόκκινου σταφυλιού με το συμπλήρωμα διατροφής Vinogkelin. To Vinogkelin είναι συμπλήρωμα διατροφής, η κάθε κάψουλα του οποίου περιέχει σκόνη των φλουδών και των σπόρων του βιολογικού κόκκινου Αγιωργίτικου σταφυλιού. Παίρνοντας κανείς 3-6 κάψουλες ημερησίως είναι σαν να πίνει ένα-δύο ποτήρια κόκκινο κρασί, χωρίς να προσλαμβάνει οινόπνευμα.
Πρόληψη των πτώσεων. Κατά κανόνα οι πτώσεις στο έδαφος γίνονται μέσα στην κατοικία. Δίδεται προσοχή στην ύπαρξη άπλετου φωτισμού στους χώρους διαμονής, τοποθετούνται χερούλια στους τοίχους των κλιμακοστασίων, και των λουτρών, αποφεύγονται τα ολισθηρά πατώματα και τα αντικείμενα που μπορεί να μπερδευτούν στα πόδια. Τα ηλικιωμένα άτομα είναι κατά κανόνα υποβιταμινικά D3. Αυτό μπορεί να τους προκαλεί μυοπάθεια από βιταμίνη D3[34], που αυξάνει τη δυνατότα να πέσουν στο έδαφος.
Χορήγηση βιταμίνης Ε. Υπάρχουν αυξημένες ενδείξεις ότι η φλεγμονή μπορεί να είναι ένας από τους αιτιολογικούς παράγοντες πρόκλησης οστεοπόρωσης. Διάφορες κυτταροκίνες όπως η IL-1, IL-6, RANKL, OPG, καi ο M-CSF έχουν περιληφθεί στην παθογένεση της οστεοπόρωσης.
Αυτές οι κυτταροκίνες είναι καθοριστικές για τη διαφοροποίηση των οστεοκλαστών και της ικανότητάς τους να απορροφούν οστούν. Η βιταμίνη Ε είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό, που είναι ικανόνα εξουδετερώσει ελεύθερες ρίζες οξυγόνου προτού να ενεργοποιήσουν τον NFκB. Έτσι μ’αυτό τον τρόπο καταστέλλεται η παραγωγή κυτταροκινών και η οστεοπόρωση. Η βιταμίνη Ε έχει αποδειχτεί ότι αναστέλλει το COX-2, το ένζυμο που συμμετέχει στις φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Από τους τύπους βιταμίνης Ε που έχουν μελετηθεί φαίνεται να είναι καλύτερη η τοκοτριενόλη από την τοκοφερόλη, υπό την έννοια της ικανότητάς της να καταστέλλει την οστική απορρόφηση που προκαλείται από τις κυτταροκίνες [19].
Πρόληψη της οστεοπόρωσης
Η υγεία των οστών πρέπει να επιδιώκεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Γιαυτό βασικά πρέπει να τηρούνται τα εξής: Να υπάρχουν στον οργανισμό επαρκή επίπεδα ασβεστίου, βιταμίνης D3 και να ασκείται το σώμα συστηματικά.
Ασβέστιο
Οι ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού ατόμων ηλικίας 18-50 ετών χρειάζονται ημερησίως 1,000 milligrams ασβεστίου Η ποσότητα αυτή αυξάνει στα 1200 milligrams για τις γυναίκες άνω των 50 ετών και για τους άνδρες άνω των 70 ετών . Διατροφικές πηγές ασβεστίου είναι τα γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών, τα πράσινα σκούρα λαχανικά, σολομός ή σαρδέλες όταν τρώγονται με τα οστά τους, προϊόντα σόγιας, όπως το τοφού, δημητριακά και χυμός πορτοκαλιού ενισχυμένα με ασβέστιο.
Εάν είναι δύσκολη η πρόσληψη ασβεστίου με τη διατροφή, τότε προσλαμβάνεται συμπληρωματικά. Σύμφωνα με το Institute of Medicine των ΗΠΑ συνιστάται η ημερήσια λήψη όχι περισσότερο από 2,000 έως 2,500 milligrams ασβεστίου ημερησίως. Η λήψη μεγαλύτερης ποσότητας ασβεστίου από τις συνιστώμενες μπορεί να προκαλέσει δυσκοιλιότητα, ευνοεί τη δημιουργία νεφρολίθων και μπορεί να αναστείλει την απορρόφηση του σιδήρου και του ψευδαργύρου των τροφών. Τα συμπληρώματα ασβεστίου πρέπει να λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των γευμάτων Το ασβέστιο δεν πρέπει να χορηγείται σε δισκίο μεγάλης δόσης, διότι περιορίζεται η απορρόφησή του.
Προτιμάται η χορήγηση του ασβεστίου να γίνεται σε μικρές διαιρεμένες δόσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, διότι έτσι ευνοείται η απορρόφησή του. Δεν πρέπει να λαμβάνονται περισσότερα από 500 milligrams τη φορά. Η δόση αυτή μπορεί να επαναληφθεί μετά 4-6 ώρες. Σε περίπτωση υπασβεστιαιμίας (χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα) απελευθερώνεται παραθυρεοειδική ορμόνη και αυξάνει η ανάγκη για βιταμίνη D. Tα επαρκή επίπεδα της βιταμίνης D βοηθούν στην απορρόφηση του ασβεστίου από το λεπτό έντερο και αποκαθιστούν τα επιθυμητά επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα και το καθιστούν διαθέσιμο στα οστά. Η λακτόζη του γάλακτος ευνοεί την απορρόφηση του ασβεστίου.
Το ασβέστιο των τροφών, που είναι πλούσιες σε οξαλικό οξύ, όπως το σπανάκι, η σόδα και το κακάο, απορροφάται σε μικρό βαθμό. Η απορρόφηση του ασβεστίου μπορεί επίσης να περιοριστεί αν υπάρχουν υπερβολικές τανίνες στο διαιτολόγιο, όπως τούτο συμβαίνει με τη λήψη μεγάλων ποσοτήτων τσαγιού.
Η απορρόφηση του μαγνησίου και του φωσφόρου απαιτεί την παρουσία βιταμίνης D. Αν προσλαμβάνονται διατροφικά ή συμπληρωματικά μεγάλες ποσότητες μαγνησίου και φωσφόρου η ποσότητα της βιταμίνης D που χρειάζεται γιαυτή τη διαδικασία δεν επαρκεί και παρεμποδίζεται η απορρόφηση του ασβεστίου.
Η μακροχρόνια λήψη κορτικοστεροειδών (αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα, ψωρίαση, κλπ) και αντισπασμωδικών φαρμάκων μπορεί να ελαττώσει την οστική πυκνότητα και πρέπει να προσλαμβάνεται συμπληρωματικά ασβέστιο σε δοσολογία που δεν πρέπει να ξεπερνάει τις ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού σε ασβέστιο.
Συνιστάται η συμπληρωματική λήψη ασβεστίου υπό μορφή κιτρικού και ανθρακικού ασβεστίου, διότι το δισκίο τους μετά τη διάσπασή του στο πεπτικό σύστημα απελευθερώνει σημαντική ποσότητα ελεύθερου ασβεστίου. Έτσι, π.χ. όταν ληφθεί ένα δισκίο ανθρακικού ασβεστίου των 500 milligrams ασβεστίου , αυτό περιέχει 200 milligrams στοιχειώδους ασβεστίου, διότι περίπου μόνο το 40% του δισκίου αποτελείται από στοιχειώδες ασβέστιο, το υπόλοιπο 60% ή τα 300 αποτελούν το ανθρακικό. Γιαυτό όταν χορηγείται ασβέστιο πρέπει να αναγράφεται στην ετικέτα το ποσό του στοιχειώδους ασβεστίου που περιέχει το δισκίο.
Τα δισκία του ανθρακικού ασβεστίου πρέπει να λαμβάνονται στη μέση του γεύματος, διότι η απορρόφηση του ασβεστίου ευνοείται από την παρουσία του όξινου περιβάλλοντος που δημιουργούν τα γαστρικά υγρά. Τα δισκία κιτρικού ασβεστίου περιέχουν 21% στοιχειώδους ασβεστίου και μπορούν να ληφθούν μετά τα γεύματα. Το κιτρικό ασβέστιο απορροφάται καλύτερα από το ανθρακικό ασβέστιο. Η λήψη σκευασμάτων κιτρικού ασβεστίου που λαμβάνονται στη μέση των γευμάτων βοηθούν στην πρόληψη της δημιουργίας φουσκωμάτων στην κοιλιά (κοιλιακή διάταση) και μετεωρισμού και περιορίζει τον κίνδυνο δημιουργίας νεφρολίθων [20].
Βιταμίνη D3
O συνδυασμός ασβεστίου και βιταμίνης D3 [χοληκαλσιφερόλη] αποτελεί τη βάση των προληπτικών και θεραπευτικών σχημάτων αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης.
Ένας αριθμός μελετών υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός ασβεστίου και βιταμίνης D3 είναι αποτελεσματικός όταν χορηγείται αντιστοίχως σε δόσεις 1200mg και 800IU ημερησίως. Αν και η αποτελεσματικότητα αυτού του δοσολογικού σχήματος εξαρτάται από τη συμμόρφωση των ασθενών στη λήψη του, εν τούτοις φαίνεται ότι γενικά αυτός ο συνδυασμός φαίνεται να είναι αποτελεσματικός , όσον αφορά τον περιορισμό της συχνότητας των μη σπονδυλικών και των καταγμάτων του ισχίου.
Επίσης, σε όλες τις μελέτες φαρμάκων κατά της οστεοπόρωσης [αντιαπορροφητικοί και αναβολικοί παράγοντες και ρανιλικό στρόντιο], οι οποίες περιγράφουν ένα περιορισμό του κινδύνου των οστεοπορωτικών καταγμάτων, οι ασθενείς έπαιρναν ταυτόχρονα και συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D3.
Ένα σημαντικό εύρημα αυτών των μελετών είναι ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D αποδείχτηκαν ανεπαρκή στις περισσότερες από τις μισές γυναίκες που έπαιρναν θεραπεία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη [21].
Όταν υπάρχουν επαρκή επίπεδα βιταμίνης D3 ευνοείται στο σώμα η απορρόφηση του ασβεστίου που περιέχεται στις τροφές και έτσι μπορεί να αποφύγει κανείς τη συμπληρωματική λήψη του ασβεστίου.
Γιαυτό, όταν αποφασίζεται αντιοστεοπορωτική αγωγή με χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D3 είναι απαραίτητη η μέτρηση των επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 στον ορό.
Αν βρεθούν επίπεδα κάτω των 32ng/ml μπορεί να χορηγηθούν ασφαλώς μέχρι 4000IU βιταμίνης D3 [τέσσερις σταγόνες ημερησίως, μετά το φαγητό, φυσικής και όχι συνθετικής βιταμίνης D3, που φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, χωρίς χημικά συντηρητικά και λοιπά έκδοχα [D3-Gkelin drops].
Επίσης, αν είναι καλοκαίρι μπορεί να εκτίθεται όλο το γυμνό σώμα , τις μεσημεριανές ώρες, για 10-15 λεπτά, καθημερινά ή έστω 2 φορές την εβδομάδα στην ηλιακή ακτινοβολία και έτσι αυξάνει τα επιθυμητά επίπεδα της βιταμίνης D3.
Ερευνητικές παρατηρήσεις που έχουν γίνει σε άτομα που έπαιρναν συμπληρωματικά ασβέστιο για την πρόληψη ή τη θεραπεία της οστεοπόρωσης αποκάλυψαν ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πρόκλησης καρδιαγγειακής νόσου, ιδίως μέσω της αύξησης της αρτηριακής πίεσης [22].
Από κλινικές παρατηρήσεις και μελέτες στα εργαστήρια έχει βρεθεί ότι το ασβέστιο μπορεί να αυξήσει τον παράγοντα κινδύνου πρόκλησης καρδιοκυκλοφορικής νόσου μέσω πολλαπλών μηχανισμών, περιλαμβανομένης της αύξησης της χοληστερόλης του αίματος, της έκκρισης και της ευαισθησία στην ινσουλίνη, την αγγειοδιαστολή, το φλεγμονώδες προφίλ, τη θρόμβωση, την παχυσαρκία και την ενασβεστίωση των αγγείων [23].
Εκτός από τα ευεργετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D3 στα οστά, περιγράφονται και άλλα οφέλη από τη δράση της βιταμίνης D3 στους υπόλοιπους ιστούς. Η παρουσία επαρκών επιπέδων βιταμίνης D3 στους μυς περιορίζει τον κίνδυνο πρόκλησης μυοπάθειας [44] από έλλειψη βιταμίνης D3, που ευνοεί την εύκολη πτώση στο έδαφος των ηλικιωμένων και την πρόκληση καταγμάτων.
Οι ηλικιωμένοι παράγουν μικρότερες ποσότητες βιταμίνης D3 στο δέρμα τους, σε σύγκριση με τα νεώτερα άτομα, ενώ αποφεύγουν και την έκθεσή τους στον ήλιο, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο έλλειψης ή ανεπάρκειας βιταμίνης D3 [24].
Η επαρκής διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη διατήρηση της ικανότητας των οστών να ανθίστανται στις συνηθισμένες μηχανικές δυνάμεις, όταν ασκούνται απ’αυτών.
Εκτός από το ασβέστιο και τις επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D με τις οποίες πρέπει να εφοδιάζεται το σώμα, η λήψη πρωτεϊνών είναι το θρεπτικό συστατικό κλειδί για τη διατήρηση της οστικής υγείας, της λειτουργίας των οστών και της πρόληψης της οστεοπόρωσης.
Σε διάφορες μελέτες τονίζεται το θετικό αποτέλεσμα της λήψης των πρωτεϊνών υψηλής ποιότητας στην οστική πυκνότητα ή το οστικό περιεχόμενο. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με ένα σημαντικό περιορισμό των καταγμάτων του ισχίου, όπως τούτο είναι καταγραμμένο σε μια μεγάλη προοπτική μελέτη ενός μεγάλου ομοιογενους πληθυσμού μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών [25].
Η συμπληρωματική χορήγηση φυσικής και όχι συνθετικής βιταμίνης D3 [D3 Gkelin drops] και μαγνησίου (Magnigkel) σε ηλικιωμένους ασθενείς είναι γνωστό ότι μειώνει τα μη σπονδυλικά κατάγματα, τη συνολική θνησιμότητα και τη συχνότητα της άνοιας από τη νόσο του Alzheimer.
Με βάση τις επιδημιολογικές μελέτες, ∼75% όλων των ενηλίκων παγκοσμίως έχουν έλλειψη βιταμίνης D3 , δηλαδή έχουν επίπεδα του κύριου μεταβολίτη της βιταμίνης D3 , που είναι η 25 υδροξυβιταμίνης D3 ή 25 (OH) D3 στον ορό του αίματός τους <30 ng / mL.
Λόγω της πρόσφατης αύξησης της παγκόσμιας ευαισθητοποίησης, τα συμπληρώματα βιταμίνης D3 έχουν γίνει κοινή πρακτική, αλλά η έλλειψη Mg εξακολουθεί να μην αντιμετωπίζεται.
Ο έλεγχος της χρόνιας ανεπάρκειας μαγνησίου είναι δύσκολος επειδή ένα φυσιολογικό επίπεδο στον ορό μπορεί ακόμη να σχετίζεται με μέτρια έως σοβαρή ανεπάρκεια. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει απλή και ακριβής εργαστηριακή εξέταση για τον προσδιορισμό της συνολικής κατάστασης μαγνησίου σώματος στους ανθρώπους.
Το Mg είναι απαραίτητο για το μεταβολισμό της βιταμίνης D3 και η λήψη μεγάλων δόσεων βιταμίνης D3 μπορεί να προκαλέσει σοβαρή μείωση του Mg. Η επαρκής συμπλήρωση μαγνησίου θα πρέπει να θεωρείται ως σημαντική πτυχή της θεραπείας με βιταμίνη D3. Αν σε έναν ασθενή αποφασιστεί η χορήγηση βιταμίνης D3 και μαγνησίου, αυτά δεν πρέπει να φέρονται μέσα στην ίδια κάψουλα, διότι διαφέρουν τα επίπεδα συγκέντρωσης της 25 υδροξυβιταμίνης D3 από ασθενή σε ασθενή. Ενώ η ημερήσια δόση του μαγνησίου είναι σταθερή για όλα τα άτομα, η δοσολογία της βιταμίνης D3 εξαρτάται από τα επίπεδα της 25 υδροξυβιταμίνης D3, που δεν αντιστοιχούν στο περιεχόμενο της κάψουλας σε βιταμίνη D3.
Βιταμίνη Κ2
Οι σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι η βιταμίνη Κ2 παίζει ρόλο στη βέλτιστη υγεία των οστών. Η βιταμίνη Κ2 έχει εγκριθεί για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης στην Ιαπωνία από το 1995. Η θεραπεία με βιταμίνη Κ2 στην οστεοπόρωση έχει αποδειχθεί ότι αναστέλλει την εμφάνιση νέων καταγμάτων των οστών και διατηρεί την οστική πυκνότητα [33].
Η βιταμίνη Κ2 προάγει τη νέα ανάπτυξη των οστών, εν μέρει αυξάνοντας την ασβεστοποίηση και , τη συσσώρευση αποθέσεων ασβεστίου, στα οστά.
Σε μαλακούς ιστούς, η ασβεστοποίηση μπορεί να είναι επικίνδυνη. Στα αιμοφόρα αγγεία, για παράδειγμα, οδηγεί στη συσσώρευση αθηρωματοσκληρυντικής πλάκας που σχετίζεται με καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η έρευνα έχει δείξει ότι ενώ η βιταμίνη Κ2 προκαλεί ευεργετική ασβεστοποίηση στα οστά, αποτρέπει την επιβλαβή ασβεστοποίηση στους μαλακούς ιστούς, συμπεριλαμβανομένων των αιμοφόρων αγγείων [34, 35]. Αυτό συμβαίνει επειδή ενεργοποιεί την πρωτεΐνη της θεμέλιας ουσίας Gla (matrix Gla protein) , η οποία αναστέλλει την ασβεστοποίηση των αιμοφόρων αγγείων. Για το λόγο αυτό, η βιταμίνη Κ2 μπορεί να είναι προστατευτική έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων [36].
Από τις τρείς μορφές της βιταμίνης Κ (Βιταμίνη, Κ1, Κ2 και Κ3) η βιταμίνη Κ2 [μενακινόνη-4 (MK-4)] είναι η σημαντικότερη, όχι μόνο διότι έχει αποδειχτεί ότι διεγείρει και ενισχύει την παραγωγή της οστεοκαλσίνης, αλλά αποδείχτηκε ότι αναστέλλει τη δράση των οστεοκλαστών, διατηρώντας έτσι την υγεία των οστών.
Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης Κ2 βελτιώνει την κατάσταση των οστών των ασθενών που έχουν κάνει μεταμόσχευση πνεύμονος και καρδιάς [30].
Η δραστηριότητα της βιταμίνης Κ2 αυξάνει τη διαδικασία της οστικής δόμησης και ελαττώνει τη διαδικασία της οστικής απώλειας και αποδόμησης [31].
Η δια βίου συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης Κ2, βιταμίνης D3, ασβεστίου και μαγνησίου είναι πιθανόν να περιορίσει τα κατάγματα και να μακρύνει την μετεμμηνοπαυσιακή επιβίωση των γυναικών [32].
Σωματική άσκηση
Η εφαρμογή προγραμμάτων σωματικής άσκησης για άνδρες και γυναίκες και ιδιαίτερα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες περιορίζουν την οστική απώλεια που σχετίζεται με την ηλικία.
Αναφέρεται ότι οι ασκήσεις που συνεπάγονται την άρση βάρους συνοδεύονται από σημαντικό οστεογενετικό αποτέλεσμα. Οι ασκήσεις μυϊκής ενίσχυσης βοηθούν στην ενδυνάμωση των μυών και των οστών των άκρων, της άνω μοίρας της σπονδυλικής στήλης, ενδυνάμωση των κάτω άκρων, των ισχίων και της κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής στήλης επιτυγχάνεται με ασκήσεις όπως το βάδισμα, το τροχάδην, το ανέβασμα σκαλοπατιών, η πορεία στον ανήφορο και το σκι.
Τα μηχανήματα ελλειπτικής εκπαίδευσης (elliptical trainers) είναι χρήσιμα για την ενίσχυση του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος, αλλά επειδή είναι άσκηση χαμηλής αντίστασης δεν βοηθάει στη βελτίωση της οστικής υγείας, όπως οι ασκήσεις άρσης βάρους.
Βιβλιογραφία
1. Chapuy MC, Arlot ME, Duboeuf F, Brun J, Crouzet B, Arnaud S, Delmas PD, Meunier PJ. Vitamin D3 and calcium to prevent hip fractures in the elderly women. N Engl J Med. 1992 Dec 3;327(23):1637-42.
2. Sattin RW, Lambert Huber DA, DeVito CA, Rodriguez JG, Ros A, Bacchelli S, Stevens JA, Waxweiler RJ. The incidence of fall injury events among the elderly in a defined population. Am J Epidemiol. 1990 Jun;131(6):1028-37.
3. Lips P, Netelenbos JC, Jongen MJ, van Ginkel FC, Althuis AL, van Schaik CL, van der Vijgh WJ, Vermeiden JP, van der Meer C. Histomorphometric profile and vitamin D status in patients with femoral neck fracture. Metab Bone Dis Relat Res. 1982;4(2):85-93. Clin Calcium. 2011 Nov;21(11):71-9. Public Health Nutr. 2001 Apr;4(2B):547-59.
4. Leidig-Bruckner G, Raue F, Frank-Raue K. Secondary osteoporosis – relevant clinical characteristics in diagnosis and therapy.Dtsch Med Wochenschr. 2012 Feb;137(7):326-32. Epub 2012 Feb 8.
5. Martínez-Morillo M, Grados D, Holgado S. Premenopausal osteoporosis: how to treat? Reumatol Clin. 2011 Aug 6. [Epub ahead of print]
6. Binkley N. Vitamin D and osteoporosis-related fracture. Arch Biochem Biophys. 2012 Feb 13.
7. Xu ZH, Zhang J, Yang D, Zhang JH.Progress of research between Helicobacter pylori infection and osteoporosis. Zhongguo Gu Shang. 2011 Nov;24(11):966-8.
8. Audran M, Cortet B. Prevalence of osteoporosis in male patients with risk factors.Presse Med. 2011 Nov;40(11):e489-98. Epub 2011 Oct 2.
9. Pennes DR. T-score determination in bone densitometry. AJR Am J Roentgenol. 2011 Dec;197(6):W1166; author reply W1167.
10.Díez-Ruiz A, García-Saura PL, García-Ruiz P, González-Calvin JL, Gallego-Rojo F, Fuchs D. Bone mineral density, bone turnover markers and cytokines in alcohol-induced cirrhosis. Alcohol Alcohol. 2010 Sep-Oct;45(5):427-30.
11. Eastell R, Reid DM, Vukicevic S, Ensrud KE, Lacroix AZ, Thompson JR, Thompson DD, Cummings SR.Effects of 3years of lasofoxifene treatment on bone turnover markers in women with postmenopausal osteoporosis. Bone. 2012 Feb 12.
12. Misiorowski W. Parathyroid hormone and its analogues – molecular mechanisms of action and efficacy of osteoporosis therapy.Endokrynol Pol. 2011;62 Suppl 2:32-6.
13. Hussein W, Cunningham C, Logan H, Fallon C, Murphy S. Atypical fractures on long term bisphosphonates therapy. Ir Med J. 2011 Nov-Dec;104(10):308, 310.
14. Pechalova P, Bakardjiev A, Zaprianov Z, Vladimirov B, Poriazova E, Zheleva A, Hadjigeorgiev G, Goranova-Marinova V, Goranov S. Bisphosphonate-associated osteonecrosis of the jaws — report of three cases in Bulgaria and review of the literature. Acta Clin Croat. 2011 Jun;50(2):273-9.
15. Al-Anazi AF, Qureshi VF, Javaid K, Qureshi S. Preventive effects of phytoestrogens against postmenopausal osteoporosis as compared to the available therapeutic choices: An overview. J Nat Sci Biol Med. 2011 Jul;2(2):154-63.
16. Arun B, Valero V, Liu D, Brewster A, Green M, Gutierrez-Barrera A, Akar U, Rivera E, Esteva FJ, Buzdar AU, Hortobagyi GN, Sneige N. Short-term biomarker modulation prevention study of anastrozole in women at increased risk for second primary breast cancer. Cancer Prev Res (Phila). 2012 Feb;5(2):276-82. Epub 2011 Nov 18.
17. Kinsinger L, Harris R, Lewis C, Wooddell M. U.S. Preventive Services Task Force Evidence Syntheses, formerly Systematic Evidence Reviews.Chemoprevention of Breast Cancer [Internet]. U.S. Preventive Services Task Force Evidence Syntheses, formerly Systematic Evidence Reviews.
18. Fiter Aresté J. Present and future of the treatment of osteoporosis with monoclonal antibodies. Reumatol Clin. 2011 Sep;7 Suppl 2:S8-12.
19. Nazrun AS, Norazlina M, Norliza M, Nirwana SI. The anti-inflammatory role of vitamin e in prevention of osteoporosis. Adv Pharmacol Sci. 2012;2012:142702. Epub 2011 Nov 17.
20. Quesada Gómez JM, Blanch Rubió J, Díaz Curiel M, Díez Pérez A. Calcium citrate and vitamin D in the treatment of osteoporosis. Clin Drug Investig. 2011;31(5):285-98.
21. Quesada Gómez JM, Blanch Rubió J, Díaz Curiel M, Díez Pérez A. Calcium citrate and vitamin D in the treatment of osteoporosis. Clin Drug Investig. 2011;31(5):285-98.
22. Body JJ, Bergmann P, Boonen S, Devogelaer JP, Gielen E, Goemaere S, Kaufman JM, Rozenberg S, Reginster JY. Extraskeletal benefits and risks of calcium, vitamin D and anti-osteoporosis medications. Osteoporos Int. 2012 Feb;23 Suppl 1:1-23. Epub 2012 Feb 4.
23. Wang L, Manson JE, Sesso HD. Calcium Intake and Risk of Cardiovascular Disease: A Review of Prospective Studies and Randomized Clinical Trials. . Am J Cardiovasc Drugs. 2012 Jan 27.
24. Schilling S. Epidemic vitamin d deficiency among patients in an elderly care rehabilitation facility. Dtsch Arztebl Int. 2012 Jan;109(3):33-8. Epub 2012 Jan 20.
25. Bonjour JP. Protein intake and bone health. Int J Vitam Nutr Res. 2011 Mar;81(2-3):134-42.
26. Erichsen R, Christiansen CF, Frøslev T, Jacobsen J, Sørensen HT. Intravenous bisphosphonate therapy and atrial fibrillation/flutter risk in cancer patients: a nationwide cohort study. Br J Cancer. 2011 Sep 27;105(7):881-3. doi: 10.1038/bjc.2011.338. Epub 2011 Aug 30.
27. Vilarrasa N, Gómez JM, Elio I, Gómez-Vaquero C, Masdevall C, Pujol J, Virgili N, Burgos R, Sánchez-Santos R, de Gordejuela AG, Soler J. Evaluation of bone disease in morbidly obese women after gastric bypass and risk factors implicated in bone loss. Obes Surg. 2009 Jul;19(7):860-6.
28. Scibora LM, Ikramuddin S, Buchwald H, Petit MA. Examining the Link Between Bariatric Surgery, Bone Loss, and Osteoporosis: a Review of Bone Density Studies. Obes Surg. 2012 Jan 20.
29. Mata-Granados JM, Cuenca-Acevedo JR, Luque de Castro MD, Holick MF, Quesada-Gómez JM. Vitamin D insufficiency together with high serum levels of vitamin A increases the risk for osteoporosis in postmenopausal women. Arch Osteoporos. 2013 Dec;8(1-2):124. doi: 10.1007/s11657-013-0124-5. Epub 2013 Feb 16.
30. Forli L, Bollerslev J, Simonsen S, Isaksen GA, Kvamsdal KE, Godang K, Gadeholt G, Pripp AH, Bjortuft O. Dietary vitamin K2 supplement improves bone status after lung and heart transplantation. Transplantation. 2010 Feb 27;89(4):458-64.
31. Prabhoo R, Prabhoo TR. Vitamin K2: a novel therapy for osteoporosis. J Indian Med Assoc. 2010 Apr;108(4):253-4, 256-8.
32. Gajic-Veljanoski O, Bayoumi AM, Tomlinson G, Khan K, Cheung AM. Vitamin K supplementation for the primary prevention of osteoporotic fractures: is it cost-effective and is future research warranted? Osteoporos Int. 2012 Nov;23(11):2681-92. doi: 10.1007/s00198-012-1939-4. Epub 2012 Mar 8.
34. Wijnia JW, Wielders JP, Lips P, van de Wiel A, Mulder CL, Nieuwenhuis KG.Is vitamin D deficiency a confounder in alcoholic skeletal muscle myopathy? Alcohol Clin Exp Res. 2013 Jan;37 Suppl 1:E209-15.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.