Το σάλιο και oι σημαντικοί διαγνωστικοί βιοδείκτες του©

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης (ΜD, ORL, DDS, PhD), Αικατερίνη Γκέλη (MD, Radiologist)

Η ανθρώπινη ζωή θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί χωρίς το σάλιο. Ο θεμελιώδης ρόλος του στη διατήρηση της ενυδάτωσης του στοματικού βλεννογόνου είναι απαραίτητος για βασικές λειτουργίες όπως η κατάποση, η γεύση, η πέψη και η ομιλία. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι το σάλιο κάνει πολύ περισσότερα από όσα γνωρίζαμε προηγουμένως. Συγκεκριμένα συστατικά μπορούν τελικά να χρησιμεύσουν ως μη επεμβατικοί βιοδείκτες για μια ποικιλία ασθενειών.

Ρύθμιση της σύνθεσης και έκκρισης του σάλιου από τους σιελογόνους αδένες

Όπως και με άλλες σωματικές διεργασίες, η παραγωγή και η έκκριση  του σάλιου ρυθμίζονται από περίπλοκους μηχανισμούς υπό τον έλεγχο του αυτόνομου νευρικού συστήματος (παρασυμπαθητικό και συμπαθητικό νευρικό σύστημα). Το παρασυμπαθητικό σύστημα διεγείρει την έκκριση ηλεκτρολυτών και νερού μέσω της ακετυλοχολίνης, που δρα σε μουσκαρινικούς υποδοχείς[1]

Το  συμπαθητικό σύστημα ρυθμίζει την απελευθέρωση πρωτεϊνών του σάλιου μέσω της νορεπινεφρίνης, που δρα στους  β-αδρενεργικούς υποδοχείς. Η ενεργοποίηση των β-αδρενεργικών υποδοχέων από τη νορεπινεφρίνη οδηγεί σε αυξημένη έκκριση πρωτεϊνών, ιδιαίτερα ενζύμων όπως η αμυλάση[2].

O όγκος του παραγομένου σιέλου  και η σύνθεσή του (ηλεκτρολύτες, πρωτεΐνες, ένζυμα κ.λπ.) επηρεάζονται και από εξωτερικά ερεθίσματα, όπως η όσφρηση, η γεύση και η μάσηση.

 Για παράδειγμα, το σάλιο που εκκρίνεται υπό διέγερση περιέχει σημαντικά περισσότερο διττανθρακικό άλας, αλλά λιγότερες πρωτεΐνες σε σύγκριση με το σάλιο που εκκρίνεται σε κατάσταση ηρεμίας.  Έτσι το σάλιο εξουδετερώνει τα οξέα  κατά την μάσηση και την πέψη. Με την αύξηση του ρυθμού ροής (σάλιο υπό διέγερση), η συγκέντρωση διττανθρακικών αυξάνεται σημαντικά, βοηθώντας στη ρύθμιση του pH[3].

Διάφοροι  άλλοι  παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, η ώρα της ημέρας, η χρήση φαρμάκων και η γενική υγεία επηρεάζουν επίσης την παραγωγή  και τη σύνθεση του σάλιου (ηλεκτρολύτες, ένζυμα, πρωτεΐνες)[4] .

Το σάλιο συμμετέχει στη διατήρηση της υγείας του στοματοφαρυγγικού, οισοφαγικού και λαρυγγικού βλεννογόνου

Η ενυδάτωση του στοματικού, φαρυγγικού, λαρυγγικού και οισοφαγικού βλεννογόνου είναι απαραίτητη για διάφορες ζωτικές λειτουργίες . Εκτός από την ενυδάτωση, το σάλιο περιέχει κυτοκίνες, χημειοκίνες και αυξητικούς παράγοντες, οι οποίοι προάγουν την επούλωση τραυμάτων του βλεννογόνου— συχνά πιο γρήγορα από ό,τι στο δέρμα.

Αυτά τα μόρια είναι κρίσιμα για την επιδιόρθωση των ιστών, τη ρύθμιση της φλεγμονής και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων στην στοματική κοιλότητα, ιδιαίτερα σε απόκριση σε στοματικούς τραυματισμούς, λοιμώξεις ή οδοντιατρικές επεμβάσεις. Μεταξύ αυτών, οι ιστατίνες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην επιτάχυνση της επιδιόρθωσης των ιστών. Οι ιστατίνες είναι μια ομάδα πλούσιων σε ιστιδίνη αντιμικροβιακών πεπτιδίων  δέσμευσης μετάλλων που βρίσκονται στο ανθρώπινο σάλιο και έχει αποδειχθεί ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της επιδιόρθωσης των ιστών, ιδιαίτερα μέσω των αντιμικροβιακών, αντιμυκητιασικών και επουλωτικών ιδιοτήτων τους[5].

Το σάλιο παίζει καθοριστικό ρόλο στην έμφυτη ανοσολογική άμυνα της στοματικής κοιλότητας, λειτουργώντας ως πρώτη γραμμή προστασίας από παθογόνα μέσω της σύνθετης σύνθεσης αντιμικροβιακών πεπτιδίων, ενζύμων και ανοσοσφαιρινών[6].

To σάλιο περιέχει ένα ευρύ φάσμα σημαντικών αντιμικροβιακών πρωτεϊνών και πεπτιδίων — συμπεριλαμβανομένων  της μυελοϋπεροξειδάσης, της λυσοζύμης, της λακτοφερρίνης και άλλων — που παράγονται από τους σιελογόνους αδένες, τα επιθηλιακά κύτταρα του στόματος και τα ανοσοκύτταρα, τα οποία συμβάλλουν στην προστασία από λοιμώξεις και την στοματική ανοσία. Αυτές οι πρωτεΐνες παίζουν κρίσιμο ρόλο στην άμυνα έναντι παθογόνων, στον έλεγχο της μικροβιακής ανάπτυξης και στη διατήρηση της στοματικής υγείας[7].

Η έλλειψη σιέλου προκαλεί ξηροστομία, δυσκαταποσία και ξηροφωνία (δυσλειτουργία των φωνητικών χορδών λόγω ανεπαρκούς ύγρανσής τους. Η ξηρότητα των επιφανειών των φωνητικών χορδών  δυσχεραίνει την ελεύθερη παλμική δόνηση και ολισθησιμότητά τους. Η έλλειψη σάλιου μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στον λάρυγγα,  αυξάνοντας τον κίνδυνο φλεγμονής ή τραυματισμού των φωνητικών χορδών.

Οι ασθενείς με ξηροστομία συχνά “ζορίζουν” το φωνητικό τους όργανο, για να μιλήσουν ή να τραγουδήσουν, οδηγώντας σε υπερφόρτωση της λειτουργίας των φωνητικών  χορδών και κόπωση της φωνής.

Η ξηροστομία μπορεί να οφείλεται σε αυτοάνοσα νοσήματα  (π.χ. σύνδρομο Sjögren), ακτινοθεραπεία στην περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου ( η οποία μπορεί να επηρεάσει τόσο τις σιελογόνους αδένες, όσο και τους μύες των φωνητικών χορδών), λήψη ορισμένων φαρμάκων  (π.χ. αντιισταμινικά) μπορεί να προκαλέσουν παχύρρευστο  σάλιο που επιβαρύνει την παραγωγή φωνής).

Η ξηροστομία αντιμετωπίζεται με: Α. Λήψη υγρών από το στόμα με  μικρές συχνές γουλιές και την συχνή καθημερινά χρησιμοποίηση του αποτελεσματικού υποκατάστατο σάλιου, του Xerogkelin (εφαρμογή 7 ψεκασμών στον στοματοφαρυγγικό βλεννογόνο, κάθε φορά). Συγκράτηση του υγρού 10 λεπτά μέσα στο στόμα και φτύσιμο ή κατάποση του υγρού.

Β. Χορήγηση φαρμάκου  που διεγείρει τους σιελογόνους αδένες να παράγουν σάλιο (π.χ. πιλοκαρπίνη).

Γ. Διακοπή της λήψης φαρμάκων που προκαλούν ξηροστομία  (σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό). Εφόσον η ξηροστομία έχει προκαλέσει δυσλειτουργία των φωνητικών χορδών συνιστάται φωνητική ανάπαυση και λογοθεραπεία, χορήγηση κάποιου αντιφλεγμονώδους φαρμάκου , αν έχει αναπτυχτεί φλεγμονή και η συστηματική καθημερινή χρησιμοποίηση Xerogkelin.

Η συμβολή του σάλιου στη διατήρηση της υγείας των δοντιών και του στόματος

Tο σάλιο εκτιμάται ιδιαίτερα για την προστατευτική του δράση κατά της τερηδόνας. Τα ιόντα διττανθρακικού (HCO₃⁻) και φωσφορικού (PO₄³⁻) είναι απαραίτητα συστατικά του σάλιου, παίζοντας κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της ισορροπίας του pH (διατηρώντας ένα εύρος μεταξύ 6,8 και 7,8) της στοματικής κοιλότητας, στην απορρόφηση των οξέων και συμβάλλοντας στην επαναμετάλλωση των δοντιών. Αυτά τα ιόντα βοηθούν στην εξουδετέρωση των οξέων στην στοματική κοιλότητα και προστατεύουν από τη διάβρωση των δοντιών και την τερηδόνα[8].

Οι πρωτεΐνες του σάλιου δεσμεύουν το ασβέστιο και το φωσφορικό άλας, σχηματίζοντας ένα υπερκορεσμένο διάλυμα που υποστηρίζει τη δυναμική ισορροπία μεταξύ της απομετάλλωσης και της επαναμετάλλωσης της αδαμαντίνης των δοντιών — κρίσιμες διαδικασίες για την πρόληψη της τερηδόνας.

Η δυναμική ισορροπία μεταξύ της απομετάλλωσης και της επαναμετάλλωσης της αδαμαντίνης είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οδοντικής υγείας. Αυτή η ισορροπία επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η παρουσία σάλιου, οι διατροφικές συνήθειες και οι πρακτικές στοματικής υγιεινής. Η απομετάλλωση της αδαμαντίνης συμβαίνει όταν τα οξέα (που παράγονται από βακτήρια από ζυμώσιμους υδατάνθρακες) μειώνουν το pH στην στοματική κοιλότητα, οδηγώντας στην απώλεια μετάλλων όπως το ασβέστιο και το φωσφορικό άλας από τη δομή του δοντιού. Από την άλλη πλευρά, η επαναμετάλλωση συμβαίνει όταν, αυτά τα μέταλλα επαναποτίθενται στην αδαμαντίνη, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ζημιάς που προκαλείται από την απομετάλλωση.

Η πρόληψη της τερηδόνας των δοντιών  βασίζεται στη διατήρηση μιας ευνοϊκής ισορροπίας μεταξύ αυτών των δύο διαδικασιών[9].

Το σάλιο δημιουργεί επίσης γρήγορα ένα λεπτό, πλούσιο σε πρωτεΐνες, λιπίδια και γλυκοπρωτεΐνες,  στρώμα στις επιφάνειες των δοντιών λίγο μετά τον καθαρισμό ή την αφαίρεση της οδοντικής πλάκας, που είναι γνωστό ως επίκτητo επίχρισμα (acquired pellicle). Αυτό το επίχρισμα προστατεύει την αδαμαντίνη από την επίθεση οξέων και από την απώλεια ασβεστίου, τη μηχανική τριβή και τη διάβρωση,  βοηθώντας στην επαναμετάλλωση και διευκολύνοντας την προσκόλληση μικροοργανισμών στην επιφάνεια του δοντιού.

 Με την πάροδο του χρόνου, ο βακτηριακός αποικισμός του επίκτητου επιχρίσματος  επηρεάζει επίσης τη σύνθεση του στοματικού μικροβιώματος[10].

Συστατικά του σάλιου χρήσιμα ως βιοδείκτες διάνωσης νόσου

Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στις δυνατότητες των σιελογόνων συστατικών να χρησιμεύσουν ως βιοδείκτες για τη διάγνωση ασθενειών. Σε σύγκριση με τη δειγματοληψία αίματος, η συλλογή σάλιου προσφέρει σαφή πλεονεκτήματα: είναι ευκολότερη, λιγότερο επεμβατική και πιο οικονομική. Αυτά τα χαρακτηριστικά την καθιστούν ιδιαίτερα χρήσιμη σε πληθυσμούς όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρίες.

Οι τυπικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση καρκίνων του στόματος παραμένουν η ολοκληρωμένη κλινική εξέταση, οι δαπανηρές βιοχημικές εξετάσεις και η επεμβατική βιοψία. Η ταυτοποίηση βιοδεικτών από βιολογικά υγρά (αίμα, ούρα, σάλιο) έχει τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης.

Η χρησιμοποίηση του σάλιου για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου μέσω της  αναζήτησης νέων κλινικών βιοδεικτών είναι μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση λόγω της μη επεμβατικής δειγματοληψίας και των εύκολων μεθόδων συλλογής. Το ανθρώπινο σάλιο ολόκληρου του στόματος περιέχει πρωτεΐνες, πεπτίδια, ηλεκτρολύτες, οργανικά και ανόργανα άλατα που εκκρίνονται από τους σιελογόνους αδένες και συμπληρωματικές συνεισφορές από τα υγρά των ούλων και τα βλεννογονικά διιδρώματα.

Αυτή η διαγνωστική μέθοδος στον τομέα της μοριακής βιολογίας έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη και τις δυνατότητες των σιαλικών  βιοδεικτών για την ανίχνευση καρκίνων του στόματος. Οι βιοδείκτες είναι οι μοριακές υπογραφές και δείκτες της φυσιολογικής βιολογικής, παθολογικής διαδικασίας και της φαρμακολογικής απόκρισης στη θεραπεία. Επομένως μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την ανίχνευση, τη διάγνωση και την πρόγνωση της νόσου. Η άμεση επαφή του σάλιου με τις καρκινικές αλλοιώσεις του στόματος το καθιστά πιο ειδικό και δυνητικά ευαίσθητο εργαλείο διαλογής.

 Έχουν ήδη εντοπιστεί περισσότεροι από 100 σιελογόνοι βιοδείκτες (DNA, RNA, mRNA, πρωτεϊνικοί δείκτες), συμπεριλαμβανομένων των κυτοκινών (IL-8, IL-1b, TNF-α), της αμυντίνης-1, της P53, της Cyfra 21-1, του αντιγόνου ειδικού για πολυπεπτίδια ιστών, της φωσφατάσης διπλής εξειδίκευσης, της σπερμιδίνης/σπερμίνης N1-ακετυλοτρανσφεράσης, της προφιλίνης, της κωφιλίνης-1, της τρανσφερίνης και πολλών άλλων. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την αξιοπιστία και την επικύρωση των σιελογόνου βιοδεικτών για κλινικές εφαρμογές[11].

Η σημασία των αυξημένων επιπέδων γλυκόζης στο σάλιο

Το σάλιο των ασθενών  με σακχαρώδη διαβήτη  μπορεί να αποκαλύψει μεταβολικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των διακυμάνσεων της γλυκόζης, των αυξημένων επιπέδων HbA1c και των δεικτών του οξειδωτικού στρες. Αυτά τα σιελικά ευρήματα μπορεί επίσης να συσχετίζονται με την κατάσταση της περιοδοντικής υγείας. Η έρευνα έχει επιπλέον εντοπίσει μεταβολές στα επίπεδα λιπιδίων, της μελατονίνης και της συνολικής πρωτεΐνης στο σάλιο των διαβητικών ασθενών.

Σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, το σάλιο μπορεί να χρησιμεύσει ως μη επεμβατικό διαγνωστικό υγρό που αντικατοπτρίζει διάφορες μεταβολικές αλλαγές. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα επίπεδα γλυκόζης στο σάλιο συσχετίζονται με τις διακυμάνσεις της γλυκόζης στο αίμα και η αυξημένη γλυκόζη στο σάλιο παρατηρείται συχνά σε ασθενείς με ανεπαρκή έλεγχο του σακχάρου[12].

Επιπλέον, αν και η HbA1c μετράται συνήθως στο αίμα, οι πρόσφατες εξελίξεις υποδηλώνουν ότι η ανάλυση του σάλιου μπορεί έμμεσα να αντικατοπτρίζει τον γλυκαιμικό έλεγχο και τις τάσεις της HbA1c μέσω σχετικών βιοδεικτών[13].

Το σάλιο περιέχει επίσης δείκτες οξειδωτικού στρες, όπως η μαλονδιαλδεΰδη (MDA) και η μειωμένη αντιοξειδωτική ικανότητα, οι οποίοι είναι αυξημένοι σε διαβητικούς ασθενείς λόγω της αυξημένης οξειδωτικής μεταβολικής δραστηριότητας[14, 15].

Τα υψηλότερα επίπεδα δεικτών οξειδωτικού στρες, συμπεριλαμβανομένου του H2O2 και του NO στο σάλιο, σε διαβητικά άτομα θα μπορούσαν να αποτελούν ένδειξη της χαρακτηριστικής υψηλής συχνότητας εμφάνισης στοματικών παθήσεων στον σακχαρώδη διαβήτη, δεδομένου ότι το οξειδωτικό στρες προδιαθέτει σε ευπάθεια για ασθένειες των ούλων και των δοντιών[16].

Το σάλιο περιέχει αρκετούς βιοδείκτες οξειδωτικού στρες που μπορεί να αντανακλoύν τους μηχανισμούς  μιας συστηματικής οξειδωτικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα σε παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και η περιοδοντική νόσος. Αυτοί οι βιοδείκτες παρέχουν ένα μη επεμβατικό μέσο για την παρακολούθηση της οξειδωτικής βλάβης και των μηχανισμών αντιοξειδωτικής άμυνας.

Βασικοί σιαλικοί βιοδείκτες οξειδωτικού στρες

Βασικοί σιαλικοί βιοδείκτες οξειδωτικού στρες είναι η μαλονδιαλδεΰδη (υποπροϊόν της υπεροξείδωσης λιπιδίων)[17], η 8-υδροξυδεοξυγουανοσίνη (8-OHdG) [Υποδεικνύει οξειδωτική βλάβη στο DNA][18], η Συνολική Αντιοξειδωτική Ικανότητα (TAC) [Μετρά τη συνολική ικανότητα του σάλιου να εξουδετερώνει τα οξειδωτικά είδη][19], η  Υπεροξειδική Δισμουτάση (SOD) [Ενζυμικό αντιοξειδωτικό που μετατρέπει τις ρίζες υπεροξειδίου σε οξυγόνο και υπεροξείδιο του υδρογόνου][20], η, Γλουταθειόνη (GSH) [Βασικό ενδοκυτταρικό αντιοξειδωτικό που υπάρχει επίσης στο σάλιο][21].

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες έρευνες στο σάλιο των διαβητικών ατόμων υπάρχουν αλλαγές των επιπέδων των λιπιδίων[22] και της ολικής πρωτείνης και  της μελατονίνης (Έχει βρεθεί ότι η  μέση τιμή της μελατονίνης στο σάλιο είναι σημαντικά χαμηλότερη σε ασθενείς με περιοδοντίτιδα ή διαβήτη σε σύγκριση με υγιή άτομα)[23].

Επίσης έχουν παρατηρηθεί  σημαντικά υψηλότερη γλυκόζη σάλιου, χαμηλότερη αμυλάση και ολικές πρωτεΐνες σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με την ομάδα ελέγχου[24].

Σε κλινικά οδοντιατρικά περιβάλλοντα, ένα ασυνήθιστο σιελικό προφίλ μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση περιπτώσεων αδιάγνωστου ή κακώς ελεγχόμενου διαβήτη — μιας πάθησης που είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο περιοδοντικής νόσου[25]

Η ακεταλδεΰδη, ο πρώτος μεταβολίτης του οινοπνεύματος, έχει προταθεί ως καρκινογόνος ουσία  πρόκλησης καρκίνων  του στόματος που σχετίζονται με την αιθανόλη. Η έρευνα για τις μηχανιστικές πτυχές του καρκίνου του στόματος που σχετίζεται με την ακεταλδεΰδη έχει επικεντρωθεί στην ακεταλδεΰδη του σάλιου, η οποία σχηματίζεται, είτε από τον μεταβολισμό της αιθανόλης στα επιθήλια, είτε από τη μικροβιακή οξείδωση της αιθανόλης από τη στοματική μικροχλωρίδα[26].

 Έρευνες δείχνουν ότι τα επίπεδα ακεταλδεΰδης στο σάλιο είναι σημαντικά αυξημένα σε ασθενείς με καρκίνο του στόματος , ιδιαίτερα μετά από έκθεση σε αιθανόλη. Η ακεταλδεΰδη, ένας μεταβολίτης της αιθανόλης, αναγνωρίζεται ως καρκινογόνος και παράγεται στην στοματική κοιλότητα μέσω των μεταβολικών δραστηριοτήτων των βακτηρίων του στόματος και των κυττάρων του βλεννογόνου[27, 28].

Το 2014  ο Kocaelli Η και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της μέτρησης  παραγωγής ακεταλδεΰδης στο σάλιο μετά από επώαση in vitro με αιθανόλη. Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι τόσο οι ασθενείς με καρκίνο του στόματος όσο και τα άτομα με κακή στοματική υγεία εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ακεταλδεΰδης στο σάλιο σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες (p < 0,0001). Παράγοντες όπως η κακή στοματική υγιεινή, το κάπνισμα και η παρουσία οδοντικών προσθετικών συνδέθηκαν με αυξημένη παραγωγή ακεταλδεΰδης. Η μελέτη υποδηλώνει ότι η αξιολόγηση της παραγωγής ακεταλδεΰδης στο σάλιο θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του στόματος[29] .

Περαιτέρω έρευνα έχει δείξει ότι η κακή οδοντιατρική κατάσταση και οι κακές συνήθειες στοματικής υγιεινής μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα ακεταλδεΰδης στο σάλιο, συνδέοντας ενδεχομένως αυτούς τους παράγοντες με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του στόματος [30].

Τα αυξημένα επίπεδα ακεταλδεΰδης στο σάλιο αποδίδονται κυρίως στις μεταβολικές δραστηριότητες του στοματικού μικροβιώματος. Ορισμένα βακτήρια του στόματος, όπως ο Streptococcus mitis και ο Neisseria mucosa, έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί παραγωγοί ακεταλδεΰδης από την αιθανόλη[31] .

Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης καλής στοματικής υγιεινής και της παρακολούθησης των επιπέδων ακεταλδεΰδης στο σάλιο, ειδικά για άτομα που διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος.

Αύξηση σιαλικών βιοδεικτών  σε ψυχικές παθήσεις

Ψυχιατρικές παθήσεις όπως οι αγχώδεις διαταραχές , η σχιζοφρένεια και η κατάθλιψη σχετίζονται επίσης με μετρήσιμες αλλαγές στη σύνθεση του σάλιου.  Πρόσφατες μελέτες έχουν εντοπίσει αρκετούς σιαλικούς  βιοδείκτες που αντικατοπτρίζουν τις φυσιολογικές αλλοιώσεις που συνοδεύουν αυτές τις ψυχικές παθήσεις.

Αγχώδεις διαταραχές: Οι αγχώδεις διαταραχές συνδέονται με δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, η οποία μπορεί να αντικατοπτρίζεται στους εξής σιελογόνους βιοδείκτες. 

Σιαλική  Άλφα-Αμυλάση (sAA): Η sAA είναι ένα ένζυμο του οποίου η δραστηριότητα αυξάνεται ως απόκριση στο στρες και θεωρείται δείκτης ενεργοποίησης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα sAA έχουν παρατηρηθεί σε άτομα που βιώνουν οξύ στρες και άγχος, υποδεικνύοντας αυξημένη συμπαθητική δραστηριότητα[32].

Παράγοντας ανάπτυξης ινοβλαστών 2 (FGF-2): Ο FGF-2 εμπλέκεται στη νευρογένεση και έχει συσχετιστεί με τη ρύθμιση του στρες. Τα χαμηλότερα επίπεδα FGF-2 στο σάλιο έχουν συσχετιστεί με αυξημένα συμπτώματα άγχους, γεγονός που υποδηλώνει τη δυνατότητά του ως βιοδείκτη για αγχώδεις διαταραχές[33].

Σχιζοφρένεια: Η σχιζοφρένεια έχει συσχετιστεί με αλλοιώσεις στους εξής σιελογόνους βιοδείκτες που αντανακλούν υποκείμενες νευροχημικές και μεταβολικές αλλαγές.

Κυνουρενικό οξύ (KYNA): Το KYNA είναι ένας μεταβολίτης στην οδό τρυπτοφάνης και δρα ως ανταγωνιστής ορισμένων υποδοχέων γλουταμινικού. Μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με σχιζοφρένεια εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα KYNA στο σάλιο ως απόκριση στο ψυχολογικό στρες. Αυτή η απόκριση είναι αντιστρόφως ανάλογη με τα επίπεδα γλουταμινικού στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου, υποδηλώνοντας μια σύνδεση μεταξύ των περιφερειακών επιπέδων KYNA και της κεντρικής γλουταμινεργικής λειτουργίας[34].

Σιελική Άλφα-Αμυλάση (sAA): Αυξημένα επίπεδα sAA έχουν επίσης αναφερθεί σε ασθενείς με σχιζοφρένεια, υποδεικνύοντας αυξημένη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, η οποία μπορεί να σχετίζεται με την ευαισθησία στο στρες σε αυτά τα άτομα[32].

Κατάθλιψη: Η κατάθλιψη σχετίζεται με δυσλειτουργία του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (ΥΥΕ) και μεταβολές στους κιρκαδικούς ρυθμούς, οι οποίοι μπορούν να παρακολουθηθούν μέσω των εξής σιαλικών  βιοδεικτών.

Κορτιζόλη: Τα επίπεδα κορτιζόλης στο σάλιο είναι συχνά αυξημένα σε άτομα με κατάθλιψη, αντανακλώντας υπερδραστηριότητα του άξονα HPA. Αυτή η αύξηση μπορεί να χρησιμεύσει ως μη επεμβατικός δείκτης για την αξιολόγηση της απόκρισης στο στρες σε καταθλιπτικές διαταραχές[33].

Μελατονίνη: Η μελατονίνη ρυθμίζει τους κιρκαδικούς ρυθμούς και έχουν παρατηρηθεί μειωμένα επίπεδα μελατονίνης στο σάλιο σε άτομα με κατάθλιψη, υποδεικνύοντας διαταραγμένους κύκλους ύπνου-αφύπνισης που συνήθως σχετίζονται με την κατάθλιψη[33].

Αυτοί οι σιελογόνοι βιοδείκτες μπορούν να παρέχουν πληροφορίες για τις ψυχοσωματικές αλληλεπιδράσεις και θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πιο ολοκληρωμένες στρατηγικές φροντίδας για ασθενείς με παθήσεις όπως ο βρυγμός ή η οδοντιατρική φοβία .

Πρώιμη ανίχνευση καρκίνου μέσω των σιαλικών βιοδεικτών

Το σάλιο έχει επίσης δείξει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα στην έγκαιρη ανίχνευση κακοηθειών, συμπεριλαμβανομένων τόσο των όγκων κεφαλής και τραχήλου όσο και των συστηματικών καρκίνων όπως ο καρκίνος του παγκρέατος και του μαστού [35].

 Βιοδείκτες που σχετίζονται με όγκους – όπως συγκεκριμένα αντισώματα, αντιγόνα και γονιδιακές μεταλλάξεις – μπορούν να ταυτοποιηθούν σε δείγματα σάλιου.

 Ένα μόριο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι το σιαλικό οξύ, το οποίο είναι αυξημένο σε ασθενείς με ορισμένους καρκίνους. Το σιαλικό οξύ είναι η τελική δομή των γλυκανών της κυτταρικής επιφάνειας και έχει βασικές λειτουργίες στη ρύθμιση της ανοσολογικής απόκρισης, της επικοινωνίας μεταξύ κυττάρων και της κυτταρικής προσκόλλησης. Το πιο σημαντικό είναι ότι ένα αυξημένο επίπεδο σιαλικού οξέος, που ονομάζεται υπερσιαλυλίωση, έχει αναδειχθεί ως ένας συχνά παρατηρούμενος φαινότυπος στον καρκίνο[36].

Το 2024  ο Elgendi και οι συνεργάτες του παρουσίασαν μια φορητή συσκευή ικανή να ποσοτικοποιήσει το σιαλικό οξύ του σάλιου, αποδίδοντας πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του μαστού. Αυτός ο τύπος τεχνολογίας θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο σε ογκολογικά κέντρα αλλά και σε πρωτοβάθμια περίθαλψη και οδοντιατρεία[37].

Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η ανάλυση σάλιου θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο μέλλον της διαγνωστικής ιατρικής. Για τους ωτορινολαρυγγολόγους και τους οδοντιάτρους ειδικότερα, η σιελική  διαγνωστική μπορεί να προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο για τον εντοπισμό ασθενών υψηλού κινδύνου, την υποστήριξη της λήψης κλινικών αποφάσεων και την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου. Σε ασθενείς με περιοδοντική νόσο, μπορεί να χρησιμεύσει ως πρακτικό συμπλήρωμα στις παραδοσιακές μεθόδους εξέτασης.

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση

1.Melvin JE, Yule D, Shuttleworth T, Begenisich T. “Regulation of fluid and electrolyte secretion in salivary gland acinar cells.” Annu Rev Physiol. 2005;67:445-469.

2.Proctor, G.B., & Carpenter, G.H. (2007). Regulation of salivary gland function by autonomic nerves. Autonomic Neuroscience, 133(1), 3–18.

3.Dawes, C. (1972).”Salivary flow patterns and the health of hard and soft oral tissues.”Journal of the American Dental Association, 139(suppl_2), 18S–24S.

4.Humphrey, S.P., & Williamson, R.T. (2001). “A review of saliva: Normal composition, flow, and function.”Journal of Prosthetic Dentistry, 85(2), 162–169.

5.David M Rothstein, Eva J Helmerhorst, Peter Spacciapoli, Frank G Oppenheim, Phillip Friden. Histatin-derived peptides: potential agents to treat localised infections. Expert Opin Emerg Drugs. 2002 May;7(1):47-59.

6.Oppenheim, F.G., Salih, E., Siqueira, W.L., Zhang, W., & Helmerhorst, E.J. (2007).Salivary proteome and its role in host defense mechanisms. Periodontology 2000, 44(1), 33–49.

7.Kirstilä V, Lenander-Lumikari M, Söderling E, Tenovuo J. Effects of oral hygiene products containing lactoperoxidase, lysozyme, and lactoferrin on the composition of whole saliva and on subjective oral symptoms in patients with xerostomia. Acta Odontol Scand. 1996 Dec;54(6):391-7.

8.Humphrey SP, Williamson RT.A review of saliva: normal composition, flow, and function. J Prosthet Dent. 2001 Feb;85(2):162-9.

9.Philip N. State of the Art Enamel Remineralization Systems: The Next Frontier in Caries Management. Caries Res. 2019;53(3):284-295.

10.Zhang F, Cheng Z, Ding C, Li J.Functional biomedical materials derived from proteins in the acquired salivary pellicle. J Mater Chem B. 2021 Sep 7;9(33):6507-6520.

11.Zohaib Khurshid, Muhammad S Zafar, Rabia S Khan, Shariq Najeeb, Paul D Slowey, Ihtesham U Rehman. Role of Salivary Biomarkers in Oral Cancer Detection. Adv Clin Chem. 2018:86:23-70.

12.Kaufman, E., & Lamster, I. B. (2002). The diagnostic applications of saliva—a review. Critical Reviews in Oral Biology & Medicine, 13(2), 197–212. https://doi.org/10.1177/154411130201300209

13.Spielmann, N., & Wong, D. T. (2011). Saliva: diagnostics and therapeutic perspectives. Oral Diseases, 17(4), 345–354. https://doi.org/10.1111/j.1601-0825.2010.01773.x

14.Monea, A., et al. (2015). Salivary markers of oxidative stress in patients with type 2 diabetes mellitus. Journal of Oral Rehabilitation, 42(10), 775–780. https://doi.org/10.1111/joor.12299

15.Rathnayake, N., et al. (2013). Salivary biomarkers for detection of systemic diseases. PLOS ONE, 8(4), e61356. https://doi.org/10.1371/journal.pone.0061356

16.Monea, A., Mezei, T., Popsor, S., & Monea, M. (2015). Salivary markers of oxidative stress in patients with type 2 diabetes mellitus. Journal of Oral Rehabilitation, 42(10), 775–780.

17.Khoubnasabjafari M, Ansarin K, Jouyban A. Salivary malondialdehyde as an oxidative stress biomarker in oral and systemic diseases. J Dent Res Dent Clin Dent Prospects. 2016 Spring;10(2):71-4

18.Kulasekaran C, Devi M, Dhivya K, Vijayalakshmi D, Sathishkumar M, Madhanmohan A.Immunohistochemical detection of 8-hydroxydeoxyguanosine: A biomarker of oxidative DNA damage in oral submucous fibrosis. J Oral Maxillofac Pathol. 2020 Sep-Dec;24(3):536-541.

19.Peluso I, Raguzzini A. Salivary and Urinary Total Antioxidant Capacity as Biomarkers of Oxidative Stress in Humans. Patholog Res Int. 2016;2016:5480267.

20.Ding D, Li N, Ge Y, Wu H, Yu J, Qiu W, Fang F Current status of superoxide dismutase 2 on oral disease progression by supervision of ROS. .Biomed Pharmacother. 2024 Jun;175:116605.

21.Wang J, Yang J, Wang C, Zhao Z, Fan Y. Systematic Review and Meta-Analysis of Oxidative Stress and Antioxidant Markers in Oral Lichen Planus. Oxid Med Cell Longev. 2021 Sep 27;2021:9914652.

22.Natheer H Al-Rawi.  Oxidative stress, antioxidant status and lipid profile in the saliva of type 2 diabetics Diab Vasc Dis Res. 2011 Jan;8(1):22-8.

23.Hamidreza Abdolsamadi, Mohammad Taghi Goodarzi, Fatemeh Ahmadi Motemayel, Mina Jazaeri, Javad Feradmal, Mahdiyeh Zarabadi, Mostafa Hoseyni, Parviz Torkzaban. Reduction of Melatonin Level in Patients with Type II Diabetes and Periodontal Diseases. J Dent Res Dent Clin Dent Prospects . 2014 Sep 17;8(3):160–165. doi: 10.5681/joddd.2014.029

24.Indira M, P Chandrashekar, Kiran Kumar Kattappagari, Lalith Prakash K Chandra, Ravi Teja Chitturi, Ramana Reddy Bv. Evaluation of salivary glucose, amylase, and total protein in Type 2 diabetes mellitus patients. Indian J Dent Res. 2015 May-Jun;26(3):271-5.

25.Graves DT, Ding Z, Yang Y. The impact of diabetes on periodontal diseases. Periodontol 2000. 2020 Feb;82(1):214-224.

26.Lachenmeier DW, Monakhova YB.Short-term salivary acetaldehyde increase due to direct exposure to alcoholic beverages as an additional cancer risk factor beyond ethanol metabolism. J Exp Clin Cancer Res. 2011 Jan 6;30(1):3.

27.H. Kocaelli,  A. Apaydin,  A. Karadeniz,  S. Ozel. Increased salivary acetaldehyde levels in poor dental health status: a possible link to increased oral cancer risk. International Journal of Oral and Maxillofacial Surgery, Volume 38, Issue 5, 535 – 536

28.Ryo Tagaino, Jumpei Washio,Yuki Abiko, Naoko Tanda, Keiichi Sasaki & Nobuhiro Takahashi . Metabolic property of acetaldehyde production from ethanol and glucose by oral Streptococcus and Neisseria. Sci Rep. 2019 Jul 18;9(1):10446.

29.H Kocaelli, A Apaydin, B Aydil, M Ayhan, A Karadeniz, S Ozel, E Yılmaz, B Akgün, B Eren. Evaluation of potential salivary acetaldehyde production from ethanol in oral cancer patients and healthy subjects. Hippokratia. 2014 Jul-Sep;18(3):269-74.

30.Yokoyama A, Tsutsumi E, Imazeki H, Suwa Y, Nakamura C, Mizukami T, Yokoyama T. Salivary acetaldehyde concentration according to alcoholic beverage consumed and aldehyde dehydrogenase-2 genotype. Alcohol Clin Exp Res. 2008 Sep;32(9):1607-14.

31.Stornetta A, Guidolin V, Balbo S.Alcohol-Derived Acetaldehyde Exposure in the Oral Cavity. Cancers (Basel). 2018 Jan 14;10(1):20.

32.Takuji Inagaki 1, Tsuyoshi Miyaoka, Shihoh Okazaki, Hideaki Yasuda, Tetsuya Kawamukai, Etsuko Utani, Rei Wake, Maiko Hayashida, Jun Horiguchi, Seiichi Tsuji. High salivary alpha-amylase levels in patients with schizophrenia: A pilot study. Prog Neuropsychopharmacol Biol Psychiatry. 2010 May 30;34(4):688-91.

33.Sylwia Chojnowska, Iwona Ptaszyńska-Sarosiek, Alina Kępka, Małgorzata Knaś, Napoleon Waszkiewicz. Salivary Biomarkers of Stress, Anxiety and Depression. J Clin Med . 2021 Feb 1;10(3):517.

34.Joshua Chiappelli, Laura M Rowland, Francesca M Notarangelo, S Andrea Wijtenburg, Marian A R Thomas, Ana Pocivavsek, Aaron Jones, Krista Wisner, Peter Kochunov, Robert Schwarcz, L Elliot Hong. Salivary kynurenic acid response to psychological stress: inverse relationship to cortical glutamate in schizophrenia. europsychopharmacology 2018 Apr 18;43(8):1706–1711.

35.Hamza Al Balushi , Purnashree Chowdhury2, Hisham M Babu, Abdur Rehman, Syed Faqeer Hussain Bokhari, Lina M Al-Tarawneh , Abedallah J Al-Adwan, Meher Cheran, Srikar P Chilla, Anirudh R Addula, Maaz Amir. The Potential of Salivary Biomarkers in Early Detection of Pancreatic Ductal Adenocarcinoma: A Systematic Review. Cureus. 2024 Feb 26;16(2):e55003.

36.Filip Filipsky, Heinz Läubli. Regulation of sialic acid metabolism in cancer. Carbohydr Res. 2024 May:539:109123.

37.Elgendi, M., Lyzwinski, L., Kübler, E. et al. Advancing cancer detection with portable salivary sialic acid testing. npj Biosensing 1, 3 (2024).

Δρ Δημήτριος Γκέλης ΜD, ORL, DDS, PhD

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης (MD, ORL, DDS, PhD)

Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,  Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιατρικός Ερευνητής και Συγγραφέας

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ: Ιατρική Έρευνα, Συμπληρωματική Ιατρική. Διεύθυνση: ΚΟΡΙΝΘΟΣ
Τηλ: 6944280764, Email: pharmage@otenet.gr
www.gelis.gr, www.pharmagel.gr , www.orlpedia.gr , www.allergopedia.gr, d3gkelin.gr, www.vitaminb12.gr, www.zinc.gr, www.curcumin.gr

Αικατερίνη Γκέλη
Αικατερίνη Γκέλη
Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια
 Άσσος, Κορίνθου.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διαγνωστική με υπερήχους, κλασσική ακτινολογία παίδων και ενηλίκων, γναθοπροσωπική ακτινολογία, περιβαλλοντική ιατρική, ιατρική διατροφολογία, συμπληρωματική ιατρική.


Σημείωση: Το παρόν επιστημονικό άρθρο γράφτηκε για λόγους ενημέρωσης των ιατρών και των λοιπών επιστημόνων υγείας και δεν αποτελεί  μέσο διάγνωσης ή αντιμετώπισης ή πρόληψης ασθενειών, ούτε αποτελεί ιατρική συμβουλή για ασθενείς, από τον συγγραφέα ή τους συγγραφείς του άρθρου.

Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από  τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση,  παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας 


Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.