Η βιταμίνη D, ως φυσικό φάρμακο, είναι γνωστό ότι ρυθμίζει την ομοιόσταση ασβεστίου και φωσφορικών.Αλλά άφθονη έρευνα έδειξε ότι η βιταμίνη D παίζει επίσης ρυθμιστικό ρόλο στην αυτοανοσία, τη
φλεγμονή, την αγγειογένεση και την αγγειακή κυτταρική δραστηριότητα [1].
Δεδομένου ότι ο υποδοχέας βιταμίνης D (VDR) κατανέμεται ευρέως στα αγγειακά ενδοθηλιακά κύτταρα, τα κύτταρα των αγγειακών λείων μυϊκών ινών και τα καρδιομυοκύτταρα, ο ρόλος της βιταμίνης D και του VDR στην υπέρταση έχει λάβει εκτεταμένη προσοχή.
Η υπέρταση είναι μια ασθένεια με υψηλή συχνότητα και υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο.Τα τελευταία χρόνια, τόσο οι κλινικές δοκιμές, όσο και οι μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι η βιταμίνη D παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη μείωση της αρτηριακής πίεσης (BP) μέσω της αναστολής της δραστηριότητας του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, της τροποποίησης της λειτουργίας του αγγειακού τοιχώματος και της μείωσης του αγγειακού οξειδωτικού στρες [1].
Ένας αυξανόμενος αριθμός δεδομένων υποδηλώνει ότι η έλλειψη βιταμίνης D σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων στην υπέρταση.
Ακόμη και η βραχύχρονη έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει άμεσα την αρτηριακή πίεση και να προάγει τη βλάβη των οργάνων στόχων.
Λόγω της υψηλής συσχέτισης μεταξύ της βιταμίνης D και της υπέρτασης, η θεραπεία με συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 μπορεί να είναι μια νέα γνώση για τη θεραπεία της υπέρτασης.
Η χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών, συμπεριλαμβανομένης της υδροχλωροθειαζίδης, με βιταμίνη D ή άλατα ασβεστίου μπορεί να ενισχύσει την αύξηση του ασβεστίου του ορού, διότι ελαττώνει την απέκκρισή του από τους νεφρούς [2].
Η ταυτόχρονη χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών μπορεί να οδηγήσει σε υπερασβεστιαιμία σε ασθενείς με προδιάθεση για υπερασβεστιαιμία (π.χ. υπερπαραθυρεοειδισμός, κακοήθεια ή νόσους που διαμεσολαβούνται από την βιταμίνη D) με την αύξηση της σωληναριακής επαναπορρόφησης του ασβεστίου [2].
Η υδροχλωροθειζίδη, που είναι ένα αποτελεσματικό αντιυπερτασικό το παίρνει μεγάλος αριθμός μαύρων υπερτασικών ασθενών. Συνεπεία αυτής της θεραπείας ελαττώνεται η απέκκριση του ασβεστίου στα ούρα.
Ως γνωστόν οι μαύροι έχουν σημαντικά μεγαλύτερη συχνότητα υπέρτασης και χαμηλότερα επίπεδα 25-υδροξυβιταμίνης D3. Γιαυτό το λόγο έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παίρνουν συμπληρωματκά βιταμίνη D3 και θειαζιδικά διουρητικά [3].
Η επιμονή της υπερασβεστιαιμίας σε ασθενείς που διακόπτουν τα θειαζιδικά διουρητικά, δηλώνει ότι ο υποκείμενος πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι συνήθης σε ασθενείς που αναπτύσσουν υπερασβεστιαιμια, ενώ παίρνουν θειαζιδικά διουρητικά [4].
Προκειμένου να γίνει διαφορική διάγνωση της υπερασβεστιαιμίας είναι χρήσιμο να γίνεται η μέτρηση στον ορό των επιπέδων της παραθορμόνης, χλωρίου, ασβεστίου, φωσφόρου, 25-υδροξυβιταμίνης D3 και και του ασβεστίου των ούρων [5].
Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 σε ημερήσια δόση μέχρι 4000 IU στα άτομα που χρησιμοποιούν υδροχλωροθειαζίδη σχετίζεται με μια αύξηση των επιπέδων του ασβεστίου στον ορό, αλλά με χαμηλή συχνότητα υπερασβεστιαιμίας [3].
Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς θεραπεύονται με υδροχλωροθειαζίδη μπορούν να παίρνουν ταυτόχρονα μέχρι 4000 IU βιταμίνης D3 ημερησίως και να παρουσιάζουν μικρή συχνότητα υπερασβεστιαιμίας. Ασφαλές συμπλήρωμα βιταμίνης D3 είναι το D3 Gkelin drops, το οποίο περιέχει φυσική και όχι συνθετική βιταμίνη D3, που φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Κάθε σταγόνα του D3 Gkelin drops περιέχει 1000 IU [Διεθνείς Μονάδες].
Συνεπώς μπορεί εύκολα ο κάθε ασθενής να προσλάβει, όσες σταγόνες βιταμίνη D3 , του καθορίσει ο γιατρός του σε συνδυασμό με τα αντιυπερτασικά φάρμακα.
Οι ασθενείς που παίρνουν θειαζιδικά διουρητικά θα πρέπει να μετρούν συχνά τους ηλεκτρολύτες του ορού τους, ιδιαίτερα οι ασθενείς που παίρνουν συμπληρώματα ασβεστίου. Η αντιμετώπιση συνήθως περιλαμβάνει ενυδάτωση των ασθενών και διακοπή των φαρμάκων που προκαλούν υπερασβεστιαιμία [3].
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Lin L, Zhang L, Li C, Gai Z, Li Y. Vitamin D and Vitamin D Receptor: New Insights in the Treatment ofHypertension. .Curr Protein Pept Sci. 2019;20(10):984-995.
2. Desai HV1, Gandhi K, Sharma M, Jennine M, Singh P, Brogan M. Thiazide-induced severe hypercalcemia: a case report and review of literature. Am J Ther. 2010 Nov-Dec;17(6):e234-6. doi: 10.1097/MJT.0b013e3181c6c21b.
3. Chandler PD1, Scott JB2, Drake BF3, Ng K4, Forman JP5, Chan AT6, Bennett GG7, Hollis BW8, Giovannucci EL9, Emmons KM10, Fuchs CS11. Risk of hypercalcemia in blacks taking hydrochlorothiazide and vitamin D. Am J Med. 2014 Aug;127(8):772-8. doi: 10.1016/j.amjmed.2014.02.044. Epub 2014 Mar 20.
4. Wermers RA1, Kearns AE, Jenkins GD, Melton LJ 3rd. Incidence and clinical spectrum of thiazide-associated hypercalcemia. Am J Med. 2007 Oct;120(10):911.e9-15. Epub 2007 Apr 16.
5. Lafferty FW. Differential diagnosis of hypercalcemia. J Bone Miner Res. 1991 Oct;6 Suppl 2:S51-9; discussion S61.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.