Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης (MD, ORL, DDS, PhD), Αικατερίνη Γκέλη (MD, Radiologist)
Η ατοπική δερματίτιδα είναι μια χρόνια εκζεματώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από ανοσοαντιδράσεις που επιτελούνται με τη μεσολάβηση Τ βοηθητικών κυττάρων τύπου 2 (T helper 2 (Th2) -shifted allergic immunity) , βλάβη του δερματικού φραγμού και κνησμό. Η από του στόματος πρόσληψη ορισμένων θρεπτικών συστατικών μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση της ατοπικής δερματίτιδας.
Σχέση της ατοπικής δερματίτιδας με τον ψευδάργυρο
Ο ψευδάργυρος διεγείρει την έκφραση της πρωτεΐνης fokhead box P3 και αυξάνει τα T ρυθμιστικά κύτταρα (Treg) και την πρωτεΐνη ψευδαργύρου-δακτύλου Α20 (zinc-finger protein A20), καταστέλλει την εξαρτώμενη από τον πυρηνικό παράγοντα κΒ έκφραση φλεγμονωδών κυτοκινών και μορίων κυτταρικής προσκόλλησης[25].
Η συνολική ποσότητα ψευδαργύρου στο ανθρώπινο σώμα ανέρχεται στα 2-3g[1]. Ο ψευδάργυρος είναι δομικά και λειτουργικά απαραίτητος για τη λειτουργία περισσότερων από 300 ενζύμων και 2000 μεταγραφικών παραγόντων στο ανθρώπινο σώμα. Ο ενδοκυτταρικός ασταθής ψευδάργυρος είναι ο μεταβολικά αποτελεσματικός ψευδάργυρος και οι μικροσκοπικές αλλαγές στις συγκεντρώσεις του επηρεάζουν σημαντικά την ενδοκυτταρική σηματοδότηση και τις ενζυματικές αποκρίσεις[2].
Το δέρμα είναι ο τέταρτος κατά σειράν ιστός σε αφθονία ψευδαργύρου στο σώμα (σκελετικοί μύες 60%, οστά 30%, ήπαρ 5% και δέρμα 5%) [1]. Η επιδερμίδα περιέχει περισσότερο ψευδάργυρο σε σύγκριση με το χόριο[3]. Στην επιδερμίδα, ο ψευδάργυρος κατανέμεται σε μεγαλύτερη αφθονία σε όλη την ακανθώδη στιβάδα, συγκριτικά από τα άλλα τρία στρώματα κερατινοκυττάρων[4].
Στο χόριο, η συγκέντρωση Zn στο άνω χόριο είναι υψηλότερη από αυτή στο κάτω χόριο[1]. Ο ψευδάργυρος αφθονεί στα κοκκία των μαστοκυττάρων[5] και τα μαστοκύτταρα είναι αφθονότερα στο άνω χόριο παρά στο κάτω χόριο[6]. Επομένως, η διαφορά στις δερματικές κατανομές των μαστοκυττάρων μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά των κατανομών ψευδαργύρου μέσα στο χόριο.
Ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος για τη ρύθμιση του πολλαπλασιασμού και του μεταβολισμού των κυττάρων, καθώς και για την κυτταρική σηματοδότηση. Είναι ένας ενδοκυτταρικός δεύτερος αγγελιοφόρος και το κυτταρικό επίπεδο του ιοντικού, κινητού ψευδαργύρου ελέγχεται αυστηρά από μεταφορείς ψευδαργύρου. Ο ψευδάργυρος (Zn) υπάρχει ως δισθενές ιόν (Zn2+ ) στα κύτταρα και δεν χρειάζεται αντίδραση οξειδοαναγωγής κατά τη διέλευση του από την κυτταρική μεμβράνη[7]. Στα θηλαστικά, η ομοιόσταση ψευδαργύρου ρυθμίζεται κυρίως από μεταφορείς ψευδαργύρου ZIP και ZnT[8].
Η ικανότητα του ψευδαργύρου να λειτουργεί χωρίς να προκαλεί τοξικές επιδράσεις εξαρτάται από την προστασία της ομοιόστασής του. Οι πρωτεΐνες μεταφορείς ψευδαργύρου είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση του ψευδαργύρου σε ορισμένες συγκεντρώσεις. Με βάση την προβλεπόμενη τοπολογία μεμβράνης τους, οι μεταφορείς Zn χωρίζονται σε δύο μεγάλες οικογένειες, SLC39s/ZIPs και SLC30s/ZnTs, που μεταφέρουν τον Zn σε αντίθετες κατευθύνσεις μέσω κυτταρικών και ενδοκυτταρικών μεμβρανών.
Οι ZIPs αυξάνουν τη συγκέντρωση ψευδαργύρου στο κυτταρόπλασμα.Oι ZIPs μεταφέρουν τον ψευδάργυρο από τα εξωκυτταρικά και ενδοκυτταρικά διαμερίσματα στο κυτταρόπλασμα. Οι ZnTs, μειώνουν τη συγκέντρωση ψευδαργύρου στο κυτταρόπλασμα. Για αυτό, οι ZnTs μεταφέρουν τον ψευδάργυρο από το κυτταρόπλασμα σε εξωκυτταρικά και ενδοκυτταρικά διαμερίσματα. Αφού ο ψευδάργυρος μεταφερθεί στο κύτταρο, το 50% του ψευδαργύρου βρίσκεται στο κυτταρόπλασμα, το 30-40% στον πυρήνα και το 10% στις μεμβράνες του πλάσματος και των οργανιδίων. Η έκφραση πολλών πρωτεϊνών μεταφορέων ψευδαργύρου στο κύτταρο εξαρτάται από τη συγκέντρωση ψευδαργύρου[9].
Εκτός από τους μεταφορείς ψευδαργύρου ZnTs και ZIPs, οι μεταλλοθειονεḯνες (MTs) επίσης συμμετέχουν στη ρύθμιση του ψευδαργύρου. Οι μεταλλοθειονεΐνες που διανέμονται παντού στο κυτταρόπλασμα περιέχουν μια μοναδική αλληλουχία αμινοξέων πλούσια σε κυστεΐνη. Αυτό επιτρέπει στις μεταλλοθειονεḯνες να συνδέονται με τον Zn, τον χαλκό και το κάδμιο.
Μια περίσσεια κυτταροπλασματικού Zn δεσμεύεται από τις μεταλλοθειονεΐνες, ενώ ο Zn απελευθερώνεται από τις μεταλλοθειονεḯνες υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ανεπάρκεια Zn ή ο Zn που απαιτείται για την κυτταρική λειτουργία. Κατά συνέπεια, οι μεταλλοθειονεḯνες λειτουργούν ως ρυθμιστής της ομοιόστασης του Zn [10].
Τα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό, τα μαλλιά και τα ερυθροκύτταρα είναι μειωμένα σε ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα). Ο ψευδάργυρος διεγείρει την έκφραση P3 και αυξάνει τα κύτταρα Treg και την πρωτεΐνη ψευδαργύρου-δακτύλου Α20 και καταστέλλει την εξαρτώμενη από τον πυρηνικό παράγοντα κΒ έκφραση φλεγμονωδών κυτοκινών και μορίων κυτταρικής προσκόλλησης[25]. Oι συνέπειες της έλλειψης ψευδαργύρου απεικονιζονται συνοπτικά στην παρατιθέμενη εικόνα.
Σχέση του ψευδαργύρου, της βιταμίνης D και της ατοπικής δερματίτιδας
Η βιταμίνη D αυξάνει τα ρυθμιστικά Τ (Treg) κύτταρα, τα οποία προάγουν την ανοχή στα αλλεργιογόνα και αποτρέπουν την αλλεργική φλεγμονή, προκαλώντας την έκφραση της φιλαγκρίνης και της καθελικιδίνης στα κερατινοκύτταρα του δέρματος[25]. Ο ψευδάργυρος είναι ένα απαραίτητο μέταλλο για τη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού με σημαντική σχέση με τη βιταμίνη D. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα μειωμένα επίπεδα ψευδαργύρου στο αίμα θα μπορούσαν να προβλέψουν την έλλειψη βιταμίνης D3 σε έφηβα κορίτσια, ενώ τα συμπληρώματα ψευδαργύρου αύξησαν τα επίπεδα βιταμίνης D σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Μελέτες in vitro με χρήση ανθρώπινων περιτοναϊκών μακροφάγων διαπίστωσαν ότι ο ψευδάργυρος προκάλεσε την απελευθέρωση καλσιτριόλης (1,25-διυδροξυχοληκαλσιφερόλη). Ο ψευδάργυρος δρα επίσης ως συμπαράγοντας για τις λειτουργίες της βιταμίνης D, καθώς η μεταγραφική δραστηριότητα των γονιδίων που εξαρτώνται από τη βιταμίνη D βασίζεται στον ψευδάργυρο για την άσκηση πλειοτροπικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης των ανόργανων ιόντων.
Η βιταμίνη D θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει τους μεταφορείς ψευδαργύρου για τη ρύθμιση της ομοιόστασης του ψευδαργύρου. Μαζί, ο ψευδάργυρος και η βιταμίνη D σε επαρκείς συγκεντρώσεις συμβάλλουν στη διατήρηση ενός υγιούς μυοσκελετικού συστήματος και όχι μόνο. Ωστόσο, η ανεπάρκεια σε οποιοδήποτε από αυτά τα θρεπτικά συστατικά μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες διαταραχές που επηρεάζουν σχεδόν όλα τα συστήματα του σώματος[11].
Βάσει των ανωτέρω φαίνεται ότι η ομοιόσταση του ψευδαργύρου και η λειτουργία της βιταμίνης D3 συνδέονται. Ο ψευδάργυρος, ρυθμίζοντας την έκφραση των γονιδίων που εξαρτώνται από τη βιταμίνη D, συμβάλλει στις διαμορφωτικές αλλαγές του υποδοχέα βιταμίνης D και ενισχύει τη δραστηριότητα συγκεκριμένων υποκινητών που εξαρτώνται από τη βιταμίνη D. Επομένως, ο ψευδάργυρος θεωρείται βασικός συμπαράγοντας για τη δραστηριότητα της βιταμίνης D (Στο παρόν άρθρο ο όρος βιταμίνη D σημαίνει τη βιταμίνη D3 και τη βιταμίνη D2)[12].
Από την άλλη πλευρά, η βιταμίνη D3 μπορεί να αυξήσει άμεσα την έκφραση των μεταφορέων ψευδαργύρου, όπως ο ZnT10. Μια αύξηση της ρύθμισης της πρωτεΐνης ZnT10 επιτρέπει στον ψευδάργυρο να μεταναστεύσει έξω από το κυτταρόπλασμα και να δημιουργούνται αυξημένες συγκεντρώσεις, που μπορεί να είναι διαθέσιμες για εξωκυτταρική χρήση[12].
Ωστόσο, υποτέθηκε επίσης ότι, η βιταμίνη D3, βελτιώνοντας τις ενδοκυτταρικές συγκεντρώσεις ψευδαργύρου μπορεί να μετριάσει την οξειδωτική βλάβη και το αυξημένο ενδοκυτταρικό οξειδωτικό στρες. Είναι γνωστό ότι η μείωση του ενδοκυττάριου ψευδαργύρου συμβάλλει στην ανάπτυξη πολλών παθολογιών, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, νευρολογικές διαταραχές, καρκίνος, σακχαρώδης διαβήτης ή ισχαιμία [12].
Η τοξικότητα του Zn είναι μια σπάνια κατάσταση. Όμως, για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος τοξικότητας του ψευδαργύρου, δεν πρέπει να ξεπεραστεί το ανώτατο ανεκτό όριο χορήγησης των 40mg/ημέρα για πολλούς ενήλικες. Ωστόσο, στην περίπτωση έλλειψης ψευδαργύρου, μπορεί να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικές δόσεις ψευδαργύρου των 50 ή 75 mg/ημέρα (με περιοδική παρακολούθηση του επιπέδου συγκέντρωσης του ψευδαργύρου στον ορό)[13].
Ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του ψευδαργύρου στην αποτελεσματικότητα της δράσης της βιταμίνης D3 σε ορισμένες μελέτες, δεν αναφέρεται ότι υπάρχουν διαφορές στις συγκεντρώσεις του ψευδαργύρου στον ορό μεταξύ ασθενών με ατοπική δερματίτιδα και υγιών ατόμων[14, 15].
Μια μεμονωμένη μελέτη δείχνει ότι οι συγκεντρώσεις ψευδαργύρου στον ορό δεν εξαρτώνται από τη σοβαρότητα της ατοπικής δερματίτιδας[16].
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, πολλοί ερευνητές υποδεικνύουν ότι οι ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα βρέθηκε να έχουν χαμηλότερες συγκεντρώσεις αυτού του στοιχείου στον ορό[17, 18]. Επίσης, μια μεμονωμένη μελέτη δείχνει μια συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων ψευδαργύρου στον ορό και της σοβαρότητας της ατοπικής δερματίτιδας. Οι ασθενείς με πιο προχωρημένες μορφές της νόσου είχαν χαμηλότερα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό σε σύγκριση με εκείνους, που είχαν ηπιότερες μορφές της νόσου [19, 20].
Οι μετρήσεις των επιπέδων συγκέντρωσης ψευδαργύρου στα ερυθροκύτταρα έδειξαν ότι είναι πιο συνεπείς. Οι ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα είχαν χαμηλότερες συγκεντρώσεις ψευδαργύρου σε σύγκριση με υγιή άτομα και, επιπλέον, εμφανίστηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων αυτού του στοιχείου και του δείκτη βαθμολογίας για ατοπική δερματίτιδα (SCORAD) [21, 22].
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι μελέτες των μαλλιών ασθενών με ατοπική δερματίτιδα έδειξαν χαμηλότερη περιεκτικότητα των μαλιών σε ψευδάργυρο[23, 24].
Αυτά δείχνουν ότι ο ψευδάργυρος μπορεί να εμπλέκεται στην παθογένεση της ατοπικής δερματίτιδας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βοηθητικό τεστ στη διάγνωση και αξιολόγηση αυτής της νόσου. Ωστόσο, το υλικό-στόχος για προσδιορισμό πρέπει να είναι πλήρες αίμα ή τρίχες.
Μαζί με την έλλειψη βιταμίνης D, που ένα συνηθισμένο παγκόσμιο πρόβλημα υγείας στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, η έλλειψη ψευδαργύρου παραμένει επίσης ένα από τα πιο συνηθισμένα προβλήματα δημόσιας υγείας που σχετίζονται με ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών σε ορισμένα μέρη του κόσμου.
Ο προσδιορισμός της κατάστασης της βιταμίνης D, μετρώντας τα επίπεδα της 25 υδροξυβιταμίνης D3 και του ψευδαργύρου (Zn) είναι σημαντικός για την ανάπτυξη, και την υγεία των παιδιών σχολικής ηλικίας, καθώς και για τα πνευματικά τους επιτεύγματα και τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Επίσης σημαντικός είναι ο ρόλος της βιταμίνης D3 και του ψευδαργύρου στην ανοσοπροστασία σε όλες τις ηλικίες. Συνιστάται να γίνονται μετρήσεις του ψευδαργύρου και της 25 υδροξυβιταμίνης D3 δύο φορές το χρόνο.
Τα βέλτιστα επιθυμητά επίπεδα της 25 υδροξυβιταμίνης D3 είναι τα 70-80ng/ml. Tα βέλτιστα επίπεδα ψευδαργύρου βρίσκονται μεταξύ των 80-120pg/ml. Σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας της βιταμίνης D3 χορηγείται η φυσική και όχι συνθετική βιταμίνη D3 που φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο (D3 Gkelin drops) και σε δοσολογία που καθορίζεται βάσει των επιπέδων της 25 υδροξυβιταμίνης D3.
Σε μεγάλη έλλειψη βιταμίνης D3 σε ενήλικες μπορεί να χορηγηθούν μέχρι 10.000 Διεθνείς Μονάδες (IU) ή 10 σταγόνες D3 Gkelin Drops ημερησίως, για ένα μήνα. Στη συνέχεια το δεύτερο μήνα η δόση μειώνεται στις 8 σταγόνες και τον τρίτο μήνα η δόση γίνεται 4000ΙU, οπόταν επαναλαμβάνεται η μέτρηση της 25 υδροξυβιταμίνης D3 και βάσει αυτού του αποτελέσματος αποφασίζεται η δόση που θα λαμβάνει καθημερινά ο ασθενής, εφόσον δεν αρκεί η ποσότητα της βιταμίνης D3 που προσλαμβάνει από τις τροφές ή από την έκθεση τουλάχιστον του 60% του δέρματός του στην ηλιακή ακτινοβολία της μεσημεριανές ώρες του καλοκαιριού.
Όσον αφορά τον ψευδάργυρο η μεγίστη ημερήσια δόση του ψευδαργύρου είναι τα 40mg. Αν υπάρχει έλλειψη ψευδαργύρου μπορεί να ληφθεί μία κάψουλα Zincobell (10mg πικολινικού ψευδαργύρου + 119mg βιταμίνης C) κάθε 6 ώρες μετά το φαγητό για τρεις μήνες. Οι ασθενείς που πρέπει να παίρνουν βιταμίνη D3 καθημερινά και για μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει να παίρνουν καθημερινά και μαγνήσιο (Magnigkel), μία κάψουλα πρωί βράδυ με το φαγητό και βιταμίνη Κ2 (Kappagkel) , μία κάψουλα πρωί και βράδυ με το φαγητό.
Δεν συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση της βιταμίνης D3 και της βιταμίνης Κ2 σε μία κάψουλα, διότι, καθώς αυτές οι δύο βιταμίνες είναι λιποδειαλυτές, η μία ανταγωνίζεται την άλλη, όσον αφορά την απορρόφησή τους από το έντερο.
Οι μικροδιατροφικές ελλείψεις στα άτομα με ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα)
Οι μικροδιατροφικές ελλείψεις είναι συχνές στα ατοπικά άτομα όλων των ηλικιών, τα οποία πάσχουν από ατοπική δερματίτιδα, τροφική αλλεργία, αλλεργική ρινίτιδα και αλλεργικό άσθμα.
Εκτός από την έλλειψη βιταμίνης D3 και ψευδαργύρου που περιγράφηκε πιο πάνω, η παρατεταμένη έλλειψη σιδήρου και βιταμίνης Α μπορεί να επηρεάσει την ανοσολογική ενεργοποίηση που σχετίζονται με την υπογραφή Th2 (γονιδιακή έκφραση), ωρίμανση μακροφάγων και δενδριτικών κυττάρων (DCs) και δημιουργία αντισωμάτων IgE. Αντίθετα, η επάρκεια αυτών των μικροθρεπτικών συστατικών καθιερώνει την ανοσολογική ανθεκτικότητα, την προώθηση των ρυθμιστικών κυττάρων και την επαγωγή ανοχής.
Η βιταμίνη Α ενισχύει τα Τ ρυθμιστικά κύτταρα (Treg), επάγοντας την έκφραση της σκουφρίνης ή forkhead box P3, που είναι μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στις αποκρίσεις του ανοσοποιητικού συστήματος και αναστέλλει την απελευθέρωση μεσολαβητών από τα μαστοκύτταρα και τα ηωσινόφιλα[25].
Καθώς οι μικροδιατροφικές ελλείψεις μιμούνται μια λοίμωξη, η έμφυτη απόκριση του σώματος είναι να περιορίσει την πρόσβαση σε αυτά τα θρεπτικά συστατικά και επίσης να εμποδίσει τη διατροφική τους πρόσληψη.
Η βελτιωμένη διατροφική πρόσληψη σιδήρου επιτυγχάνεται με τη βιταμίνη C, τη βιταμίνη Α και τις ενώσεις ορού γάλακτος, ενώ η βιοδιαθεσιμότητα του ψευδαργύρου βελτιώνεται μέσω κιτρικών αλάτων και πρωτεϊνών. Για τη διατροφική πρόσληψη βήτα-καροτίνης είναι απαραίτητη η προσθήκη τροφών πλούσιων σε βήτα-καροτίνη, όπως τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια), και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (όπως τα καρότα, σπανάκι, μαρούλι, ντομάτες, γλυκοπατάτες, μπρόκολο, το πεπόνι και το χειμωνιάτικο σκουός, κλπ.
Όσο για τη βιταμίνη D, η κύρια πηγή της προέρχεται από την έκθεση στον ήλιο και μόνο μια μικρή ποσότητα ροσλαμβάνεται μέσω της διατροφής, η οποία θα πρέπει να συνυπολογιστεί σε κλινικές διατροφικές μελέτες[26].
Η ατοπική δερματίτιδα έχει συσχετιστεί με έλλειψη της δέλτα-6-δεσατουράσης, ενός ενζύμου που είναι υπεύθυνο για τη μετατροπή του λινολεϊκού οξέος σε γάμμα-λινολενικό οξύ (GLA).Τα επίπεδα του γ-λινολενικού οξέος στον ορό και του μεταβολίτη του, του διομο-γ-λινολενικού οξέος, είναι χαμηλά σε ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα και το από του στόματος λαμβανόμενο γ-λινολενικό οξύ βελτιώνει την ατοπική δερματίτιδα, μέσω της αντιφλεγμονώδους προσταγλανδίνης D1 και E1, που προέρχεται από το διομο-γ-λινολενικό οξύ[25].
Το εικοσαπεντανοϊκό οξύ και το δοκοσαεξανοϊκό οξύ βελτιώνουν την ατοπική δερματίτιδα, καταστέλλοντας την παραγωγή λευκοτριενίου Β4 , αυξάνοντας τα κεραμίδια στην κεράτινη στοιβάδα και μέσω των μεταβολιτών τους, ρεσολβίνης Ε1 και D1, που αταστέλουν τη φλεγμονή[25].
Τα προβιοτικά Lactobacillus και Bifidobacteria βελτιώνουν τον φραγμό της εντερικής διαπερατότητας και διεγείρουν τα Τ ρυθμιστικά κύτταρα (Treg)[25].
Συμπερασματικά τονίζεται ότι μια υγιεινή, ποικίλη διατροφή που περιέχει γαλακτοκομικά προϊόντα, ψάρια, ξηρούς καρπούς, φρούτα και λαχανικά, εφόσον δεν προκαλούν συμπτωματολογία τροφικής αλλεργίας ή δυσανεξίας, καθώς και κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής με μικροθρεπτικά συστατικά, όποτε αυτό απαιτείται, είναι απαραίτητ για την καταπολέμηση της ατοπικής πορείας των ατόμων με ατοπική δερματίτιδα[25].
Ο κνησμός των ατόμων με έκζεμα μπορεί να ανακουφιστεί με την ενυδατική, καταπραϋντική λοσιόν Prurigkel, που περιέχει κολλοειδές της βρώμης.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Jackson M.J. Physiology of zinc: General aspects. In: Mills C.F., editor. Zinc in Human Biology. Springer; Berlin/Heidelberg, Germany: New York, NY, USA: 1989. pp. 1–14.
2.Ozyildirim S, Baltaci SB. Cardiovascular Diseases and Zinc. Biol Trace Elem Res. 2023 Apr;201(4):1615-1626.
3.Michaelsson G., Ljunghall K., Danielson B.G. Zinc in epidermis and dermis in healthy subjects. Acta Derm. Venereol. 1980;60:295–299.
4.Inoue Y., Hasegawa S., Ban S., Yamada T., Date Y. ZIP2 protein, a zinc transporter, is associated with keratinocyte differentiation. J. Biol. Chem. 2014;289:21451–21462.
5.Gustafson G.T. Heavy metals in rat mast cell granules. Lab. Investig. 1967;17:588–598.
6.Cowen T., Trigg P., Eady R.A. Distribution of mast cells in human dermis: Development of a mapping technique. Br. J. Dermatol. 1979;100:635–640.
7.Kambe T., Tsuji T., Hashimoto A., Itsumura N. The physiological, biochemical, and molecular roles of zinc transporters in zinc homeostasis and metabolism. Physiol. Rev. 2015;95:749–784.
8.Thingholm TE, Rönnstrand L, Rosenberg PA. Why and how to investigate the role of protein phosphorylation in ZIP and ZnT zinc transporter activity and regulation. Cell Mol Life Sci. 2020 Aug;77(16):3085-3102.
9.Baltaci AK, Yuce K.Zinc Transporter Proteins. Neurochem Res. 2018 Mar;43(3):517-530.
10.Tapiero H., Tew K.D. Trace elements in human physiology and pathology: Zinc and metallothioneins. Biomed. Pharmacother. 2003;57:399–411.
11.Amos A, Razzaque MS. Zinc and its role in vitamin D function. Curr Res Physiol. 2022 Apr 30;5:203-207.
12.Bleizgys A. Zinc, Magnesium and Vitamin K Supplementation in Vitamin D Deficiency: Pathophysiological Background and Implications for Clinical Practice. Nutrients. 2024 Mar 14;16(6):834.
13.Bloom A., Bloom S., Silva H., Nicoll A.J., Sawhney R. Zinc supplementation and its benefits in the management of chronic liver disease: An in-depth literature review. Ann. Hepatol. 2021;25:100549.
14.David T.J., Wells F.E., Sharpe T.C., Gibbs A.C., Devlin, Serum levels of trace metals in children with atopic eczema. Br. J. Dermatol. 1990;122:485–495.
15.Toro R.D., Capotorti M.G., Gialanella G., Del Giudice M.M., Moro R., Perrone L. Zinc and Copper Status of Allergic Children. Acta Paediatr. 1987;76:612–617.
16.Esenboga S., Gur Cetinkaya P., Sahiner N., Birben E., Soyer O., Enis Sekerel B.,Murat Sahiner U. Infantile Atopic Dermatitis: Serum Vitamin D, Zinc and TARC. Levels and Their Relationship with Disease Phenotype and Severity. Allergol. Immunopathol. 2021;49:162–168.
17.el-Kholy M.S., Gas Allah M.A., el-Shimi S., el-Baz F., el-Tayeb H., Abdel-Hamid M.S. Zinc and copper status in children with bronchial asthma and atopic dermatitis. J. Egypt Public Health Assoc. 1990;65:657–668.
18.Toyran M., Kaymak M., Vezir E., Harmanci K., Kaya A., Giniş T., Köse G., Kocabaş C.N. Trace element levels in children with atopic dermatitis. J. Investig. Allergol. Clin. Immunol. 2012;22:341–344.
19.Landiasari D.A., Diah Lintang Kawuryan D.L., Hidayah D. Correlation between Serum Zinc Levels and Severity of Atopic Dermatitis. APJPCH. 2020;3:114–118. [Google Scholar]
20.Atay O., Asılsoy S., Sırın S., Atakul G., Al S., Boyacıoglu O.K., Uzuner N., Karaman O. The Effect of Nutrition and Micronutrients on Children with Atopic Dermatitis. Asthma Allergy Immunol. 2023;21:1089–1094. doi: 10.21911/aai.147. [ CrossRef ] [Google Scholar]
21.Karabacak E., Aydin E., Kutlu A., Ozcan O., Muftuoglu T., Gunes A., Dogan B., Ozturk S. Erythrocyte Zinc Level in Patients with Atopic Dermatitis and Its Relation to SCORAD. Index. Postepy Dermatol Alergol. 2016;5:349–352.
22.Toyran M., Kaymak M., Vezir E., Harmanci K., Kaya A., Giniş T., Köse G., Kocabaş C.N. Trace element levels in children with atopic dermatitis. J. Investig. Allergol. Clin. Immunol. 2012;22:341–344.
23.Toro R.D., Capotorti M.G., Gialanella G., Del Giudice M.M., Moro R., Perrone L. Zinc and Copper Status of Allergic Children. Acta Paediatr. 1987;76:612–617.
24.Kim J., Yoo S., Jeong M., Ko J., Ro Y. Hair Zinc Levels and the Efficacy of Oral Zinc Supplementation in Patients with Atopic Dermatitis. Acta Derm. Venerol. 2014;94:558–562. doi: 10.2340/00015555-1772. [PubMed] [CrossRef] [Google Scholar]
25.Kanda N, Hoashi T, Saeki H. Nutrition and Atopic Dermatitis. J Nippon Med Sch. 2021 Jun 30;88(3):171-177.
26 Peroni DG, Hufnagl K, Comberiati P, Roth-Walter F.Lack of iron, zinc, and vitamins as a contributor to the etiology of atopic diseases. Front Nutr. 2023 Jan 9;9:1032481.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.