Βιταμίνη D©

Η βιταμίνη D3 παράγεται κυρίως στο δέρμα υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β. Η έκθεση στο φως του ήλιου παράγει το 80-90% της βιταμίνης D3 του σώματος. Βλέπε:Βιταμίνη D ή η βιταμίνη του ηλιόφωτος©

Εκτός όμως από τη φωτοσύνθεση της βιταμίνης D3 στο δέρμα , βιταμίνη D3 υπάρχει και σε ορισμένα τρόφιμα, όπως λιπαρά ψάρια (σολομός, σκουμπρί, σαρδέλα, κλπ.), τα αυγά, το μουρουνέλαιο και το ενισχυμένο γάλα ή πορτοκαλάδες με μικρή ποσότητα βιταμίνης D3 [2].
Η βιταμίνη D3 μπορεί να παρασκευαστεί επίσης συνθετικά στο εργαστήριο. Βλέπε: Διατροφικές πηγές της βιταμίνης D© 

H καλσιτριόλη ή 1,25-διυδροξυχοληκαλσιφερόλη ή 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 είναι η ορμονικά δραστική μορφή της βιταμίνης D3 που συνοπτικά αναγράφεται ως 1,25-(OH)2D3 ή 1,25(OH)2D3), η οποία αυξάνει τα επίπεδα του ασβεστίου(Ca2+) στο αίμα, διότι αυξάνει την πρόσληψη του ασβεστίου από το έντερο, περιορίζει τη μεταφορά του ασβεστίου από το αίμα στα ούρα και αυξάνει την απελευθέρωση του ασβεστίου στο αίμα από τα οστά. [87, 88] . Βλέπε: ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D© 


Οι μεταβολίτες της βιταμίνης D3 μεταφέρονται στους διάφορους ιστούς του σώματος με τη βοήθεια της πρωτεϊνης μεταφοράς βιταμίνης D. Σήμερα είναι γνωστό ότι πολλοί ιστοί εκφράζουν υποδοχείς της βιταμίνης D και της 1a-υδροξυλάσης και μπορούν να μετατρέψουν την 25-υδροξυβιταμίνη D [25(ΟΗ)D] σε καλσιτριόλη [1,25(OH)2D]

Η βιταμίνη D είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως οστεοπροστατευτική βιταμίνη. Σήμερα όμως έχει πάψει να θεωρείται ότι είναι μόνον απαραίτητη για την πρόληψη της ραχίτιδας και της οστεομαλακίας. Η αντίληψη αυτή διαμορφώθηκε από το γεγονός της ύπαρξης υποδοχέων της βιταμίνης D3 στους λοιπούς ιστούς του σώματος. 

Η καλσιτριόλη που παράγεται στους νεφρούς είναι γνωστό ότι έχει κλασσικές ενδοκρινικές φωσφοροασβεστιακές ιδιότητες.

Η καλσιτριόλη που παράγεται τοπικά θεωρείται ότι έχει αυτοκρινείς και παρακρινείς δράσεις επί του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, της διαφοροποίησης των κυττάρων, της απόπτωσης, της έκκρισης ινσουλίνης και ρενίνης και της παραγωγής ιντερλευκίνης και βακτηριοκτόνων πρωτεϊνών.


Επιδημιολογικές και πειραματικές μελέτες υποστηρίζουν τον προστατευτικό ρόλο της βιταμίνης D κατά διαφόρων τύπων καρκίνου, του διαβήτη τύπου 2, της καρδιαγγειακής νόσου, των αυτοάνοσων και λοιμωδών νόσων, της χρόνιας νεφρικής νόσου και της απώλειας της μυικής ισχύος.
Σε λίγες κλινικές μελέτες, προς το παρόν, έχουν επιβεβαιωθεί το προστατευτικό αποτέλεσμα της βιταμίνης D εναντίον ορισμένων καρκίνων, του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, της επιδημικής γρίπης, της λευκωματουρίας, και του κινδύνου των ηλικιωμένων για πτώση στο έδαφος [82]


Επειδή πάλι οι επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει πανδημία έλλειψης ή ανεπάρκειας βιταμίνης D σε όλους τους πληθυσμούς του πλανήτη τα επιθυμητά επίπεδα της βιταμίνης D3 στον οργανισμό εξασφαλίζονται ή με την ολιγόλεπτη έκθεση του γυμνού σώματος στον ήλιο, τις μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού ή με τη συμπληρωματική λήψη βιταμίνης D3.

 Εφόσον η έκθεση στον ήλιο είναι ανέφικτη αρκούν 2000-4000ΙU βιταμίνης D3 [D3-Gkelin] για να εξασφαλιστούν τα επιθυμητά επίπεδα της βιταμίνης D3 στον οργανισμό. Η ανάγκη αυτή είναι επιτακτικότερη τους χειμερινούς μήνες, που τα επίπεδα της βιταμίνης D3 ελαττώνονται στους περισσοτέρους ανθρώπους. Βλέπε:D3-Gkelin


Ποια είναι η αναγκαία ημερήσια ποσότητα βιταμίνης D, που πρέπει να προσλάβει ένα άτομο ή πόση ώρα πρέπει να εκτεθεί στον ήλιο, ώστε να μην πάθει έλλειψη βιταμίνης D3;

Σύμφωνα με τον Michael F. Holick καθηγητή της Ιατρικής, Φυσιολογίας και Βιοφυσικής στο Boston University School of Medicine, USA για να προκληθεί έλλειψη βιταμίνης D3 πρέπει ένα άτομο να προσλαμβάνει μικρότερη ποσότητα από 400IU ημερησίως, χωρίς να εκτίθεται στον ήλιο.

Αν κάποιος παίρνει 400IU ημερησίως βιταμίνης D3 και πάλι, αυτή η ποσότητα, δεν αρκεί για τη συγκέντρωση επαρκών επιπέδων της στον ορό. Οι άνθρωποι χρειάζονται να προσλαμβάνουν 1000 ΙU καθημερινά ή να εκθέτουν στην ηλιακή ακτινοβολία, καθημερινά, το μεσημέρι των μηνών του θέρους, τα χέρια και τα πόδια, τρεις φορές την εβδομάδα.


Η έκθεση των χεριών και των ποδιών για 5 ως 30 λεπτά της ώρας (ανάλογα με την ώρα της ημέρας, την εποχή του έτους, το γεωγραφικό πλάτος και το χρώμα του δέρματος) μεταξύ των ωρών 12-1μ.μ., δύο φορές την εβδομάδα συνήθως αρκούν[2].

 Η έκθεση σε μια ελάχιστη δόση υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου που προκαλεί το ελάχιστο δυνατόν ερύθημα στο δέρμα, φορώντας μόνο ένδυμα λουτρού (μαγιό) ισοδυναμεί με την πρόσληψη 20.000 IU βιταμίνης D2 [3].Βλέπε: Βιταμίνη D ή η βιταμίνη του ηλιόφωτος©


Το δέρμα έχει την ικανότητα να παράγει βιταμίνη D3 ακόμη και στα ηλικιωμένα άτομα, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο να πάθουν κατάγματα [4]. Αυτή η ικανότητα του δέρματος περιορίζεται καθώς προχωράει η ηλικία του γήρατος. Βλέπε: O μηχανισμός της φωτοσύνθεσης της βιταμίνης D3©


Πως υπολογίζονται τα επίπεδα της βιταμίνης D στον ορό;

Τα επίπεδα της βιταμίνης D3 στον ορό υπολογίζονται, μετρώντας στο εργαστήριο τα επίπεδα του κύριου μεταβολίτη της βιταμίνης D3, ο οποίος είναι η 25 υδρόξυβιταμίνη D3 ή 25(ΟΗ)D3 [5]. Βλέπε: ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D© , ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D3©


Σε πολλά εργαστήρια , που χρησιμοποιούν αντιδραστήρια του εμπορίου, αναφέρουν ως τυπικές φυσιολογικές τιμές της 25(ΟΗ)D3 τα 25–37.5 nmol/L (10–15 ng/mL) έως τα 137.5–162.5 nmol/L (55–65 ng/mL). Αυτές οι τιμές όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα στο αν ο ασθενής βρίσκεται σε έλλειψη ή δηλητηρίαση από βιταμίνη D3.

 Οι πλείστες μελέτες δηλώνουν ότι τα επίπεδα της παραθορμόνης (ΡTH) βρίσκονται στην ιδανική φυσιολογική της συγκέντρωση όταν, τα επίπεδα του ορού της 25(OH)D βρίσκεται πάνω από τα 80 nmol/L (32 ng/mL) [50, 51, 52].


Η δηλητηρίαση από βιταμίνη D3, που περιλαμβάνει την υπερασβεστιαιμία, τυπικά δεν παρατηρείται παρά μόνον όταν τα επίπεδα της 25(Ο/Η)D3 φτάσουν τουλάχιστον τα 375 nmol/L (150 ng/mL) [53]. 

Οι μετρήσεις της 1,25(OH)2D3 δεν παρέχουν πληροφορίες για την κατάσταση των επιπέδων της βιταμίνης D3 ενός ατόμου. Τα επίπεδά της 1,25(OH)2D3 συχνά βρίσκονται φυσιολογικά ή περιπτωσικά μπορεί να βρεθούν ανεβασμένα σε άτομα με έλλειψη βιταμίνης D3.
O λόγος, για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι τα επίπεδα της 1,25(OH)2D3 είναι 1000 φορές χαμηλότερα από τα επίπεδα της 25(OH)D3 και διότι ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός αυξάνει τη νεφρική παραγωγή της 1,25(OH)2D3 [54].


Ποια είναι τα επιθυμητά ή ιδανικά επίπεδα της βιταμίνης D στον ορό για τη διατήρηση της υγείας;

 Επιθυμητά ή ιδανικά επίπεδα της βιταμίνης D3 στον ορό για τη διατήρηση της υγείας

Ως σοβαρή έλλειψη της βιταμίνης D3 ορίζεται η παρουσία των επιπέδων της 25-υδρόξυβιταμίνης D3 [25(OH)D3] στον ορό, κάτω από τα ≤ 10ng/mL or ≤ 25nmol/L.

Ως έλλειψη της βιταμίνης D3 [deficiency] ορίζεται η παρουσία επιπέδων 25-υδρόξυβιταμίνης D3 [25(OH)D3] στον ορό, κάτω από τα 20 ng/ml ( 49-99 nmol/l).

Ως επάρκεια της βιταμίνης D3 [sufficiency] θεωρείται η συγκέντρωση της 25(OH)D3 >30 ng/mL (75 nmol/L) και

Ως ανεπάρκεια της βιταμίνης D3 [insufficiency] θεωρείται η συγκέντρωση των της 25(OH)D3 τα 21-29 ng/mL (50-75nmol/l) [6, 7]. 

Σε έρευνα μέτρησης των επιπέδων της 25(ΟΗ) D3 επί 1006 εφήβων από 10 Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εκ των οποίων οι 470 ήσαν αγόρια (46·8%) και ηλικίας 12,5-17,5 ετών βρέθηκε ότι: το 80 % του δείγματος είχε υποκανοικά ή υποεπιθυμητά επίπεδα (39% είχε ανεπαρκή, το 27% είχε ελλιπή και το 15% είχε σοβαρά ελλιπή επίπεδα).
Τα επίπεδα των συγκεντρώσεων της 25(ΟΗ)D3 βρέθηκαν αυξημένα με την αύξηση της ηλικίας με τάση ελάττωσης στα άτομα με αυξημένο δείκτη μάζας σώματος [BMI) [8]. Βλέπε: Eπιθυμητές ή ιδανικές τιμές επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα©


Οι συνέπειες της έλλειψης βιταμίνης D3

Ως έλλειψη έλλειψη της βιταμίνης D3 ορίζεται η παρουσία επιπέδων 25-υδρόξυβιταμίνης D (25OHD) στον ορό, κάτω από τα 20 ng/ml ( 49-99 nmol/l).

Η έλλειψη ή η πολύ σοβαρή έλλειψη της βιταμίνης D3 μπορεί να οδηγήσει στην πρόκληση ραχίτιδας στα παιδιά, οστεομαλακίας στους ενήλικους και μυοπάθεια. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών πολλές επιδημιολογικές, αλλά και προοπτικές μελέτες έχουν επιδείξει τη σχέση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης D3 και ποικίλων εξωσκελετικών καταστάσεων.


Αυτά τα ευρήματα μπορεί να αποδειχτούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια διότι, μεγάλα τμήματα των πληθυσμών έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D3. Επιπλέον, η αυξανόμενη συχνότητα [ο αριθμός των νεοδιαγνωσμένων περιπτώσεων κατά τη διάρκεια μιας ειδικής χρονικής περιόδου] των ατόμων με παχυσαρκία, οι ακατάλληλοι τρόποι ζωής και η συνειδητή αποφυγή του ήλιου φαίνεται ότι ελαττώνουν τα μέσα επίπεδα της βιταμίνης D3 στο μέσο όρο του πληθυσμού.


Τα χαμηλά και τα ανεπαρκή επίπεδα της βιταμίνης D3 σχετίζονται με ποικίλες νόσους, όπως η οστική απώλεια, οστεοπόρωση, οστεοαρθρίτιδα, αυτοάνοσα νοσήματα, διάφοροι καρκίνοι, γνωσιακές διαταραχές, νεφρική νόσο, αναπνευστικά προβλήματα, διαβήτη τύπου Ι και ΙΙ, γαστρεντερικά προβλήματα, καρδιαγγειακή νόσο κλπ.[22].

Συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 μπορεί να προλάβει ή να θεραπεύσει την έλλειψη ή την ανεπάρκεια τις βιταμίνης D3.

 

Ο ρόλος της έλλειψης ή ανεπάρκειας της βιταμίνη D3 στην εκδήλωση χρόνιων νόσων

Έλλειψη βιταμίνης D και πρόκληση οστεομαλακίας

Η οστεομαλακία είναι μεταβολική νόσος των οστών των ενηλίκων, που χαρακτηρίζεται από τροποποίηση της επιμετάλλωσης των οστών (τα οστά γίνονται μαλακά και εύθρυπτα), λόγω έλλειψης και τροποποίησης του μεταβολισμού της βιταμίνης D.


Χαρακτηρίζεται από πόνους στα οστά και τους μυς. Τα ενήλικα άτομα με σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D3 χάνουν το περιεχόμενο των μετάλλων των οστών τους (απομετάλλωση) με συνέπεια να εμφανίζουν πόνους στα οστά, μυική αδυναμία και οστεομαλακία.


Η οστεομαλακία μπορεί να παρατηρηθεί σε ηλικιωμένα άτομα που βρίσκονται σε ανεπαρκείς δίαιτες με βιταμίνη D3 , σε άτομα με ανεπαρκή έκθεση στον ήλιο, σε ασθενείς με εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις στο στόμαχο και στο έντερο, με νόσους που προκαλούνται από το αργίλιο, ασθενείς με χρόνια ηπατοπάθεια ή νεφροπάθεια με νεφρική οστεοδυστροφία.


Η θεραπεία της οστεομαλακίας εξαρτάται από τη γενεσιουργό αιτία της και περιλαμβάνει τον έλεγχο του πόνου, ορθοπεδικές χειρουργικές παρεμβάσεις και τη χορήγηση βιταμίνης D3 και παράγοντες σύνδεσης του φωσφόρου[9, 10].

Βιταμίνη D και οικογενειακή υποφωσφαταιμία (χαμηλά επίπεδα του φωσφόρου στο αίμα).

Είναι μια σπάνια κληρονομική διαταραχή που οφείλεται στη βλάβη της μεταφοράς του φωσφόρου και τροποποίησης του μεταβολισμού της βιταμίνης D στους νεφρούς (τύπος ραχίτιδας). Αντιμετωπίζεται με καλσιτριόλη από το στόμα και συμπληρωματική χορήγηση φωσφόρου [11].

 Βιταμίνη D και υποφωσφαταιμία που σχετίζεται με το σύνδρομο του Fanconi.

Σύνδρομο που οφείλεται σε έλλειμμα των εγγύς εσπειραμένων σωληναρίων του νεφρού, που σχετίζεται με οξέωση των νεφρικών σωληναρίων. Αντιμετωπίζεται με εργοκαλσιφερόλη από το στόμα και ρύθμιση της υποφωσφαταιμίας [12].

 Βιταμίνη D και δευτεροπαθής υπερπαραθυερεοειδισμός από χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D

Ο δευτεροπαθής υπερπαραθυερεοειδισμός (υπερδραστήριοι παραθυρεοειδείς αδένες) μπορεί να οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι συνήθης διαταραχή σε ασθενείς με χρόνια νεφροπάθεια και χαρακτηρίζεται από υπερβολική αύξηση των επιπέδων της ορμόνης των παραθυρεοειδών αδένων. , υπερπλασία των παραθυρεοειδών αδένων και διαταραχή της ισορροπίας του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου [13]. 

Η νόσος αντιμετωπίζεται αρχικά με χορήγηση βιταμίνης D. Στους ασθενείς με πρωτοπαθή ή δυσίατο υπερπαραθυρεοειδισμό συνιστάται η χειρουργική αφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων. Οι μελέτες έχουν δείξει επίσης ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D μπορεί να ελαττώσει την επίπτωση του υποπαραθυρεοειδισμού (μερική ή ολική αφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων) [14]. 

Βιταμίνη D και υπασβεστιαιμία από υποπαραθυρεοειδισμό

 Ο υποπαραθυρεοειδιασμός χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα της ορμόνης των παραθυρεοειδών αδένων. Είναι μια σπάνια κατάσταση, που συχνά προκαλείται μετά από χειρουργική αφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων.

 Αντιμετωπίζεται με συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D ή ανάλογά της, όπως η διύδροταχυστερόλη, καλσιτριόλη ή εργοκαλσιφερόλη, που αυξάνουν τα επίπεδα των συγκεντρώσεων του ασβεστίου σε ασθενείς με υποπαραθυρεοειδισμό ή ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμό [15].

 Βιταμίνη D και ψωρίαση

Η ψωρίαση με δερματικές πλάκες αντιμετωπίζεται με διάφορους τρόπους . Στους ήπιους τρόπους αντιμετώπισης περιλαμβάνεται η φωτοθεραπεία, ο περιορισμός του στρες, εφαρμογή μαλακτικών ουσιών στο δέρμα ή εφαρμογή αλοιφών σαλικυλικού οξέος για την απομάκρυνση των ψωριασικών πλακών από το δέρμα. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις μπορεί εφαρμοστεί φωτοθεραπεία με υπεριώδες φως, εφαρμογή του psoralen συν υπεριώδη ακτινοβολία (PUVA), χρησιμοποίηση ρετινοειδών, όπως η ισοτρετινοίνη (Accutane), κορτικοστεροειδή ή κυκλοσπορίνη (Neoral®, Sandimmune®)[16, 17].

 Το συνθετικό ανάλογο της βιταμίνης D3 καλσιποτριένη (Dovonex®) φαίνεται ότι την δερματική ανάπτυξη και χρησιμοποιείται για μετρίως σοβαρές δερματικές πλάκες , ιδίως για δερματικές βλάβες ανθεκτικές σε άλλες θεραπείες ή στις βλάβες που εντοπίζονται στο πρόσωπο[18, 19].

 Η αλοιφή βιταμίνης D3 (tacalcitol) αναφέρεται ότι είναι ασφαλής και καλώς ανεκτή. Η χορήγηση υψηλών δόσεων μπεκοκαλσιδιόλης (ένα ανάλογο της βιταμίνης Dπου χρησιμοποιείται στο δέρμα μπορεί να είναι επωφελές στη θεραπεία της ψωρίασης[20]

 Βιταμίνη D και Ραχίτιδα

Η έλλειψη της βιταμίνης D στην παιδική ηλικία μπορεί να προκαλέσει ραχίτιδα, ενώ στους ενηλίκους να προκαλέσει οστεομαλακία. Τα βρέφη που σιτίζονται μόνο με μητρικό γάλα, χωρίς συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D ή μουρουνελαίου μπορεί να εκδηλώσουν ραχίτιδα. Τα παιδιά που δεν εκτίθενται στο ηλιόφως μπορεί να εμφανίσουν ραχίτιδα σε ορισμένα γεωγραφικά πλάτη, εφόσον το γάλα που πίνουν δεν περιέχει πρόσθετη βιταμίνη D ή δεν παίρνουν συμπληρωματικά βιταμίνη D ή μουρουνέλαιο

Η εργοκαλσιφερόλη ή η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D 3) θεραπεύουν αποτελεσματικά τη ραχίτιδα. Στα παιδιά με νεφρική ανεπάρκεια χορηγείται καλσιτριόλη υπό ιατρική παρακολούθηση [21].

 Βιταμίνη D και πρόληψη των πτώσεων στο έδαφος των ηλικιωμένων

Τα ηλικιωμένα άτομα άνω των 65 ετών έχουν περιορισμένη φωτοσυνθετική παραγωγή βιταμίνης D3 στο δέρμα τους και κατά κανόνα έχουν ανεπαρκή ή ελλιπή είπεδα βιταμίνης D3 στον οργανισμό τους, Μεταξύ των άλλων η έλλειψη βιταμίνης D3 έχει ως συνέπεια την πρόκληση μυοπάθειας, η οποία προκαλεί εύκολη πτώση των ηλικιωμένων στο έδαφος και επειδή υπάρχει πάντοτε και μια σχετική οστεοπόρωση οι ηλικιωμένοι παθαίνουν πολύ εύκολα κατάγματα.

 Πολλαπλές κλινικές μελέτες έχουν βρεί θετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D στην πρόληψη των πτώσεων στο έδαφος, ιδιαίτερα των ηλικιωμένων. Συνιστάται η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 [D3-Gkelin drops]σε άτομα με επίπεδα 25-OH βιταμίνης D3 κάτω των 30 ng/ml, και ιδιαιτέρως των ηλικιωμένων οστεοπορωτικών ασθενών, λόγω της ικανότητάς τους να ανακόπτουν την αναδόμηση των οστών τους από κάποιο δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και να περιορίζουν τις απώλειες της οστικής τους μάζας Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 θα μπορούσε να περιορίσει τις πτώσεις και τα κατάγματα σε τροφίμους ηλικιωμένους γηροκομείων.

 Επί πλέον η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 μπορεί να ασκήσει και άλλα επωφελή αποτελέσματα λόγω των εξω-οστικών ρυθμιστικών λειτουργιών της στο ανοσοποιητικό σύστημα την κυτταρική διαφοροποίηση και τον πολλαπλασσιασμό των κυττάρων που σχετίζονται με τη βιταμίνη D. Ήδη, κλινικές μελέτες που έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια δείχνουν τα επωφελή αποτελέσματα της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D στη θνησιμότητα, τον περιορισμό του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, ορισμένων καρκίνων και την πρόληψη λοιμώξεων [23] .

 Μυική αδυναμία και πόνοι από έλλειψη βιταμίνης D

Η έλλειψη βιταμίνης D έχει σχετιστεί με μυική αδυναμία και πόνους στα παιδιά και τους ενηλίκους. Υποδοχείς της βιταμίνης D έχουν εντοπιστεί στους σκελετικούς μυς και μεταξύ των συμπτωμάτων της έλλειψης βιταμίνης D περιλαμβάνεται η μυική αδυναμία και οι μυαλγίες. Επιπλέον η αύξηση των επιπέδων της 25-υδρόξυβιταμίνης D (κύριος μεταβολίτης της βιταμίνης D) έχουν σχετιστεί με τη βελτίωση της μυικής λειτουργίας.

 Επίπεδα συγκεντρώσεων στον ορό της 25-υδρόξυβιταμίνης D κάτω των 50 nmol/l έχουν σχετιστεί με ελάττωση της μυικής ισχύος. Αλλαγές της ισορροπίας στο βάδισμα, δυσκολίες της έγερσης από την καρέκλα, αδυναμία να ανέβει κανείς σκάλες και διάχυτοι μυικοί πόνοι είναι τα κύρια κλασσικά κλινικά συμπτώματα της μυοπάθειας από οστεομαλακία. Η ταυτόχρονη συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D μπορεί να βελτιώσουν τη νευρομυική λειτουργία των ηλικιωμένων., στους οποίους λείπει τόσο το ασβέστιο, όσο και η βιταμίνη D.

 Όμως, μόνον η λήψης συμπληρωματικού ασβεστίου δεν έχει δείξει αποτελεσματικό- τητα στην πρόληψη των καταγμάτων σε ασθενείς με οστεοπόρωση και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιοκυκλοφορικής νόσου σε υγιείς ηλικιωμένες γυναίκες. Γιαυτό δεν συνιστάται η ευρεία χρήση του.

 Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D συνιστάται στα άτομα των οποίων τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 είναι κάτω από τα 30 ng/ml, ιδιαίτερα στα ηλικιωμένα και οστεοπορωτικά άτομα, διότι έχει τη δυνατότητα να ανακόπτει τις αρνητικές επιπτώσεις στα οστά από έναν δευτεροπαθή υπερθυρεοειδισμό και να περιορίζει την απώλεια οστικής μάζας [23]. 

Οστεοπόρωση και βιταμίνη D

 Αναφέρεται ότι περίπου το 33% των γυναικών ηλικίας 60-70 ετών και το 66% των γυναικών ηλικίας 80 ετών έχουν οστεοπόρωση[24, 25].

 Μεγαλύτερο ποσοστό από το 50% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών που παίρνουν φαρμακοθεραπεία για οστεοπόρωση έχουν υποεπιθυμητά επίπεδα 25-υδρόξυβιταμίνης D κάτω των 30 ng/ml (75 nmol per liter)[26, 27].

Υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις ότι τα ηλικιωμένα άτομα βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο έλλειψης βιταμίνης D, η οποία προκαλεί δευτεροπαθή υπερθυρεοειδισμό, οστεομαλακία και επιδείνωση της οστεοπόρωσης, ευνοώντας έτσι την πρόκληση καταγμάτων[28].

Χωρίς επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στον ορό δεν απορροφάται το ασβέστιο και αυτό μπορεί να εξασθενίσει τα οστά και να προκληθούν κατάγματα. Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D εφαρμόζεται ευρύτατα καθώς φαίνεται ότι καθυστερεί την οστική απώλεια και περιορίζει την πρόκληση καταγμάτων, αν και δεν έχει καθοριστεί ακόμη η ιδανική δόση της γιαυτό το σκοπό. Πάντως δεν προκλήθηκαν καλύτερα αποτελέσματα στην οστική πυκνότητα σε 297 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που πήραν για ένα χρόνο, καθημερινά 6,500 IU βιταμίνης D3, σε σύγκριση με ισάριθμες γυναίκες που έπαιρναν καθημερινά 800IU. Οι γυναίκες αμφοτέρων των ομάδων έπαιρναν ταυτόχρονα και 1000mg ασβεστίου ημερησίως[29].

Νεφρική οστεοδυστροφία και βιταμίνη D

Η νεφρική οστεοδυστροφία εμφανίζεται νωρίς κατά τη διάρκεια της απώλειας της νεφρικής λειτουργίας. Ο δευτεροπαθής υπερθυρεοειδισμός είναι μια συνηθισμένη διαταραχή σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο. Και χαρακτηρίζεται από αύξηση των επιπέδων της παραθορμόνης, υπερπλασία των πατραθυρεοειδών αδένων και διαταραχή του ισοζυγίου του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου. Ο όρος νεφρική οστεοδυστροφία αναφέρεται σε όλα τα προβλήματα των οστών σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.

Δεν υπάρχει ομοφωνία για την ανάγκη συστηματικής συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D στη νεφρική οστεοδυστροφία, λόγω των πλειοτροπικών αποτελεσμάτων αυτής της ορμόνης, τα οποία δεν έχουν σχέση με την ανάπτυξη νεφρικής οστικής νόσου.

Εξαιτίας αυτών των αμφιβολιών δεν υπάρχει συμφωνία για τη χορήγηση της βιταμίνης D, ως θεραπείας ρουτίνας στη νεφρική οστεοδυστροφία, αν και υπάρχει ομοφωνία για την ανάγκη μέτρησης των επιπέδων της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D και της 25-υδρόξυβιταμίνης D.

Αναμένονται και τα αποτελέσματα πολυάριθμων μελετών που διεξάγονται και αφορούν την επίπτωση που θα έχει η βιταμίνη D στην εξέλιξη των παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου στην χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και τα πιθανά επακόλουθα της, ακόμη αδιευκρίνιστης χορήγησης της βιταμίνης D[30].

1-άλφα-υδροξυχοληκαλσιφερόλη (αλφακαλσιδόλη) και η 1,25- διυδροξυχοληκαλσιφερόλη (καλσιτριόλη) είναι οι πλέον χρησιμοποιούμενοι μεταβολίτες της βιταμίνης D. Στη θεραπεία της αζοθαιμικής οστεοδυστροφίας έχει παρέλθει η περίοδος της αντίστασης στις μεγάλες δόσεις της βιταμίνης D2 και D3 έχει παρέλθει και οι ασθενείς μπορούν αποτελεσματικά και επιτυχώς με σχεδόν φυσιολογικές δόσεις 1-άλφα-υδροξυχοληκαλσιφερόλη (αλφακαλσιδόλη) και 1,25- διυδροξυχοληκαλσιφερόλης. Σημαντικό όμως είναι να δίδεται προσοχή στη δίαιτα, τα συμπληρώματα ασβεστίου καθώς και δεσμευτικές ουσίες του φωσφόρου από το στόμα[31].

Βιταμίνη D και μεταβολική διαταραχή από αντισπασμωδικά φάρμακα

Τα άτομα με επιληψία που θεραπεύονται με αντισπασμωδικά φάρμακα βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν κάταγμα, να εμφανίσουν χαμηλή οστική πυκνότητα και ανωμαλίες του μεταβολισμού των οστών[32].

Η αντισπασμωδική θεραπεία μπορεί να προκαλέσει και την ανάπτυξη οστεομαλακίας λόγω της τροποποίησης του μεταβολισμού της βιταμίνης D, που περιλαμβάνει τα ηπατικά μικροσωμιακά ένζυμα, αναστέλλοντας την 25-υδροξυλίωση της βιταμίνης D και παρεμποδίζοντας επίσης τη μεταφορά του ασβεστίου από το έντερο και την κινητοποίηση των μετάλλων των οστών, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της βιταμίνης D στον μεταβολισμό. Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D2, έχει αναφερθεί σε διάφορες έρευνες ότι περιορίζει τη συχνότητα των σπασμών [33].

Η προφυλακτική χορήγηση βιταμίνης D3 σε δόσεις μέχρι 2000 IU ημερησίως/ μπορεί να συστηθεί για όλους τους ασθενείς που αρχίζουν αντισπασμωδική θεραπεία. Η λήψη 600-1000 mg/ημερησίως ασβεστίου είναι επίσης απαραίτητη.

Σε περίπτωση παρουσίας οστεοπενίας/οστεοπόρωσης χορηγούνται 2000-4000 IU/ημερησίως.. Για τη θεραπεία της οστεομαλακίας μπορεί να χρειαστεί η ημερήσια χορήγηση 5000-15.000 IU βιταμίνης D3 [34].

Βιταμίνη D και το ανοσοποιητικό σύστημα

Τα τελευταία χρόνια μελετάται ο ανοσοτροποποιητικός ρόλος της βιταμίνης D και έχει βρεθεί ότι ασκεί σημαντική επίδραση στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Υπάρχει μια αιτιολογική σχέση μεταξύ της λειτουργίας της βιταμίνης D , της έμφυτης και της προσαρμοστικής ανοσίας και των λοιμώξεων .

Οι μηχανισμοί με τους οποίους η βιταμίνη D ασκεί δράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα θα μπορούσαν να αποδοθούν σε μια καμπύλη παρακρινικής αλληλορρύθμισης* [Αλληλορρύθμιση κατά την οποία τα κύτταρα στόχοι βρίσκονται πλησίον των κυττάρων που στέλνουν τη σηματοδότηση], που περιορίζει τη φλεγμονή , που περιορίζει τη φλεγμονή και επηρεάζει την τύχη της διαφοροπόιησης των ενεργοποιημένων CD4 T λεμφοκυττάρων. Αυτά τα ευρήματα για τη λειτουργία της βιταμίνης D εξηγεί πολλές απόψεις της παθοφυσιολογίας της αλλεργικής ρινίτιδας και της χρονίας ρινοκολπίτιδας. Και μπορεί να συμβάλλουν στο εγγύς μέλλον στη θεραπεία αυτών των νόσων [35].

Έχει βρεθεί ότι , τόσο τα χαμηλά, όσο και τα υψηλά επίπεδα της 25(ΟΗ)D στον ομφάλιο λώρο των νεογνών σχετίζονται με αύξηση της ευαισθητοποίησης στα αεροαλλεργιογόνα [36].

Μέσα στις ανοσοτροποποιητικές δράσης της βιταμίνης D3 περιλαμβάνεται η τροποιποίηση μιας νέας φλεγμονώδους διασταυρουμένης συνομιλίας με ταξύ των κυττάρων φονέων και των ηωσινοφίλων μέσω του άξονα IL-15/IL-8 [37].

Βιταμίνη D και άσθμα

Στο άσθμα τα περιορισμένα επίπεδα της βιταμίνης D σχετίζονται με διαταραχή της λειτουργίας των πνευμόνων, αυξημένη υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών και περιορισμό της απόκρισης προς τα κορτικοστεροειδή. Αυτό σημαίνει ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D σε ασθματικούς ασθενείς μπορεί να βελτιώσει τον έλεγχο του άσθματος, περιορίζοντας την εισβολή φλεγμονωδών κυτταροκινών στους πνεύμονες και αυξάνοντας την έκκριση της ιντερλευκίνης 10 από τα Τ-ρυθμιστικά λεμφοκύτταρα και τα δενδριτικά κύτταρα.[38, 81].

Οι επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο πρόκλησης λοιμώξεων στο κατώτερο και ανώτερο αναπνευστικό σύστημα. Στα παιδιά. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να συμβάλλει στην εκδήλωση των συμπτωμάτων του άσθματος και την αύξηση της συχνότητας της νοσηρότητας των ασθματικών ασθενών.. Η έλλειψη βιταμίνης D συνδέεται με επιτάχυνση της έκπτωσης της λειτουργίας των πνευμόνων , αύξηση της φλεγμονής και περιορισμό της ανοσίας στις χρόνιες πνευμονοπάθειες.

Υπάρχουν μελέτες που σχετίζουν το παιδικό άσθμα, τους πνεύμονες των εμβρύων και την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος. Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D φαίνεται να συμμετέχει στην έναρξη της παιδικής ατοπίας και των τροφικών αλλεργιών . Γιαυτό πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα της 25-υδρόξυβιταμίνης D στον ορό και να βρίσκονται στα επίπεδα επάρκειας δηλαδή 30-32ng/ml.

Η έλλειψη βιταμίνης D στους ασθματικούς ασθενείς έχει μεγάλη επίπτωση και γιαυτό οι ειδικοί συστείνουν τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D στους ασθματικούς ασθενείς, η οποία μπορεί να περιορίσει τη σοβαρότητα της νόσου και να βελτιώσει τα αποτελέσματα της θεραπείας[39, 40].

Βιταμίνη D και αυτοάνοσοι νόσοι

Βιταμίνη D και σκλήρυνση κατά πλάκας

Ο ανοσοτροποποιητικές δράσεις της βιταμίνης D είναι αναγνωρισμένες τα τελευταία 50 χρόνια. Παρά τούτο μόνο τα πρόσφατα χρόνια αρχίζει να γίνεται κατανοητή η σημασία αυτού του γεγονότος για την ομαλή φυσιολογία του σώματος [41].

Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα πτωχά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης διαφόρων νόσων , στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αυτοάνοσες νόσοι. Προέχουσα θέση μεταξύ αυτών των αυτοάνοσων νόσων , έχουν η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο διαβήτης τύπου 1 και η νόσος του Crohn. Πολύ πρόσφατες όμως μελέτες αναφέρουν ότι λοιμώξεις, όπως η φυματίωση συνδέεται με την παρουσία χαμηλών συγκεντρώσεων επιπέδων25-υδροξυβιταμίνης στον ορό [41].

Η 1,25-διυδρόξυβιταμίνη D(3) [1,25(OH)(2)D(3)] (ένας από τους κύριους μεταβολίτες της βιταμίνης D3) είναι μια βιολογικά δραστική μορφή της βιταμίνης D3. Πρόκειται για μια σεκοστεροειδική ορμόνη, που είναι απαραίτητη για την ομοιοστασία των μεταλλικών στοιχείων των οστών. Εκτός όμως από αυτή την ιδιότητα ρυθμίζει την ανάπτυξη και τη διαφοροποίηση πολλαπλών κυτταρικών τύπων και επιδεικνύει ανοσορρυθμιστικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.

Η ανοσορρυθμιστική λειτουργία της βιταμίνης D θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας.

Τα κύτταρα του προσαρμοστικού ανοσοσυστήματος, που είναι συστηματικά κύτταρα υψηλής εξειδίκευσης, έχει αποδειχτεί ότι είναι άμεσοι στόχοι των μεταβολιτών της βιταμίνης D. Εκτός από αυτό το γεγονός τα κύτταρα του προσαρμοστικού συστήματος εκφράζουν τα ένζυμα που συμμετέχουν στο μεταβολισμό της βιταμίνης D, καθιστώντας τα ικανά να μετατρέπουν τοπικά την 25(ΟΗ)D στον ενεργό μεταβολίτη της 1,25-διυδρόξυβιταμίνη D [1,25(OH)(2)D] [41].

Μεταξύ των κυττάρων, που συμμετέχουν στις έμφυτες και τις προσαρμοστικές ανοσοαποκρίσεις περιλαμβάνονται τα μακροφάγα, δενδριτικά, Τ και Β-λεμφοκύτταρα, τα οποία εκφράζουν υποδοχείς της βιταμίνης D και μπορούν ταυτόχρονα να παράγουν και να αποκρίνονται προς την 1,25(OH)(2)D(3). Το τελικό απότέλεσμα του συστήματος της βιταμίνης D στην ανοαπόκριση είναι η ενίσχυση της έμφυτης ανοσίας που συνδέεται με την πολυπαραγοντική ρύθμιση της προσαρμοστικής ανοσίας [3].

Μηχανισμοί όπως ο παραπάνω είναι σημαντικοί για την προαγωγή των των αντιμικροβιακών αποκρίσεων των παθογόνων μικροοργανισμών προς τα μακροφάγα και για την ωρίμανση των δενδριτικών κυττάρων που μεταφέρουν και παρουσιάζουν αντιγόνα. Αυτό το γεγονός μπορεί να είναι η οδός κλειδί δια της οποίας η βιταμίνη D ελέγχει τα Τ-λεμφοκύτταρα. Παρά τούτο τα Τ-λεμφοκύτταρα ασκούν επίσης άμεσες αποκρίσεις προς την 1,25-διυδρόξυβιταμίνη D και ιδιαίτερα στην ανάπτυξη των κατασταλτικών ρυθμιστικών κυττάρων [41].

Πειραματικά δεδομένα in vitro δείχνουν ότι η βιταμίνη D κάνει τα κύτταρα του προσαρμοστικού ανοσοσυστήματος να παράγουν ανοσοανοχή , που μπορεί να την εκμεταλλευτεί κανείς στη θεραπεία των αυτοάνοσων νόσων.

Παρά τούτο θα πρέπει να σημειωθεί αυτά τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την in vitro μελέτη μπορεί να διαφέρουν in vivo λόγω της επικοινωνίας που αναπτύσσεται μεταξύ διαφόρων κυττάρων που είναι ευαίσθητα στη βιταμίνη D . Oι υπάρχουσες πληροφορίες υποστηρίζουν την άποψη ότι η βιταμίνη D συμμετέχει θετικά στη διατήρηση ή στην αποκατάσταση της ανοσο-ομοιόστασης. Οι αναμενόμενες κλινικές μελέτες που γίνονται με συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D θα διευκρινίσουν περαιτέρω τα αποτελέσματα της in vivo δράσης της βιταμίνης D επί του ανοσοποιητικού συστήματος και της δυνατότητάς της να χρησιμοποιείται ως ανοσορρυθμιστικός παράγοντας στις αυτοάνοσες νόσους [42].

Οι επιδημιολογικές ενδείξεις δείχνουν μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ της έλλειψης βιταμίνης D και αύξησης της συχνότητας διάφορων αυτοάνοσων νόσων. Η διαλεύκανση του φυσιολογικού ρόλου των ενδογενών αγωνιστών των υποδοχέων της βιταμίνης D (VDR) που αφορά τη ρύθμιση των αυτοάνοσων αποκρίσεων θα καθοδηγήσει στην ανάπτυξη φαρμακολογικών VDR αγωνιστών που θα χρησιμοποιηθούν κλινικά. Οι αντιπολλαπλασιαστικές, προδιαφοροποιητικές, αντιβακτηριδιακές, ανοσρρυθμιστικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες των συνθετικών VDR αγωνιστών θα μπορούσε να προωθήσει τη θεραπεία διαφόρων αυτοάνοσων νόσων , από τη ρευματοειδή αρθρίτιδα μέχρι ον ερυθηματώδη λύκο και πιθανόν επίσης τη σκληρυνση κατά πλάκας , το διαβήτη τύπου Ι, τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου και την αυτοάνοση προστατίτιδα [86] .

Συμπερασματικά οι παραπάνω παρατηρήσεις δηλώνουν ότι η βιταμίνη D είναι ο παράγοντας κλειδί που συνδέει την έμφυτη ανοσία (innate immunity) με την προσαρμοστική ανοσία (adaptive immunity) και ότι αυτές οι δύο λειτουργίες μπορούν να τεθούν σε κίνδυνο κάτω από συνθήκες ανεπάρκειας βιταμίνης D [41].

Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια ανοσοπροκαλούμενη νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος , που προκαλείται από την επίδραση διαφόρων γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η βιταμίνη D είναι ένας από τους ελκυστικότερους υποψήφιους παράγοντες μεταξύ των ποικίλων περιβαλλοντικών παραγόντων που έχει προταθεί για τη συμμετοχή του στην ανάπτυξη της νόσου.

Οι επιδημιολογικές ενδείξεις, οι εργαστηριακές αναλύσεις και τα μοντέλα πειραματοζώων δείχνουν την πιθανή επίδραση της βιταμίνης D στη σκλήρυνση κατά πλάκας, που αφορά την προδιάθεση στη νόσο και την κλινική της δραστηριότητα.

Η συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης D μπορεί :

1. Να περιορίσει τον κίνδυνο ανάπτυξης σκλήρυνσης κατά πλάκας.

2. Να περιορίσει τον κίνδυνο της μετατροπής ενός πρώτου ενδεικτικού κλινικού επεισοδίου σκλήρυνσης κατά πλάκας σε κλινικά οριστική σκλήρυνση κατά πλάκας.

3. Να περιορίσει τη συχνότητα της υποτροπής μεταξύ των πασχόντων με υποτροποιάζουσα και υφέσιμη σκλήρυνση κατά πλάκας. Παρά ταύτα χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να καθοριστεί η επιθυμητή δόση και τα επιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό , οι ομάδες πληθυσμού προς τις οποίες θα πρέπει να χορηγηθεί η βιταμίνη D και ο ιδανικός ή επιθυμητός χρόνος για για τη χορήγηση της βιταμίνης D[45].

Η οστεοπόρωση είναι συνηθισμένη στους ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας που έχει χρονίσει. Η υποβιταμίνωση D θεωρείται παράγοντας κινδύνου για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά ταυτόχρονα επηρεάζει και την οστική πυκνότητα. Στα αρχικά στάδια της σκλήρυνσης κατά πλάκας εμφανίζεται χαμηλή οστική πυκνότητα. Τούτο είναι συμβατό με τους αιτιολογικούς παράγοντες που μοιράζονται η σκλήρυνση κατά πλάκας και η οστεοπόρωση και απαιτεί μια ενεργή προσέγγιση αποκατάστασης της οστικής υγείας στα αρχικά στάδια της σκλήρυνσης κατά πλάκας [46].

Βιταμίνη D και χρόνια νεφρική νόσος

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες υπάρχει υψηλή επίπτωση υποεπιθυμητών επιπέδων 25-υδροξυβιταμίνης D στους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο. Τούτο θεωρείται απίθανο να οφείλεται στη χαμηλότερη πρόσληψη της βιταμίνης D [58].

Βιταμίνη D και διαβήτης

Τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι ελλιπή ή ανεπαρκή στα παχύσαρκα άτομα. Η βιταμίνη D διεγείρει την απελευθέρωση της ινσουλίνης από το πάγκρεας, προλαβαίνει την αύξηση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης και την αντίσταση της ινσουλίνης , αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και περιορίζει τη συστολική αρτηριακή πίεση των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 [59].

Η έλλειψη βιταμίνης D αυξάνει δραστικά τον κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου Ι και πιθανόν συμμετέχει στην αντίσταση της ινσουλίνης και της λεπτίνης, που τελικά προκαλεί διαβήτη τύπου ΙΙ [60].

Στα άτομα με διαβήτη τύπου Ι έχουν βρεθεί χαμηλά τα επίπεδα της πρωτεΐνης που συνδέεται με τη βιταμίνη D και η παθογένεση της νόσου συνδέεται με την τροποποίηση των οδών του μεταβολισμού της βιταμίνης D [61].

Όσο μακρύτερα ζει κανείς από τον Ισημερινό τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχει να εμφανίσει διαβήτη τύπου Ι. Έτσι, όποιος κατοικεί στο γεωγραφικό πλάτος της Φινλανδίας πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος να πάθει διαβήτη τύπου 1 κατά 400 φορές.

Σε έρευνα που έγινε σε 10,366 παιδιά στη Φινλανδία, στα οποία χορηγήθηκαν 2000 IU βιταμίνης D3 ημερησίως κατά το πρώτο έτος της ζωής τους και παρακολουθήθηκαν επί 31 συνεχή έτη ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου Ι περιορίστηκε περίπου στο 80% [62].

Δεν είναι γνωστό πως η βιταμίνη D προστατεύει τα Β-κύτταρα του παγκρέατος, αλλά είναι πιθανόν να αμβλύνει τις φλεγμονώδεις ανοσοσηματοδοτήσεις και να αυξάνει την αντιοξειδωτική προστασία, όπως έχει αποδειχτεί ότι κάνει σε άλλες περιοχές του σώματος.

Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D σχετίζεται με περιορισμό του κινδύνου πρόκλησης διαβήτη τύπου Ι. Η επαρκής συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης στα βρέφη και τα παιδιά θα μπορούσε να αναστρέψει την αύξηση της τάσης για πρόκληση διαβήτη τύπου Ι [63].

Παιδιά στη Φινλανδία που έπαιρναν κανονικά τις συνιστάμενες δόσεις βιταμίνης D (2000 IU ημερησίως ) είχαν περιορισμένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου Ι. Συνεπώς δημιουργώντας επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στα παιδιά με συμπληρωματική χορήγηση της μπορεί να βοηθήσει στην αναστροφή της αυξημένης τάσης αύξησης της συχνότητας διαβήτη τύπου Ι [64].

Ο διαβήτης Τύπου 2 αποτελεί μείζον πρόβλημα της Δημόσιας Υγείας, που ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για πρόωρη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Ή αύξηση της επίπτωση του διαβήτη Τύπου 2 είναι στενά συνδεδεμένη με την παχυσαρκία. Τα τελευταία 5 έτη ένας σοβαρός αριθμός μελετών αναφέρουν τη σχέση μεταξύ της έναρξης του διαβήτη Τύπου2 και της ανεπάρκειας της βιταμίνης D. Η βιταμίνη D ασκεί ένα σημαντικό αποτέλεσμα επί της δράσεως της ινσουλίνης. Και μπορεί να επηρεάσει έναν αριθμό οδών, που μπορεί να είναι σημαντικοί για την ανάπτυξη του διαβήτη Τύπου 2 [65].

Βελτιώνοντας τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό σε γυναίκες με αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη, βελτιώθηκε η αντίσταση και η ευαισθησία τους στην ινσουλίνη, αλλά δεν επηρεάστηκε η έκκριση ινσουλίνης. Οι ευνοϊκές συγκεντρώσεις 25(OH)D στον ορό για τον περιορισμό της αντίστασης στην ινσουλίνη ανέρχονται στα 80-119 nmol/l, παρέχοντας περαιτέρω τεκμήρια για την αύξηση των συνιστώμενων επαρκών επιπέδων της [66]. Τα χαμηλά επίπεδα της 25(OH)D δεν σχετίζονται ειδικά με την εκδήλωση του διαβήτη Τύπου 1 [67].

Βιταμίνη D και παχυσαρκία

Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D σχετίζεται με μεγαλύτερη κοιλιακή παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο και αύξηση της συχνότητας της καρδιοκυκλοφορικής νόσου [68].

Η βιταμίνη D που προσλαμβάνεται με την τροφή ή παράγεται μεσω της φωτοσύνθεσης στο δέρμα, υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β του ηλιακού φωτός, μεταφέρεται στο λιπώδη ιστό, στον οποίο αποθηκεύεται για μια μελλοντική απελευθέρωση και μεταβολισμό σε χρονικές περιόδους , που η παραγωγή της βιταμίνης D περιορίζεται , όπως οι χειμερινοί μήνες.

Όμως φαίνεται ότι όσο μεγαλύτερα είναι τα επίπεδα του λιπώδους ιστού στο σώμα, τόσο χαμηλότερα είναι τα επίπεδα της βιταμίνης D. Αρκετές μελέτες αναφέρουν ότι τα παχύσαρκα άτομα τείνουν να έχουν χαμηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης D3 και 25(OH)D3 σε σύγκριση με τα άτομα φυσιολογικού βάρους.

Η παχυσαρκία σχετίζεται με ελαττωμένη βιοδιαθεσιμότητα της βιταμίνης D που προσλαμβάνεται από το στόμα ή συντίθεται στο δέρμα από την ηλιακή ακτινοβολία. Τούτο πιθανόν είναι δευτεροπαθές της δέσμευσης της βιταμίνης D στη μεγάλη αποθήκη του λιπώδους ιστού.

Βιταμίνη D, υπέρταση και καρδιαγγειακή νόσος

Υπάρχουν ουσιαστικές αποδείξεις ότι μια πολύ μεγάλη μερίδα του πληθυσμού έχει υποεπιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D , τα οποία επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος. Συγκεκριμένα, τα χαμηλά επίπεδα της 25(ΟΗ)D3 αυξάνουν τα επίπεδα της παραθορμόνης, ενεργοποιούν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, αυξάνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη, οδηγώντας τα άτομα σε υπέρταση και υπερτροφία της αριστεράς κοιλίας, μεταβολικό σύνδρομο, διαβήτη τύπου ΙΙ, συστηματική φλεγμονή, αυξημένο κίνδυνο αρτηριοσκλήρυνσης και καρδιοκυκλοφορικά συμβάματα[55, 56].

Τα χαμηλά επίπεδα της 25(OH)D σχετίζονται με μεγαλύτερη επίπτωση της περφερικής αρτηριακής νόσου [57].

Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D στους ενηλίκους μπορεί να θεωρηθεί ένα απλό μέσο με λίγες πιθανές παρενέργειες για την πρόληψη της αθηρωματογένεσης ή την αναστολή της εξέλιξής της και για την αντιμετώπιση της υπέρτασης. Στους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο χρειάζεται προσαρμογή της δοσολογίας [69].

Τα χαμηλά επίπεδα της 25(OH)D σχετίζονται με αυξημένη καρδιοκυκλοφορική θνησιμότητα σε ένα εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα ασθενών στις ΗΠΑ. Οι διαφορές αυτών των επιπέδων μεταξύ των λευκών και των μαύρων πληθυσμών μπορεί να συμμετέχουν στην αυξημένη καρδιοκυκλοφορική θνησιμότητα μεταξύ των μαύρων [70].

Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η μια κατάσταση ανεπάρκειας βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο τόσο για την πρόκληση ισχαιμικής και μη ισχαιμικής καρδιοκυκλοφορικής νόσου ανεξάρτητα από την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου πρόκλησης καρδιοκυκλοφορικής νόσου. Ο ρόλος της βιταμίνης D είναι δυνητικά ρυθμιστικός πολλών λειτουργιών του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος και τώρα μόλις αρχίζει να γίνεται κατανοητός.

Μεταξύ των πιθανών σχετικών μηχανισμών πρόκλησης καρδιοκυκλοφορικής νόσου η βιταμίνη D μπορεί να επηρεάσει την αρτηριακή πίεση μέσω του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης, τα επίπεδα της ορμόνης του παραθυρεοειδούς, τη λειτουργία του μυοκαρδίου, τη φλεγμονή, και την εναπόθεση ασβεστίου στα αγγειακά τοιχώματα.

Ο καρδιοκυκλοφορικός κίνδυνος φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ανεβασμένος όταν τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D είναι χαμηλότερα των 10 ή – 15 ng/ml. Μεταξύ των ατόμων που δεν εκτίθενται ουσιαστικά στην ηλιακή ακτινοβολία οι λήψεις 1000 έως 2000 IU μπορεί να απαιτηθούν για να επιτευχθούν ευνοϊκά επίπεδα για την υγεία της τάξεως των 30 ng/ml [71].

Σήμερα είναι επιβεβαιωμένο από μελέτες σε πολύ μεγάλο αριθμό ασθενών, που έγιναν σε μεγάλα ακαδημαϊκά ιδρύματα των ΗΠΑ, ότι η έλλειψη βιταμίνης D ε ότι έχει σχέση με διάφορες καρδιαγγειακές νόσους, , περιλαμβανομένης της υπέρτασης, της νόσου των στεφανιαίων, της καρδιομυοπάθειας και του διαβήτη.

Επίσης για πρώτη φορά σ’αυτές τις μεγάλου αριθμού ασθενών μελέτες βρέθηκε ότι η βιταμίνη D είναι ένας ισχυρός ανεξάρτητος παράγοντας πρόβλεψης όλων των αιτίων θανάτου και ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D παρέχει ουσιαστικό όφελος στην επιβίωση των ασθενών.

Βιταμίνη D3 και προστασία του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος©.

Συμπερασματικά η έλλειψη βιταμίνης D έχει σχέση με σημαντικό κίνδυνο πρόκλησης καρδιοκυκλοφορικής νόσου και περιορισμού της επιβίωσης και η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 βρέθηκε ότι έχει σημαντική σχέση με καλύτερη και μεγαλύτερη επιβίωση των ασθενών και ιδιαίτερα των ασθενών με τεκμηριωμένη έλλειψη βιταμίνης D [89].

Bιταμίνη D και ΑΙDS

H βιταμίνη D έχει ένα δυνητικό ρόλο στην επιβράδυνση της εξέλιξης του AIDS και στην πρόληψη της θνησιμότητας, βάσει της εκτεταμένης συμμετοχής της στο ανοσοποιητικό σύστημα. Η παρουσία χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D (επίπεδα ορού 25-hydroxyvitamin D <32ng/mL) σχετίζεται σημαντικά με την εξέλιξη της νόσου στο στάδιο HIV III .

Οι γυναίκες με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είχαν κατά 46% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν σοβαρή αναιμία κατά την εν συνεχεία παρακολούθησή τους, σε σύγκριση με γυναίκες που είχαν επαρκή επίπεδα. . Οι γυναίκες στο πεμπτημόριο με τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό είχαν κατά 42% μικρότερο κίνδυνο από κάθε μορφής θνησιμότητα, σε σύγκριση με το πεμπτημόριο που είχε τα χαμηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D.

Αν τα ευρήματα αυτά τεκμηριωθούν με διπλές τυχαιοποιημένες μελέτες η συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης D θα μπορούσε να είναι μια απλή, φθηνή μέθοδος αντιμετώπισης της λοίμωξης HIV μαζί με τη χορήγηση αντιρετροιικών φαρμάκων [72].

Βιταμίνη D και ωτοσκλήρυνση

Ο Brookes (1985) ανακοίνωσε 27 περιπτώσεις ασθενών με αμφοτερόπλευρη κώφωση μέσα σε μια περίοδο 3 ετών, που είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D. Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση στις ανεξήγητες περιπτώσεις ανεξήγητης αμφοτερόπλευρης κοχλιακής κώφωσης μερικών περιπτώσεων ωτοσκλήρυνσης, πρεσβυακοΐας και της κώφωσης που σχετίζεται με χρονία νεφρική ανεπάρκεια.

Η θεραπεία με βιταμίνη D θα μπορούσε να προλάβει την προοδευτική βαρηκοΐα, που θα μπορούσε να ήταν μερικώς αναστρέψιμη και να προλάβει την κλινική οστεομαλακία με πλέον γενικευμένα σκελετικά συμπτώματα.

Μετρώντας τα επίπεδα της 25 υδροξυβιταμίνης D3 (25-OHD), που είναι ο κύριος μεταβολίτης της βιταμίνης D o Brookes (1985) βρήκε ότι σε ένα ποσοστό 21.7% ασθενών με κοχλιακή ωτοσκλήρυνση υπάρχουν χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D. Η χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D βελτίωσε την κατάσταση σε 3 από 16 ασθενείς του. Πιθανόν η έλλειψη βιταμίνης D να συμβάλλει στην εκδήλωση της νόσου σε μερικά άτομα. Βλέπε: Ωτοσκλήρυνση από έλλειψη βιταμίνης D3©,

ΕΜΒΟΕΣ ΤΩΝ ΑΥΤΙΩΝ ΑΠΟ ΩΤΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ, Florical, Συντηρητική Θεραπεία Ωτοσκλήρυνσης 

Βιταμίνη D και περιοδοντική νόσος

Η περιοδοντική νόσος είναι μια συνηθισμένη φλεγμονώδης νόσος της μέσης ηλικίας και των ηλικιωμένων, που χαρακτηρίζεται απο την απώλεια της περιοδοντικής πρόσφυσης (απώλεια των περιοδοντικών συνδέσμων και του φατνιακού οστού. Η περιοδοντική νόσος είναι η κύρια αιτία απώλειας των δοντιών και ιδιαίτερα στα ηλικιωμένα άτομα.

Σε διάφορες επιδημιολογικές μελέτες αναφέρονται θετικές συσχετίσεις μεταξύ της οστεοπόρωσης ή της Χαμηλής οστικής πυκνότητας και της απώλειας φατνιακού οστού και οδόντων, τα οποία είναι ενδεικτικά πτωχής οστικής ποιότητας και μπορεί να είναι παράγοντες κινδύνου πρόκλησης περιοδοντίτιδας. Η έλλειψη βιταμίνης D έχει συσχετιστεί με κατά καιρούς με περιοδοντίτιδα.

Η παρουσία έλλειψης βιταμίνης D τη χρονική περίοδο που εφαρμόζεται μια χειρουργική θεραπεία της περιοδοντίτιδας επηρεάζει αρνητικά την τελική έκβαση της χειρουργικής θεραπείας για ένα περίπου έτος. Γιαυτό για την επιτυχή μετεγχειρητική επούλωση πρέπει να υπάρχουν επιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό των ασθενών [73].

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω η συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D (≤1,000 IU/ημερησίως) είχε μέτρια θετικά αποτελέσματα στην περιοδοντική υγεία, ενώ η επίμονη οδοντική φροντίδα βελτιώνει τις κλινικές παραμέτρους της περιοδοντικής νόσου, ανεξάρτητα από τη χορήγηση των αναφερθέντων συμπληρωμάτων [74].

Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση έχουν υψηλή επίπτωση περιοδοντίτιδας, διότι βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο απώλειας της περιοδοντικής πρόσφυσης των δοντιών τους, καθώς έχουν οστική απώλεια στις φατνιακές αποφύσεις των φατνιακών οστών[75].

Βιταμίνη D και η θυρεοειδίτιδα του Hashimoto

Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D σχετίζεται με τη θυεοειδίτιδα του Hashimoto. Όμως χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να καθοριστεί εάν η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί τον αιτιολογικό παράγοντα της νόσου ή είναι το επακόλουθό της [76].

Βιταμίνη D και αθλητικές επιδόσεις

H βιταμίνη D μπορεί να βελτιώσει τις αθλητικές επιδόσεις των ασθενών με ανεπάρκεια στη βιταμίνη D. Η μεγίστη αθλητική επίδοση μπορεί να επιτευχθεί όταν τα επίπεδα της 25(OH)D προσεγγίζουν εκείνα που επιτυγχάνονται με τη φυσική έκθεση όλου του σώματος στην ηλιακή ακτινοβολία, του ήλιου του καλοκαιριού, η οποία είναι τουλάχιστον 50 ng/ml. Τέτοια επίπεδα της 25(OH)D μπορεί επίσης να προστατεύσουν τον αθλητή από σοβαρές οξείες και χρόνιες καταστάσεις [77].

Βιταμίνη D και εγκεφαλική λειτουργία

O ρόλος της βιταμίνης D στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και τη λειτουργία του έχει τύχει υποστήριξης την τελευταία δεκαετία. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η βιταμίνη D είναι ένα νευροενεργό στεροειδές που δρα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, που μπορεί να οδηγήσει σε τροποποιήσεις της εγκεφαλικής νευροχημείας και της λειτουργίας του εγκεφάλου του ενήλικα.

Οι πρώιμες ανεπάρκειες της βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με νευροψυχιατρικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια, ενώ ή ανεπάρκειες στους ενήλικες έχουν σχετιστεί με νευροεκφυλιστικές νόσους όπως η νόσος του Parkinson, η νόσος του Alzheimer και με καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη και η γνωσιακή παρέκκλιση [78].

Η κακή διατροφή και η μη έκθεση των ασθενών με ψυχιατρικές διαταραχές στην ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να οδηγήσουν σε έλλειψη βιταμίνης D [79].

Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια που παίρνουν αντιψυχωτικά φάρμακα έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους, που θα τους εξασφάλιζαν οστική υγεία. Γιαυτό το λόγο μπορεί να βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο καταγμάτων του ισχίου στα μετέπειτα χρόνια τους σε σύγκριση με τον λοιπό πληθυσμό. Γιαυτό στους ασθενείς με σοβαρή ψυχική νόσο πρέπει να χορηγείται συμπληρωματικά βιταμίνη D3 [D3-Gkelin drops]. 

Η σχέση της βιταμίνης D και της αμυγδαλίτιδας

Βλέπε: Η σχέση της βιταμίνης D και της καθυποτροπήν αμυγδαλίτιδας©

Η Επιδημία της γρίπης και η βιταμίνη D

Οι εποχιακές διακυμάνσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας Β (UVB) προκαλούν εποχιακές διακυμάνσεις των επιπέδων της βιταμίνης D στον ορό του αίματος. Αυτές οι διακύμανσεις μπορεί να επηρεάσουν το ανοσοποιητικό σύστημα και να παίξουν ρόλο στην εποχιακή εκδήλωση της γρίπης.

Έχουν μελετήσει την πανδημική και τη μη πανδημική γρίπη στη Σουηδία, ΗΠΑ, Σιγκαπούρη, και την Ιαπωνία, όσον αφορά την εβδομαδιαία και τη μηνιαία συχνότητα της, καθώς και η συχνότητα των θανάτων, που προκλήθηκαν απ’ αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις μηνιαίες διακυμάνσεις της UVB

Η μελέτη αυτή απέδειξε ότι οι μη πανδημικές γρίπες εκδηλώνονται κυρίως το χειμώνα στις εύκρατες περιοχές της γης.

Οι μετρήσεις της UVB έδειξαν ότι στις χώρες που βρίσκονται σε υψηλά γεωγραφικιά πλάτη παράγεται πολύ λίγη, έως καθόλου βιταμίνη D στο δέρμα των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Ακόμη και στο Βόρειο γεωγραφικό πλάτος 26°N που βρίσκεται η Okinawa υπάρχει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού τετραπλάσια υπεριώδης ακτινοβολία το καλοκαίρι σε σχέση με το χειμώνα. Στα τροπικά υπάρχουν δύο μικρές ανυψώσεις της φωτοσύνθεσης στο δέρμα της βιταμίνης D και πρακτικά δεν υπάρχει εποχή εκδήλωσης γρίπης [82].

Οι πανδημίες γρίπης μπορεί να αρχίσουν με ένα κύμα σε αυθαίρετη εποχή, ενώ δευτερογενή κύματα συχνά συμβαίνουν τον επόμενο χειμώνα. Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στον ορό μπορεί να παίζουν σημαντικό προστατευτικό ρόλο στις περισσότερες γρίπες .

Στα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη ακόμη και η πανδημική γρίπη συχνά επιδεικνύει ξεκάθαρη εποχιακή εμφάνιση. Τα παραπάνω δεδομένα υποστηρίζουν την υπόθεση ότι τα υψηλά επίπεδα της UVB του καλοκαιριού ευνοούν την αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D στο σώμα και τούτο δρα προστατευτικά, όσον αφορά την εκδήλωση της γρίπης [82].

Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την παραγωγή ενδογενών αντιμικροβιακών πεπτιδίων και έχει συνδεθεί με την επιδημική γρίπη τύπου Α[83].

Το 1992 Hope-Simpson προέβλεψαν ότι «κατανοώντας το μηχανισμό (του εποχιακού ερεθίσματος) που πυροδοτεί την εκδήλωση της γρίπης μπορεί να είναι κρίσιμης σημασίας για το σχεδιασμό της προφύλαξης κατά της γρίπης[84] . Σήμερα που επιδημιολογικά αποδείχτηκε ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι πολύ χαμηλά ή χαμηλά τους κρύους μήνες του έτους, ο Aloia και Li-Ng βρήκαν ότι η λήψη 2,000 IU βιταμίνης D ημερησίως εξαφανίζει την εποχιακότητα της γρίπης και περιορίζει δραματικά τη συχνότητά της[85]. Η χορήγηση 2 σταγόνων D3-Gelin drops (βιταμίνη D3) περιέχουν 2000ΙU βιταμίνης D3.

Συμπληρωματική χορήγηση από το στόμα βιταμίνης D3 [D3-Gkelin drops] από το στόμα

Eπειδή η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία Β δεν είναι εφικτή σε όλους και οι προσλαμβανόμενες ποσότητες βιταμίνης D3 από τις τροφές που την περιέχουν ή τις εμπλουτισμένες τροφές με βιταμίνη D3, είναι ανεπαρκείς, χρησιμοποιείται η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3.

H βιταμίνη D3 είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη και η απορρόφησή της είναι ασφαλέστερη, όταν λαμβάνεται μετά τα γεύματα. Η απορρόφηση της βιταμίνης D3 είναι βέβαιη, όταν χορηγείται υπό μορφήν διαλύματος σε εξευγενισμένο ελαιόλαδο, όπως τουτο συμβαίνει με το D3-Gkelin drops.

Η κάθε σταγόνα βιταμίνης D3 ή χοληκαλσιφερόλης του D3-Gkelin drops περιέχει 1.000 Διαθνείς Μονάδες (Ι.U.). H καθημερινή χορήγηση μιας-δύο σταγόνων D-Gkelin drops αρκούν για να εκφραστούν τα ευεργετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D3 για τον οργανισμό.

Αν αποφασιστεί η λήψη μεγαλύτερης δόσης βιταμίνης D3 [D3-Gkelin drops] αυτή μπορεί να γίνει αφού πρώτα μετρηθούν τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3. Υπενθυμίζεται ότι τα επιθυμητά επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 πρέπει να είναι>30ng/ml.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Holick MF. High prevalence of vitamin D inadequacy and implications for health.Mayo Clin Proc.2006 Mar;81(3):353-73.

2. Buffenstein R, Pitcher T. Moles and vitamin D. Vet Rec. 1993 Oct 16;133(16):404.

J Steroid Biochem Mol Biol. 2007 Mar;103(3-5):642-4. Epub 2007 Jan 30.

3. Sato Y, Iwamoto J, Kanoko T, Satoh K. Amelioration of osteoporosis and hypovitaminosis D by sunlight exposure in hospitalized, elderly women with Alzheimer’s disease: a randomized controlled trial. J Bone Miner Res. 2005 Aug;20(8):1327-33.

4. Reid IR, Gallagher DJ, Bosworth J. Prophylaxis against vitamin D deficiency in the elderly by regular sunlight exposure. Age Ageing. 1986 Jan;15(1):35-40.

5. Holick MF. Resurrection of vitamin D deficiency and rickets. J Clin Invest. 2006 Aug;116(8):2062-72.

6. Holick MF. High prevalence of vitamin D inadequacy and implications for health. Mayo Clin Proc 2006;81:353-73.

7. Bischoff-Ferrari HA, Giovannucci E, Willett WC, Dietrich T, Dawson-Hughes B. Estimation of optimal serum concentrations of 25-hydroxyvitamin D for multiple health outcomes. Am J Clin Nutr 2006;84:18-28. [Erratum, Am J Clin Nutr 2006;84:1253.]

8. González-Gross M, Valtueña J, Breidenassel C, Moreno LA, Ferrari M, Kersting M, De Henauw S, Gottrand F, Azzini E, Widhalm K, Kafatos A, Manios Y, Stehle P. Vitamin D status among adolescents in Europe: the Healthy Lifestyle in Europe by Nutrition in Adolescence study. Br J Nutr. 2011 Aug 17:1-10.

9. 3. Peris P. Diagnosis and treatment of osteomalacia by the rheumatologist

Scrutiny of actual data specified by the IOM relating 25(OH)D to bone density and osteomalacia shows the desirable minimum 25(OH)D to be 75 nmol/L (30 ng/mL).

10. Reumatol Clin. 2011 Sep;7 Suppl 2:22-7. Epub 2011 Aug 3.

Vieth R. Why the minimum desirable serum 25-hydroxyvitamin D level should be 75 nmol/L (30 ng/ml). Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2011 Aug;25(4):681-91.

11. Sattur A, Naikmasur VG, Shrivastava R, Babshet M. Familial hypophosphatemic rickets. J Indian Soc Pedod Prev Dent. 2010 Oct-Dec;28(4):302-6.

12. Bando H, Hashimoto N, Hirota Y, Sakaguchi K, Hisa I, Inoue Y, Imanishi Y, Seino S, Kaji H. Severe hypophosphatemic osteomalacia with Fanconi syndrome, renal tubular acidosis, vitamin D deficiency and primary biliary cirrhosis. Intern Med. 2009;48(5):353-8. Epub 2009 Mar 2.

13. Nikodimopoulou M, Liakos S. Secondary hyperparathyroidism and target organs in chronic kidney disease. Hippokratia. 2011 Jan;15(Suppl 1):33-8.

14. García Vadillo JA. Are calcium and vitamin D supplements for everyone?: Reumatol Clin. 2011 Sep;7 Suppl 2:34-9. Epub 2011 Jun 24.

15 . Bhadada SK, Bhansali A, Upreti V, Subbiah S, Khandelwal N. Spectrum of neurological manifestations of idiopathic hypoparathyroidism and pseudohypoparathyroidism. Neurol India. 2011 Jul-Aug;59(4):586-9.

16. Mortazavi H, Khezri S, Hosseini H, Khezri F, Vasigh M. A single blind randomized clinical study: the efficacy of isotretinoin plus +narrow band ultraviolet B in the treatment of psoriasis vulgaris. Photodermatol Photoimmunol Photomed. 2011 Jun;27(3):159-61.

17. Ayroldi E, Bastianelli A, Cannarile L, Petrillo MG, Delfino DV, Fierabracci A. A Pathogenetic Approach to Autoimmune Skin Disease Therapy: Psoriasis and Biological Drugs, Unresolved Issues, and Future Directions. Curr Pharm Des. 2011 Aug 25.

18. Kircik LH. Topical calcipotriene 0.005% and betamethasone dipropionate 0.064% maintains efficacy of etanercept after step-down dose in patients with moderate-to-severe plaque psoriasis: results of an open label trial. J Drugs Dermatol. 2011 Aug;10(8):878-82.

19. O’Neill JL, Feldman SR. Vitamine D analogue-based therapies for psoriasis. Drugs Today (Barc). 2010 May;46(5):351-60.

20. Scott LJ, Dunn CJ, Goa KL. Calcipotriol ointment. A review of its use in the management of psoriasis. Am J Clin Dermatol. 2001;2(2):95-120.

21. Kristinsdottir H, Jonasdottir S, Bjornsson S, Ludvigsson P. Rickets in a child. Laeknabladid. 2011 Sep;97(9):477-80. Dobnig H. A review of the health consequences of the vitamin D deficiency pandemic. J Neurol Sci. 2011 Sep 21.

22. Dobnig H. A review of the health consequences of the vitamin D deficiency pandemic. J Neurol Sci. 2011 Sep 21.

23. García Vadillo JA. Are calcium and vitamin D supplements for everyone?: ProReumatol Clin. 2011 Sep;7 Suppl 2:34-9. Epub 2011 Jun 24.

24. Boonen S, Bischoff-Ferrari HA, Cooper C, Lips P, Ljunggren O, Meunier PJ, Reginster JY. Addressing the musculoskeletal components of fracture risk with calcium and vitamin D: a review of the evidence. Calcif Tissue Int. 2006 May;78(5):257-70. Epub 2006 Apr 21.

25. Larsen ER, Mosekilde L, Foldspang A. Vitamin D and calcium supplementation prevents osteoporotic fractures in elderly community dwelling residents: a pragmatic population-based 3-year intervention study. J Bone Miner Res. 2004 Mar;19(3):370-8. Epub 2003 Dec 22.

26. Holick MF, Siris ES, Binkley N, Beard MK, Khan A, Katzer JT, Petruschke RA, Chen E, de Papp AE. Prevalence of Vitamin D inadequacy among postmenopausal North American women receiving osteoporosis therapy. J Clin Endocrinol Metab. 2005 Jun;90(6):3215-24. Epub 2005 Mar 29.

27. Lips P, Hosking D, Lippuner K, Norquist JM, Wehren L, Maalouf G, Ragi-Eis S, Chandler J. The prevalence of vitamin D inadequacy amongst women with osteoporosis: an international epidemiological investigation. J Intern Med. 2006 Sep;260(3):245-54.

28. Pietschmann P, Woloszczuk W, Pietschmann H. Increased serum osteocalcin levels in elderly females with vitamin D deficiency. Exp Clin Endocrinol. 1990 Apr;95(2):275-8.

29. Grimnes G, Joakimsen R, Figenschau Y, Torjesen PA, Almås B, Jorde R. The effect of high-dose vitamin D on bone mineral density and bone turnover markers in postmenopausal women with low bone mass-a randomized controlled 1-year trial. Osteoporos Int. 2011 Sep 10.

30. Sánchez González MC, Fernandez Giraldez E, Valdivielso Revilla JM. Control of phosphorus and treatment with vitamin D in chronic kidney disease prior to the start of dialysis. Nefrologia. 2008;28 Suppl 5:39-45.

31. Pierides AM. Pharmacology and therapeutic use of vitamin D and its analogues. Drugs. 1981 Apr;21(4):241-56.

32. Pack AM. Treatment of epilepsy to optimize bone health. Curr Treat Options Neurol. 2011 Aug;13(4):346-54.

33. Kaliterma DM, Jurisić Z. Anticonvulsant induced metabolic disorder–case report. Reumatizam. 2008;55(1):16-8.

34. Drezner MK. Treatment of anticonvulsant drug-induced bone disease. Epilepsy Behav. 2004 Feb;5 Suppl 2:S41-7.

35. Akbar NA, Zacharek MA. Vitamin D: immunomodulation of asthma, allergic rhinitis, and chronic rhinosinusitis. Curr Opin Otolaryngol Head Neck Surg. 2011 Jun;19(3):224-8.

36. Rothers J, Wright AL, Stern DA, Halonen M, Camargo CA Jr. Cord blood 25-hydroxyvitamin D levels are associated with aeroallergen sensitization in children from Tucson, Arizona. J Allergy Clin Immunol. 2011 Aug 18.

37. El-Shazly AE, Lefebvre PP. Modulation of NK cell autocrine-induced eosinophil chemotaxis by interleukin-15 and vitamin D(3): a possible NK-eosinophil crosstalk via IL-8 in the pathophysiology of allergic rhinitis. Mediators Inflamm. 2011;2011:373589.

38. Sutherland ER, Goleva E, Jackson LP, Stevens AD, Leung DY. Vitamin D levels, lung function, and steroid response in adult asthma. Am J Respir Crit Care Med. 2010 Apr 1;181(7):699-704.

39. Sundar IK, Rahman I. Vitamin D and Susceptibility of Chronic Lung Diseases: Role of Epigenetics. Front Pharmacol. 2011;2:50. Epub 2011 Aug 30.

40. Iqbal SF, Freishtat RJ. Mechanism of Action of Vitamin D in the Asthmatic LungJ Investig Med. 2011 Sep 21.

41. Hewison M. Vitamin D and immune function: an overview. . Proc Nutr Soc. 2011 Aug 18:1-12.

42. Peelen E, Knippenberg S, Muris AH, Thewissen M, Smolders J, Tervaert JW, Hupperts R, Damoiseaux J. Effects of vitamin D on the peripheral adaptive immune system: A review. Autoimmun Rev. 2011 May 18.

43. Garland CF, Garland FC, Gorham ED, Lipkin M, Newmark H, Mohr SB, Holick MF. The role of vitamin D in cancer prevention. Am J Public Health. 2006 Feb;96(2):252-61. Epub 2005 Dec 27.

44. Garland CF, French CB, Baggerly LL, Heaney RP. Vitamin D supplement doses and serum 25-hydroxyvitamin D in the range associated with cancer prevention. Anticancer Res. 2011 Feb;31(2):607-11.

45. Myhr KM. Vitamin D treatment in multiple sclerosis. J Neurol Sci. 2009 Nov 15;286(1-2):104-8.

46. Moen SM, Celius EG, Sandvik L, Nordsletten L, Eriksen EF, Holmøy T. Low bone mass in newly diagnosed multiple sclerosis and clinically isolated syndrome. Neurology. 2011 Jul 12;77(2):151-7.

47. Grant WB. Benefits of UVB exposure to reduce the risk of cancer – ecologic studies of cancer mortality rates. Proceedings of the CIE Symposium ʼ04;Light and Health: non-visual effects, 30 Sep.-2 Oct. 2004, Commission International de LʼEclairage,Vienna, Austria, 2004:174-177.

48. Grant WB. An estimate of premature cancer mortality in the U.S. due to inadequate doses of solar ultraviolet-B radiation. Cancer 2002;94:1867-1875.reduce the risk of 17 types of cancer.

49. Grant WB, Garland CF. A critical review of studies on vitamin D in relation to colorectal cancer. Nutr Cancer 2004;48:115-123.

50. Chapuy MC, Preziosi P, Maamer M, Arnaud S, Galan P, Hercberg S, Meunier PJ. Prevalence of vitamin D insufficiency in an adult normal population. Osteoporos Int. 1997;7(5):439-43.

51. Thomas MK, Lloyd-Jones DM, Thadhani RI, Shaw AC, Deraska DJ, Kitch BT, Vamvakas EC, Dick IM, Prince RL, Finkelstein JS. Hypovitaminosis D in medical inpatients. N Engl J Med. 1998 Mar 19;338(12):777-83.

52. Tangpricha V, Pearce EN, Chen TC, Holick MF. Vitamin D insufficiency among free-living healthy young adults. Am J Med. 2002 Jun 1;112(8):659-62.

53. Koutkia P, Chen TC, Holick MF. Vitamin D intoxication associated with an over-the-counter supplement. N Engl J Med. 2001 Jul 5;345(1):66-7.

54. Holick MF. Vitamin D: the underappreciated D-lightful hormone that is important for skeletal and cellular health. Curr Opin Endocrinol Diabetes. 2002;9:87-98.

55. Pacifico L, Anania C, Osborn JF, Ferraro F, Bonci E, Olivero E, Chiesa C. Low 25(OH)D3 levels are associated with total adiposity, metabolic syndrome, and hypertension in Caucasian children and adolescents. Eur J Endocrinol. 2011 Jul 13. 56. Moyano Peregrín C, López Rodríguez F, Castilla Castellano MD. Vitamin D and hypertension. Med Clin (Barc). 2011 Jun 22.

57Melamed ML, Muntner P, Michos ED, Uribarri J, Weber C, Sharma J, Raggi P. Serum 25-hydroxyvitamin D levels and the prevalence of peripheral arterial disease: results from NHANES 2001 to 2004. Arterioscler Thromb Vasc Biol. 2008 Jun;28(6):1179-85.

58. Mehrotra R, Kermah D, Budoff M, Salusky IB, Mao SS, Gao YL, Takasu J, Adler S, Norris K. Hypovitaminosis D in chronic kidney disease. Clin J Am Soc Nephrol. 2008 Jul;3(4):1144-51.

59. Cavalier E, Delanaye P, Souberbielle JC, Radermecker RP. Vitamin D and type 2 diabetes mellitus: Where do we stand? Diabetes Metab. 2011 Sep;37(4):265-72. Epub 2011 Feb 22.

60. Nunlee-Bland G, Gambhir K, Abrams C, Abdul M, Vahedi M, Odonkor W. Vitamin D deficiency and insulin resistance in obese African-American adolescents. J Pediatr Endocrinol Metab. 2011;24(1-2):29-33.

61. Blanton D, Han Z, Bierschenk L, Linga-Reddy MV, Wang H, Clare-Salzler M, Haller M, Schatz D, Myhr C, She JX, Wasserfall C, Atkinson M. Reduced serum vitamin d-binding protein levels are associated with type 1 diabetes. Diabetes. 2011 Oct;60(10):2566-70.

62. Hyppönen E, Läärä E, Reunanen A, Järvelin MR, Virtanen SM. Intake of vitamin D and risk of type 1 diabetes: a birth-cohort study. Lancet. 2001 Nov 3;358(9292):1500-3.

63. Hyppönen E, Läärä E, Reunanen A, Järvelin MR, Virtanen SM. Intake of vitamin D and risk of type 1 diabetes: a birth-cohort study. Lancet. 2001 Nov 3;358(9292):1500-3.

64. Hyppönen E, Läärä E, Reunanen A, Järvelin MR, Virtanen SM. Intake of vitamin D and risk of type 1 diabetes: a birth-cohort study. Lancet. 2001 Nov 3;358(9292):1500-3.

65. Ozfirat Z, Chowdhury TA. Vitamin D deficiency and type 2 diabetes. Postgrad Med J. 2010 Jan;86(1011):18-25; quiz 24.

66. von Hurst PR, Stonehouse W, Matthys C, Conlon C, Kruger MC, Coad J.

Study protocol–metabolic syndrome, vitamin D and bone status in South Asian women living in Auckland, New Zealand: a randomised, placebo-controlled, double-blind vitamin D intervention. BMC Public Health. 2008 Jul 31;8:267.

67. Bierschenk L, Alexander J, Wasserfall C, Haller M, Schatz D, Atkinson M. Vitamin D levels in subjects with and without type 1 diabetes residing in a solar rich environment. Diabetes Care. 2009 Nov;32(11):1977-9. Epub 2009 Aug 12.

68. Moy FM, Bulgiba A. High prevalence of vitamin D insufficiency and its association with obesity and metabolic syndrome among Malay adults in Kuala Lumpur, Malaysia. BMC Public Health. 2011 Sep 27;11(1):735.

69. Mertens PR, Müller R. Vitamin D and cardiovascular risk. Int Urol Nephrol. 2010 Mar;42(1):165-71. Epub 2009 Dec 29.

70. Fiscella K, Franks P. Assessing coronary risk assessment: what’s next? J Gen Intern Med. 2010 Nov;25(11):1140-1.

71. Giovannucci E. Vitamin D and cardiovascular disease. Curr Atheroscler Rep. 2009 Nov;11(6):456-61.

72. Mehta SR, Delport W, Brouwer KC, Espitia S, Patterson T, Pond SK, Strathdee SA, Smith DM. The relatedness of HIV epidemics in the United States-Mexico border region. AIDS Res Hum Retroviruses. 2010 Dec;26(12):1273-7.

73. Bashutski JD, Eber RM, Kinney JS, Benavides E, Maitra S, Braun TM, Giannobile WV, McCauley LK.The impact of vitamin D status on periodontal surgery outcomes. J Dent Res. 2011 Aug;90(8):1007-12.

74. Garcia MN, Hildebolt CF, Miley DD, Dixon DA, Couture RA, Spearie CL, Langenwalter EM, Shannon WD, Deych E, Mueller C, Civitelli R. One-year effects of vitamin D and calcium supplementation on chronic periodontitis. J Periodontol. 2011 Jan;82(1):25-32.

75. Al Habashneh R, Alchalabi H, Khader YS, Hazza’a AM, Odat Z, Johnson GK. Association between periodontal disease and osteoporosis in postmenopausal women in jordan. J Periodontol. 2010 Nov;81(11):1613-21. Epub 2010 Aug 3.

76. Tamer G, Arik S, Tamer I, Coksert D. Relative Vitamin D Insufficiency in Hashimoto’s Thyroiditis. Thyroid. 2011 Aug;21(8):891-6. Epub 2011 Jul 13.

77. Cannell JJ, Hollis BW, Sorenson MB, Taft TN, Anderson JJ. Athletic performance and vitamin D. Med Sci Sports Exerc. 2009 May;41(5):1102-10.

78. Kesby JP, Eyles DW, Burne TH, McGrath JJ. The effects of vitamin D on brain development and adult brain function. Mol Cell Endocrinol. 2011 Jun 1.

79. Koster JB, Kühbauch BA. Vitamin D deficiency and psychiatric patients.

Tijdschr Psychiatr. 2011;53(8):561-5.

80. Bozzetto S, Carraro S, Giordano G, Boner A, Baraldi E. Asthma, allergy and respiratory infections: the vitamin D hypothesis. Allergy. 2011 Sep 21.

81. Sandhu MS, Casale TB. The role of vitamin D in asthma. Ann Allergy Asthma Immunol. 2010 Sep;105(3):191-9; quiz 200-2, 217.

82. Courbebaisse M, Souberbielle JC, Prié D, Thervet E. Non phosphocalcic actions of vitamin D. Med Sci (Paris). 2010 Apr;26(4):417-21.

83. Linday LA, Shindledecker RD, Dolitsky JN, Chen TC, Holick MF. Plasma 25-hydroxyvitamin D levels in young children undergoing placement of tympanostomy tubes. Ann Otol Rhinol Laryngol. 2008 Oct;117(10):740-4.

84. Hope-Simpson RE, Golubev DB. A new concept of the epidemic process of influenza A virus. Epidemiol Infect. 1987 Aug;99(1):5-54.

85. Aloia JF, Li-Ng M. Re: epidemic influenza and vitamin D. Epidemiol Infect. 2007 Oct;135(7):1095-6; author reply 1097-8.

86. Adorini L, Penna G. Control of autoimmune diseases by the vitamin D endocrine system. Nat Clin Pract Rheumatol. 2008 Aug;4(8):404-12.

87. Nomenclature of Vitamin D. Recommendations 1981. IUPAC-IUB Joint Commission on Biochemical Nomenclature (JCBN)” reproduced at the Queen Mary, University of London website. Retrieved 21 March 2010.

88. Voet, Donald; Voet, Judith G. (2004). Biochemistry. Volume one. Biomolecules, mechanisms of enzyme action, and metabolism, 3rd edition, pp. 663–664. New York: John Wiley & Sons. ISBN 0-471-25090-2.

89. Vacek JL, Vanga SR, Good M, Lai SM, Lakkireddy D, Howard PA. Vitamin D Deficiency and Supplementation and Relation to Cardiovascular Health. Am J Cardiol. 2011 Nov 7.

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης

Δρ.Δημήτριος Ν. Γκέλης
Iατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος

Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιατρικός Συγγραφέας, Ιατρικός Ερευνητής 

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ: Ιατρική Έρευνα, Συμπληρωματική Ιατρική

Διεύθυνση: ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
Τηλ: 6944280764, Email: pharmage@otenet.gr
www.gelis.gr, www.pharmagel.gr , www.orlpedia.gr , www.allergopedia.gr, d3gkelin.gr, www.vitaminb12.gr, www.zinc.gr, www.curcumin.gr

Αικατερίνη Γκέλη
Η Αικατερίνη Γκέλη
Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια
 Άσσος, Κορίνθου. ΄
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διαγνωστική με υπερήχους, κλασσική ακτινολογία παίδων και ενηλίκων, γναθοπροσωπική ακτινολογία, περιβαλλοντική ιατρική, ιατρική διατροφολογία, συμπληρωματική ιατρική.


Σημείωση: Το παρόν επιστημονικό άρθρο γράφτηκε για λόγους ενημέρωσης των ιατρών και των λοιπών επιστημόνων υγείας και δεν αποτελεί  μέσο διάγνωσης ή αντιμετώπισης ή πρόληψης ασθενειών, ούτε αποτελεί ιατρική συμβουλή για ασθενείς, από τον συγγραφέα ή τους συγγραφείς του άρθρου.

Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από  τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση,  παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας 


Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.