Η οστεοπόρωση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας, επηρεάζοντας εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως και οδηγώντας σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων, απώλεια αυτονομίας και αυξημένη θνησιμότητα. Στην Ιαπωνία, όπου η γήρανση του πληθυσμού είναι έντονη, η αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης έχει αποτελέσει προτεραιότητα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πέρα από τα κλασικά φάρμακα (διφωσφονικά, εκλεκτικοί ρυθμιστές υποδοχέων οιστρογόνου, παραθορμόνη), η ιαπωνική προσέγγιση ενσωματώνει τη συνεργική χορήγηση βιταμίνης D₃, βιταμίνης K₂ και μαγνησίου (Mg²⁺) ως θεμελιώδη υποστηρικτική θεραπεία για τη βελτίωση τόσο της ποσότητας όσο και της ποιότητας του οστού [1–3].
Η σύγχρονη βιβλιογραφία έχει επιβεβαιώσει ότι τα τρία αυτά συστατικά δρουν συνεργικά σε μοριακό και φυσιολογικό επίπεδο, ενισχύοντας την οστική αναδόμηση, τη βιοδιαθεσιμότητα του ασβεστίου και τη βελτίωση της μικροαρχιτεκτονικής του οστού [4, 5].
Φυσιολογία και ρόλος της βιταμίνης D₃
Η βιταμίνη D₃ (χοληκαλσιφερόλη) μετατρέπεται στο ήπαρ σε 25-υδροξυβιταμίνη D₃ και στους νεφρούς σε ενεργό 1,25-διυδροξυβιταμίνη D₃ (καλσιτριόλη). Η ενεργή μορφή ρυθμίζει την ομοιόσταση του ασβεστίου και του φωσφόρου, αυξάνοντας την εντερική απορρόφησή τους και διεγείροντας την οστική μεταλλοποίηση.
Η επάρκεια βιταμίνης D₃ έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο καταγμάτων, βελτιώνει την οστική πυκνότητα (BMD) και συμβάλλει στην πρόληψη της σαρκοπενίας στους ηλικιωμένους [6]. Ωστόσο, για την ενεργοποίησή της απαιτείται η παρουσία επαρκών επιπέδων μαγνησίου, καθώς τα ένζυμα 25-υδροξυλάση και 1α-υδροξυλάση , τα οποία είναι μαγνησιοεξαρτώμενα [7]. Έτσι, η έλλειψη ή η ανεπάρκεια μαγνησίου μπορεί να οδηγήσει σε λειτουργική ανεπάρκεια βιταμίνης D, ακόμη και σε φυσιολογικά επίπεδα ορού[7, 19, 20].
Η βιταμίνη K₂ (μορφή MK-7) και η οστική μεταβολή
Η βιταμίνη K₂, και ιδιαίτερα η μακράς αλυσίδας μορφή μενακινόνη-7 (MK-7), έχει αναγνωριστεί ως ουσιώδης ρυθμιστής της οστικής βιολογίας. Η MK-7 δρα ως συνένζυμο της γ-γλουταμυλκαρβοξυλάσης, ενζύμου υπεύθυνου για την ενεργοποίηση της οστεοκαλσίνης, μιας πρωτεΐνης που δεσμεύει το ασβέστιο στην οστική μήτρα [8].
Σε αντίθεση με την MK-4, η MK-7 διαθέτει μεγαλύτερο χρόνο ημίσειας ζωής (περίπου 72 ώρες) και υψηλότερη βιοδιαθεσιμότητα, προσφέροντας πιο σταθερή και αποτελεσματική ενεργοποίηση της οστεοκαλσίνης [9].
Μελέτες στην Ιαπωνία έχουν δείξει ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης K₂ μειώνει τα μη σπονδυλικά κατάγματα και βελτιώνει την ποιότητα του οστού ανεξάρτητα από την οστική πυκνότητα (BMD [2, 10].
Επιπλέον, η K₂ συμβάλλει στην ανακατανομή του ασβεστίου από τα αγγεία προς τα οστά, μειώνοντας τον κίνδυνο αγγειακής ασβεστοποίησης – ένα φαινόμενο ιδιαίτερα σημαντικό στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο [11].
Ο ρόλος του μαγνησίου (Mg²⁺)
Το μαγνήσιο αποτελεί συμπαράγοντα σε περισσότερα από 300 ενζυματικά συστήματα του οργανισμού, μεταξύ των οποίων και εκείνα που εμπλέκονται στην ενεργοποίηση της βιταμίνης D[7]. Η ανεπάρκεια μαγνησίου, που είναι συχνή σε ηλικιωμένους, οδηγεί σε μειωμένη μετατροπή της 25(OH)D₃ σε καλσιτριόλη, με συνέπεια την ανεπαρκή δράση της βιταμίνης D ακόμη και όταν τα επίπεδα της 25(OH)D₃ στον ορό φαίνονται επαρκή [7, 12].
Επιπλέον, το μαγνήσιο αποτελεί δομικό στοιχείο του οστικού πλέγματος και συμβάλλει στη μηχανική αντοχή του οστού [13]. Πειραματικά δεδομένα σε ζώα και ανθρώπους δείχνουν ότι η ανεπάρκεια μαγνησίου σχετίζεται με αυξημένη οστεοκλαστική δραστηριότητα, χαμηλότερη BMD και μειωμένη παραγωγή παραθορμόνης [14].
Συνέργεια βιταμίνης D₃ + βιταμίνης K₂ + Mg²⁺
Η αλληλεπίδραση των τριών αυτών μικροθρεπτικών συστατικών είναι συνεργική και όχι απλώς αθροιστική. Η βιταμίνη D₃ αυξάνει την απορρόφηση του ασβεστίου, αλλά η K₂ διασφαλίζει ότι το ασβέστιο εναποτίθεται στα οστά και όχι στους μαλακούς ιστούς [8, 10]. Το μαγνήσιο, με τη σειρά του, επιτρέπει την πλήρη ενεργοποίηση της D₃ και ρυθμίζει την ισορροπία του ασβεστίου μέσω του παραθυρεοειδούς άξονα [7, 13].
Μελέτες στην Ιαπωνία έχουν καταδείξει ότι ο συνδυασμός αυτών των ουσιών μπορεί να βελτιώσει την οστική πυκνότητα (BMD), να αυξήσει την αντοχή του οστού και να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο καταγμάτων, ιδίως σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες [1–3,9]. Επίσης, ο συνδυασμός αυτός θεωρείται ασφαλής, με ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες, όταν χορηγείται σε φυσιολογικές δοσολογίες μέσω συμπληρωμάτων ή διατροφής.
Κλινικές εφαρμογές και ιαπωνική εμπειρία
Η Ιαπωνία υπήρξε η πρώτη χώρα που ενέκρινε τη χρήση βιταμίνης K₂ (αρχικά την MK-4, αλλά πλέον την MK-7 σε σύγχρονες πρακτικές) ως φαρμακευτικού παράγοντα για την οστεοπόρωση [1, 3]. Οι ιαπωνικές κατευθυντήριες οδηγίες (Japanese Society for Bone and Mineral Research, 2015) προτείνουν την αξιολόγηση και ενίσχυση των επιπέδων βιταμινών D και K₂ ως μέρος της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης της νόσου [5].
Η πρακτική εφαρμογή περιλαμβάνει συνδυασμό φαρμακευτικής θεραπείας (π.χ. διφωσφονικά, SERMs ή denosumab) με διατροφική υποστήριξη μέσω βιταμινών D₃ και K₂, καθώς και την εξασφάλιση επάρκειας μαγνησίου [12, 15]. Τα κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι ασθενείς που λαμβάνουν συνδυαστικά τα τρία αυτά θρεπτικά στοιχεία παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερη βελτίωση στην οστική αντοχή και μειωμένα ποσοστά καταγμάτων σε σύγκριση με όσους λαμβάνουν μόνο βιταμίνη D₃ [9, 10, 13].
Διατροφικές πηγές και συμπληρώματα
Η βιταμίνη D₃ προσλαμβάνεται μέσω της ηλιακής έκθεσης και από τρόφιμα όπως τα λιπαρά ψάρια, τα αυγά και τα εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά. Η βιταμίνη K₂ (MK-7) βρίσκεται σε ζυμωμένα τρόφιμα, κυρίως στο ιαπωνικό natto, πλούσιο σε βακτήρια Bacillus subtilis natto [11]. Το μαγνήσιο απαντάται σε δημητριακά ολικής άλεσης, ξηρούς καρπούς, πράσινα φυλλώδη λαχανικά και μεταλλικά νερά.
Η συμπληρωματική χορήγηση προτείνεται ιδιαίτερα σε ηλικιωμένα άτομα ή ασθενείς με δυσαπορρόφηση, περιορισμένη έκθεση στον ήλιο ή μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή που επηρεάζει το μεταβολισμό των θρεπτικών συστατικών.
Συμπεράσματα
Η συνεργική δράση της βιταμίνης D₃, της βιταμίνης K₂ (MK-7) και του μαγνησίου προσφέρει μια ολιστική, φυσιολογικά θεμελιωμένη προσέγγιση στη θεραπεία και πρόληψη της οστεοπόρωσης. Ο συνδυασμός αυτός βελτιώνει τη βιολογική αξιοποίηση του ασβεστίου, ενισχύει την οστική αντοχή και μειώνει τον κίνδυνο καταγμάτων χωρίς τις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμακολογικών μονοθεραπειών.
Η εμπειρία από την Ιαπωνία, όπου οι θεραπείες με D₃ και K₂ έχουν καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες, υποδεικνύει ότι η ενσωμάτωση αυτής της πρακτικής στην κλινική πράξη μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών με οστεοπόρωση [1–5, 9].
Πίνακας 1. Συνεργική δράση των D₃ + K₂ + Mg²⁺ στην οστεοπόρωση
| Συστατικό | Δράση / Μηχανισμός | Συνεργισμός με άλλα συστατικά | Στόχος / Κλινικό όφελος |
| Βιταμίνη D₃ (χοληκαλσιφερόλη / καλσιτριόλη) | Αύξηση ενεργού 1,25(OH)₂D₃ → βελτιώνει απορρόφηση Ca²⁺ | Απαιτεί μαγνήσιο για ενεργοποίηση [7] | Αύξηση οστικής πυκνότητας, μείωση κινδύνου καταγμάτων [5,9] |
| Βιταμίνη K₂ (MK-7) | Προάγει γ-καρβοξυλίωση οστεοκαλκίνης → ενεργοποίηση οστικών μηχανισμών [8, 9] | Ενισχύει την εναπόθεση Ca²⁺ στο οστό που διεγείρεται από D₃ [10] | Βελτίωση ποιότητας και αντοχής οστού [2,9,10] |
| Μαγνήσιο (Mg²⁺) | Συνένζυμο για 25- και 1α-υδροξυλάση → ενεργοποίηση βιταμίνης D₃ [7,12] | Ενεργοποιεί D₃ για συνεργία με K₂ [13] | Βελτίωση βιολογικής δράσης D₃, υποστήριξη σχηματισμού οστού [7,14] |
Εξατομίκευση της χορήγησης βιταμίνης D3 και K₂
Η παρατήρηση ότι τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 ή [25(OH)D3] διαφέρουν σημαντικά από ασθενή σε ασθενή αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην εξατομίκευση της χορήγησης της βιταμίνης D₃. Πράγματι, όπως έχει τεκμηριωθεί, η βέλτιστη δόση βιταμίνης D3 πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα τις μετρήσεις της 25(OH)D3 σε κάθε άτομο [6].
Με δεδομένο αυτόν τον ενδο-ατομικό και δια-ατομικό μεταβολισμό της βιταμίνης D, η πρακτική της χορήγησης της βιταμίνης D3 και της βιταμίνης K₂ (MK-7) σε μία ενιαία κάψουλα με προκαθορισμένη, «στατική» δόση ενέχει κινδύνους. Συγκεκριμένα:
- Εάν η δόση της βιταμίνης D3 δεν είναι κατάλληλη (είτε υποδόση, είτε υπερδόση) για τον συγκεκριμένο ασθενή, τότε η κάψουλα με σταθερή δόση μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκές ή υπερβολικό επίπεδο 25(OH)D3, με συνέπειες για την οστική και τη μεταβολική υγεία [6,16].
- Η δόση της βιταμίνης K₂ επίσης μπορεί να χρειάζεται διαφοροποίηση ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς, αλλά εφόσον η D3 ρυθμίζεται εξατομικευμένα, η χορήγησή της σε σταθερή μορφή σε ένα ενιαίο σκεύασμα με K₂ μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι «επαρκώς καλύφθηκε» και η K₂ — όταν στην πραγματικότητα η ανάγκη της μπορεί να είναι διαφορετική.
- Ο συνδυασμός βιταμίνης D3 και K₂ σε μία κάψουλα υπονοεί ότι η δόση της D3 είναι κατάλληλη για όλους τους ασθενείς — κάτι που δεν συνάδει με την παρατήρηση ότι «η δόση της D3 πρέπει να υπολογίζεται βάσει των μετρήσεων της 25(OH)D3» [6].
- Ως εκ τούτου, ένας ασθενής θα μπορούσε να μην λάβει τα επίπεδα που πραγματικά χρειάζεται, είτε της D3 είτε της K₂ (ή και των δύο), αν η κάψουλα εφαρμόζεται γενικά χωρίς εξατομίκευση.
Από τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι, ενώ η συνδυασμένη χορήγηση βιταμίνης D3 και K₂ έχει μελετηθεί και φαίνεται να έχει θετικά αποτελέσματα στην οστική υγεία [17], δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν τη μορφή της ενιαίας σταθερής δόσης για το σύνολο των ασθενών. Συγκεκριμένα, σε μια συστηματική ανασκόπηση αναφέρεται ότι «η πλειοψηφία των μελετών δεν μπορεί προς το παρόν να συστήσει τη συνδυασμένη χορήγηση D3 και K2 για την πρόληψη ή θεραπεία της οστεοπόρωσης» [2].
Επιπλέον, οι οδηγίες σχετικά με τη δόση της βιταμίνης D3 υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα εξατομικευμένης προσαρμογής της δόσης ώστε να επιτευχθεί «επιθυμητό επίπεδο τουλάχιστον 75 nmol/L 25 ή ≈ 30 ng/mL 25(OH)D» [6]. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η χορήγηση της D3 θα πρέπει να βασίζεται σε μετρήσεις και επαναξιολόγηση — διαδικασία που δεν υποστηρίζεται επαρκώς όταν η D3 χορηγείται σε προαναγγελθείσα, στατική δόση μαζί με K₂.
Κατά συνέπεια, μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι η βιταμίνη D₃ πρέπει να χορηγείται ξεχωριστά από τη βιταμίνη K₂, τουλάχιστον ως προς τη δοσολογία και τον έλεγχο, ώστε:
Να προσαρμόζεται η δόση της βιταμίνης D₃ με βάση τα επίπεδα της 25(OH) D3 στον ορό και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε ασθενούς (ηλικία, έκθεση σε ήλιο, διατροφή, συνοδά νοσήματα).
- Να διασφαλίζεται η επάρκεια της βιταμίνης K₂ (MK-7) ανεξάρτητα από τη δόση της D₃, ώστε να επιτυγχάνεται επαρκής ενεργοποίηση της οστεοκαλσίνης και προστασία έναντι της αγγειακής ασβεστοποίησης.
- Να αποφεύγεται ο εντερικός ανταγωνισμός στην απορρόφηση, δεδομένου ότι η D₃ και η K₂ απορροφώνται σε διαφορετικά τμήματα του λεπτού εντέρου και πιθανόν να αλληλοπαρεμποδίζονται, όταν λαμβάνονται ταυτόχρονα σε υψηλές δόσεις [18].
Επομένως, η κλινικά τεκμηριωμένη προσέγγιση υποδεικνύει τη διακριτή χορήγηση βιταμίνης D₃ και K₂ (MK-7), με βάση εξατομικευμένη δοσολογία, περιοδική μέτρηση 25(OH)D3 και διατροφική υποστήριξη μαγνησίου.
Η πρακτική αυτή εξασφαλίζει τον βέλτιστο συντονισμό των συνεργικών μηχανισμών των D₃, K₂ και Mg²⁺ χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η απορρόφηση ή η δράση κάθε συστατικού. H αποτελεσματική χορήγηση D₃, K₂ και Mg²⁺ επιτυγχάνεται επιλέγοντας τις πλεον ευαπορρόφητες μορφές τους. Η πιο ευαπορρόφητη μορφή νιταμίνης D3 είναι η φυσική και όχι η συνθετική μορφή της που χορηγείται χωρίς άλλες συνοδές ουσίες ή έκδοχα. Το D3 Gkelin drops
είναι συμπλήρωμα διατροφής , που περιέχει φυσική βιταμίνη D3 μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Το συμπλήρωμα διατροφής Μagnigkel τις ευαπορρόφητες μορφές μαγνησίου, που είναι το κιτρικό και το ταυρικό μαγνήσιο. Το Κappagkel είναι κάψουλες των 100μg βιταμίνης Κ2. Tα τρια αυτα συμπληρώματα χορηγούνται ως εξής: Το πρωί μια κάψουλα
Μagnigkel και μια κάψουλα Kappagel, μαζί με το φαγητό. Το μεσημέρι λαμβανεται το συμπλήρωμα D3 Gkelin drops σε δόση που καθορίζεται βάσει των επιπέδων της 25 υδροξυβιταμίνης D3 στον ορό, μετά το φαγητό. Το βραδυ λαμβάνεται μια κάψουλα Μagnigkel και μια κάψουλα Κappagkel μαζί με το φαγητό.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
- Orimo H, Shiraki M, Fujita T, Inoue T, Kushida K, Nakamura T, et al. Clinical evaluation of menatetrenone in the treatment of involutional osteoporosis—a double-blind multicenter comparative study with etidronate. J Bone Miner Metab. 1992;10(4):186–192.
- Iwamoto J, Takeda T, Sato Y. Menatetrenone (vitamin K₂) and bone quality in the treatment of osteoporosis. Nutr Rev. 2006;64(12):509–517.
- Nakamura T, Orimo H. The role of vitamin D₃ analogs and vitamin K₂ in osteoporosis treatment in Japan. Clin Calcium. 2001;11(4):547–552.
- Rude RK, Gruber HE. Magnesium deficiency and osteoporosis: animal and human observations. J Nutr Biochem. 2004;15(12):710–716.
- Japanese Society for Bone and Mineral Research. Guidelines for the Prevention and Treatment of Osteoporosis 2015. Tokyo: Life Science Publishing; 2015.
- Holick MF, Binkley NC, Bischoff-Ferrari HA, Gordon CM, Hanley DA, Heaney RP, et al. Evaluation, treatment, and prevention of vitamin D deficiency: an Endocrine Society clinical practice guideline. J Clin Endocrinol Metab. 2011;96(7):1911–1930.
- Uwitonze AM, Razzaque MS. Role of magnesium in vitamin D activation and function. J Am Osteopath Assoc. 2018;118(3):181–189.
- Fusaro M, Gallieni M, Rizzo MA, Stucchi A, Delanaye P, Cavalier E, et al. Vitamin K effects in human health: new insights beyond bone and cardiovascular health. Nutrients. 2020;12(12):3548.
- Kaneki M, Hodges SJ, Hosoi T, Fujiwara S, Lyons A, Crean SJ, et al. Japanese fermented soybean food as the major determinant of vitamin K₂ status in Japanese women. J Nutr. 2001;131(5):1327–1331.
- Iwamoto J, Sato Y, Takeda T, Matsumoto H. High-dose vitamin K₂ (menatetrenone) therapy for postmenopausal osteoporosis. Osteoporos Int. 2006;17(4):624–631.
- Schurgers LJ, Vermeer C. Differential lipoprotein transport pathways of K vitamins in healthy subjects. Biochim Biophys Acta. 2002;1570(1):27–32.
- Castiglioni S, Cazzaniga A, Albisetti W, Maier JA. Magnesium and osteoporosis: current state of knowledge and future research directions. Nutrients. 2013;5(8):3022–3033.
- Nielsen FH. Magnesium deficiency and increased inflammation: current perspectives. J Inflamm Res. 2018;11:25–34.
- Rude RK, Gruber HE, Wei LY, Frausto A, Mills BG. Magnesium deficiency: effect on bone and mineral metabolism in the rat. Bone. 2003;32(5):376–382.
- Shiraki M, Shiraki Y, Aoki C, Miura M. Vitamin K₂ (menatetrenone) effectively prevents fractures and sustains lumbar bone mineral density in osteoporosis. J Bone Miner Res. 2000;15(3):515–521.
- Pilz S, Zittermann A, Trummer C, Theiler-Schwetz V, Lerchbaum E, Keppel MH, et al. Vitamin D testing and treatment: a narrative review of current evidence. Endocr Connect. 2019;8(2):R27–R43.
- van Ballegooijen AJ, Pilz S, Tomaschitz A, Grübler MR, Verheyen N. The synergistic interplay between vitamins D and K for bone and cardiovascular health: a narrative review. Int J Endocrinol. 2017;2017:7454376.
- Schwalfenberg GK. Vitamins K1 and K2: the emerging group of vitamins required for human health. J Nutr Metab. 2017;2017:6254836.
- Reddy P, Edwards LR. Magnesium supplementation in vitamin D deficiency. Am J Ther. 2019;26(1):e124–e132.
- Deng X, Song Y, Manson JE, Signorello LB, Zhang SM, Shrubsole MJ, et al. Magnesium, vitamin D status and mortality: results from the NHANES III study. BMC Med. 2013;11:187.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.

