Επιτάχυνση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ενδορρινικών κορτικοστεροειδών και αντιισταμινικών στην αλλεργικη ρινιτιδα©

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης (ΜD, ORL, DDS, PhD), Αικατερίνη Γκέλη (MD, Radiologist)

Η αλλεργική ρινίτιδα είναι το αποτέλεσμα τις αντίδρασης εισπνεόμενων αλλεργιογόνων με ειδικές ΙgE ανοσοσφαιρίνες  και είναι μια από τις πιο συνηθισμένες  χρόνιες παθήσεις, η οποία επηρεάζει  περισσότερα από 400 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, καθιστώντας την μία από τις πιο διαδεδομένες χρόνιες ασθένειες. Η αλλεργική ρινίτιδα συχνά συνυπάρχει με το αλλεργικό άσθμα την αλλεργική επιπεφυκίτιδα και την αλλεργική λαρυγγίτιδα και είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα υγείας.  Οι παράγοντες κινδύνου πρόκλησης αλλεργικής ρινίτιδας  τα εισπνεόμενα και επαγγελματικά αλλεργιογόνα, καθώς και γενετικοί παράγοντες. Η αλλεργική ρινίτιδα υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής, επηρεάζει την κοινωνική ζωή, τη σχολική ζωή  και την εργασία και συνδέεται με σημαντικό οικονομικό κόστος. Η μη θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας στα παιδιά αυξάνει τον κίνδυνο ανεπαρκούς ελέγχου του άσθματος, αύξηση της σοβαρότητας του  άσθματος και υποτροπές του άσθματος. Αν και η αλλεργική ρινίτιδα είναι ένας αναγνωρισμένος παράγοντας κινδύνου για το άσθμα, δεν υπάρχει κατάλληλο σχέδιο ανίχνευσης και πρόληψης του άσθματος σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα[1].

Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να προλαλεί συμπτώματα σχεδόνκατά τη διάρκεια όλου του έτους (ολοετήσιααλλεργική ρινίτιδα) ή μια ορισμένη εποχή του έτους (αλλεργική ρινίτιδα). Η πρωτοβουλία για την αλλεργική ρινίτιδα και τις επιπτώσεις της στο άσθμα (ARIA) ταξινόμησε την αλλεργική ρινίτιδα σε διαλείπουσα ή επίμονη και ήπια ή μέτρια/σοβαρή.

Η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας  στηρίζεται  στο κλινικό ιστορικό και, εάν χρειάζεται, σε ασθενείς με ανεξέλεγκτη ρινίτιδα παρά τη λήψη φαρμάκων ή με μακροχρόνια συμπτώματα, στην εκτέλεση των  ενδοεπιδερμικών δοκιμασιών νυγμού (skin prick tests)  ή σην ανίχνευση  ειδικών IgE αντισωμάτων στον ορό προς ορισμένα αλλεργιογόνα.

Η αλλεργική ρινίτιδα είναι μια φλεγμονή τύπου 2 που εκδηλώνεται με την εμφάνιση τυπικών ρινικών συμπτωμάτων, όπως ο ρινικός κνησμός,  το φτάρνισμα, η υδαρής ρινόρροια και ρινική συμφόρηση (μπούκωμα). Η ρινική συμφόρηση εξαρτάται από την αγγειοδιαστολή και την αυξημένη παραγωγή βλέννας. Αυτές οι καταστάσεις οδηγούν σε ρινική απόφραξη (μπούκωμα)[2].

Η αλλεργική ρινίτιδα αντιμετωπίζεται με φαρμακευτικές θεραπείες, που περιλαμβάνουν  τα από του στόματος, ενδορινικά ή οφθαλμικά H 1 -αντιισταμινικά, ενδορινικά κορτικοστεροειδή ή το σταθερό συνδυασμό ενδορινικών H 1- αντιισταμινικών και κορτικοστεροειδών. Η ανοσοθεραπεία που συνταγογραφείται περιλαμβάνει   εκχυλίσματα των αλλεργιογόνων, προς τα οποία είναι ευαίσθητος ο κάθε ασθενής,  που έχει  αποδειχτεί η αλλεργία του με ενδοδερμικές αντιδράσεις νυγμού (skin prick tests). Η απευαιασθητοποίηση  είναι η μόνη θεραπεία που θεραπεύει ριζικά την αλλεργική ρινίτιδα και προλαβαίνει την εξέλιξή της σε αλλεργικό άσθμα[3].

Η αποτελεσματικότερη διαχείρηση των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα

Η αποτελεσματική διαχείριση της αλλεργικής ρινίτιδας περιλαμβάνει την αποφυγή των αλλεργιογόνων προς τα οποία είναι ευαίσθητος ο ασθενής και τη χρήση αντιαλλεργικών φαρμάκων και  θεραπειών σύμφωνα με τις οδηγίες του ARIA. Αυτές οι θεραπείες μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση των  ενδορινικών ή των από του στόματος λαμβανομένων αντιισταμινικών ή και ένδορρινικών  κορτικοστεροειδών[4]  ή και ενδορρινικών αντιισταμινικών[5].

Ειδικότερα, τα αντιισταμινικά β΄γενεάς από το στόμα και τα ενδορρινικά αντιισταμινικά, υπό μορφή εκνεφώματος (nasal spray)   ενδείκνυνται ιδιαίτερα για συμπτώματα, που προκαλούνται από την  απελευθέρωση χημικών μεσολαβητών, όπως η  ισταμίνη.

Αυτά τα συμπτώματα, των οποίων η πρόκληση εξαρτάται από την ισταμίνη περιλαμβάνουν τον ρινικό κνησμό, το φτάρνισμα και την ρινόρροια. Η ρινική απόφραξη (μπούκωμα), που σχετίζεται με φλεγμονή, ανταποκρίνεται στα κορτικοστεροειδή, που χορηγούνται από το στόμα, αλλά και ενδορινικά. Η χρησιμοποίηση ενός σταθερού  συνδυασμού ενός ενδορρινικού  αντιισταμινικού και ενός ενδορρινικού κορτικοστεροειδούς είναι πολύ αποτελεσματικός, αλλά ενδείκνυται μόνο για εφήβους και ενήλικες ασθενείς[6].

Τα ενδορρινικά αντιισταμινικά που μπλοκάρουν τους  H1 υποδοχείς έχουν πρόσθετη επίδραση στα ενδορινικά κορτικοστεροειδή και ο συνδυασμός τους προκαλεί καλύτερα αποτελέσματα από τη χορήγηση μόνον από του στόματος αντιισταμινικών στη βελτίωση των ρινικών συμπτωμάτων των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα[6].

Ωστόσο, πολλοί ασθενείς μπορεί να ανακουφιστούν κάνοντας  ρινοπλύσεις με υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού (Osmoclean hypertonic nasal spray). Με τις ρινοπλύσεις αφαιρούνται οι εκκρίσεις, καθαρίζουν τα τοιχώματα των ρινικών κοιλοτήτων από τα προσκολλημένα σάυτά, αλλεργιογόνα, που έχουν προσκολληθεί στο ρινικό βλεννογόνο, προκαλώντας τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας.  Επιπλέον, το Osmoclean hypertonic nasal spray ασκεί  και  αποσυμφορητική δράση μεσω του φαινομένου της όσμωσης που αναπτύσσεται στο ρινικό βλεννογόνο. Ο καθαρισμός των ρινικών κοιλοτήτων πριν από τη χρήση των ενδορρινικών κορτικοστεροειδών ή αντιισταμινικών ή και των δύο, καθιστά αποτελεσματικότερη τη δράση αυτών των φαρμάκων.

Από την άλλη πλευρά, απευαισθητοποίηση των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα με  ειδική για τα αλλεργιογόνα, προς τα οποία είναι ευαίσθητοι, ανοσοθεραπεία, εξακολουθεί να είναι η μόνη αιτιολογική θεραπεία. Τα διατροφοφαρμακευτικά (nutraceuticals) έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Το διατροφοφαρμακευτικό ορίζεται ως ένα τρόφιμο ή μέρος του που παρέχει στον οργανισμό οφέλη για την υγεία, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης και της θεραπείας μιας ασθένειας [7, 8].

Φαρμακοθεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας

Η φαρμακοθεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας έχει επεκταθεί σήμερα, χρησιμοποιώντας τα  ενδορρινικά κορτικοστεροειδή, τα ενδορινικά αντιισταμινικά και τα από του στόματος λαμβανόμενα αντιισταμινικά δεύτερης γενιάς εγκεκριμένα και για παιδιατρική χρήση ή για χρήση στους ενηλίκους[9].

Τα τοπικά ή ενδορρινικά κορτικοστεροειδή, χωρίς αμφιβολία αποτελούν σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση και ανακούφιση των συμπτωμάτων της αλλεργικής ρινίτιδας. Τα τοπικά κορτικοστεροειδή πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα από τη χρήση τους. Έτσι δίδεται προσοχή στα έκδοχα που περιέχουν ή  άλλα συνοδά φάρμακα. Πρέπει να αποφεύγονται ενδορρινικά σκευάσματα που περιέχουν χλωριούχο βενζαλκόνιο ως χημικό συντηρητικό. Το χλωριούχο βενζαλκόνιο  είναι ένας αντιμικροβιακός παράγοντας τεταρτοταγούς αμμωνίου που περιλαμβάνεται σε ορισμένα ρινικά διαλύματα (συμπεριλαμβανομένων των κορτικοστεροειδών, αποσυμφορητικών, κλπ) για την πρόληψη της ανάπτυξης βακτηρίων[10].

Το χλωριούχο  βενζαλκόνιο  προκαλεί τοξικές αντιδράσεις στη μύτη (μπορεί να βλάψει τη λειτουργία του κροσσωτού επιθηλίου), τα μάτια, τα αυτιά και τους πνεύμονες και μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας[11] .

Τα τοπικά κορτικοστεροειδή, στους περισσότερους ασθενείς, ασκούν αντιφλεγμονώδη δράση, διότι αναστέλλουν τη σύνθεση των κυτταροκινών και μπορεί να βελτιώσουν όλα τα ρινικά συμπτώματα, περιλαμβανομένου του μπουκώματος[12]. Αυτό το αποτέλεσμα δεν παρατηρείται πάντοτε και οι ασθενείς αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν και άλλα φάρμακα, διότι τα κορτικοστεροειδή δρουν  σ’ έναν αριθμό διαφορετικών τύπων κυττάρων του ρινικού βλεννογόνου. Στην αλλεργική ρινίτιδα έχουν ενοχοποιηθεί για την πρόκληση των συμπτωμάτων της, η αποκοκκίωση των μαστοκυττάρων, η συσσώρευση επιθηλιακών μαστοκυττάρων, η βασεοφιλία του ρινικού επιχρίσματος, η ενεργοποίηση της ηωσινοφιλίας και η ηωσινοφιλία των ιστών[13].

Αυτές οι κυτταρικές αντιδράσεις επάνω και μέσα στο ρινικό βλεννογόνο, αποτελούν την απάντηση του ρινικού βλεννογόνου προς την αλλεργία, η οποία είναι σχεδόν πανομοιότυπη προς τις αλλαγές που παρατηρούνται στους κατώτερους αεραγωγούς.

Τα ενδορρινικά τοπικά κορτικοστεροειδή περιορίζουν των αριθμό των ηωσινοφίλων στα ρινικά επιχρίσματα και τα επίπεδα της ηωσινοφιλικής κατιονικής πρωτεΐνης στις ρινικές εκπλύσεις. Τούτο σημαίνει ελάττωση της ενεργοποίησης των  ηωσινοφίλων. Είναι γνωστό ότι η έκθεση στα αλλεργιογόνα προκαλεί κυτταρικές αλλαγές και πιστεύεται ότι η δράση των κορτικοστεροειδών σχετίζεται  με την αναστολή της σύνθεσης των  κυτταροκινών, οι οποίες ρυθμίζουν την ενεργοποίηση και τις αλλαγές των κυττάρων. Τα τοπικά κορτικοστεροειδή περιορίζουν επίσης τους πληθυσμούς των μαστοκυττάρων[14].

Φαίνεται επίσης,  ότι τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας μπορούν να περιοριστούν, αν τα τοπικά κορτικοστεροειδή χορηγούνται προφυλακτικά πριν από την εποχή μιας ανθοφορίας και κατά τη διάρκειά αυτής.

Τα τοπικά κορτικοστεροειδή, χωρίς αμφιβολία αποτελούν σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση και ανακούφιση των συμπτωμάτων της αλλεργικής ρινίτιδας και  πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα από τη χρήση τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι πάντοτε αποτελεσματικά σε όλους τους ασθενείς. Γιαυτό το λόγο σε πολλούς ασθενείς δρα αποτελεσματικά η συνδυασμένη χορήγηση ενδορρινικού κορτικοστεροειδούς και ενδορρινικο΄που αντιισταμινικού σε συνδυασμό με ρινοπλύσεις  με υπερτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού (Osmoclean hyperonic nasal spray), που προηγούνται της χρήσης τους.

Ο συνδυασμός ενδορινικών κορτικοστεροειδών και ενδορινικών Η1 αντιισταμινικών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ταχύτερη ανακουφιστική απόκριση σε σύγκριση με την μεμονωμένη χρήση ενδορινικών κορτικοστεροειδών. Η αξιολόγηση της ανταπόκρισης συνιστάται μετά από 2-4 εβδομάδες για να καθοριστεί το περαιτέρω θεραπευτικό σχέδιο. Εάν υπάρχει ανταπόκριση, η θεραπεία θα πρέπει να συνεχιστεί για τουλάχιστον ένα μήνα. Σε περίπτωση έξαρσης είναι απαραίτητη η κλιμάκωση της χορηγούμενης θεραπείας[15].

Τα αποτελέσματα της συδυασμένης χορήγησης τοπικού κορτικοστεροειδούς και αποσυμφορη-τικού

Παρά τα εξαιρετικά αποτελέσματα των τοπικών κορτικοστεροειδών στην  ανακούφιση των συμπτωμάτων της αλλεργικής ρινίτιδας, εν τούτοις πολλοί ασθενείς, παραπονούνται στους γιατρούς τους ότι το τοπικό κορτικοστεροειδές,  που τους χορηγήθηκε, ή δεν δρούσε ή δρούσε μετά από δύο τρείς ημέρες. Τα παράπονα είναι βάσιμα. Θεωρητικά, υπενθυμίζεται  ότι το κορτικοστεροειδές για να δράσει πρέπει να προσληφθεί από ειδικούς κυταρικούς υποδοχείς και να διεισδύσει μέσα στο κύτταρο. Η διαδικασία αυτή διαρκεί μερικές ώρες και μετά ακολουθούν τα θεραπευτικά αποτελέσματα. Πολλοί κατασκευαστές, για να ξεφύγουν από την καθυστέρηση της έναρξής δράσεως του κορτικοστεροειδούς, ενσωματώνουν στο φιαλίδιο ψεκασμών και κάποιο τοπικό αποσυμφορητικό.  Αυτό έχει μεν θεαματικό αποτέλεσμα στο ξεμπούκωμα, αλλά αναγκάζει τον ασθενή να προσλαμβάνει  το τοπικό αποσυμφορητικό υποχρεωτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και μηνών, αφού μια ανθοφορία μπορεί να διαρκέσει από τρείς έως 7-8 μήνες (π.χ. το περδικάκι).

To τοπικό αποσυμφορητικό, συνήθως μετά από μια εβδομάδα χρήσης, μπορεί να προκαλέσει φαρμακευτική ρινίτιδα, που κύριο σύμπτωμά της είναι το μπούκωμα της μύτης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι παρήλθε ο καιρός της παθογόνου ανθοφορίας και ο ασθενής δεν θα πρέπει να έχει ρινιτικά συμπτώματα, εν τούτοις η μύτη του εξακολουθεί να παραμένει μπουκωμένη, πράγμα που τον αναγκάζει να ζητάει ιατρική βοήθεια. Αν διακοπεί η χρήση του συνδυασμού τοπικού κορτικοστεροειδούς και τοπικου αποσυμφορητικού  και συνεχίσει ο ασθενής τη χρήση μόνο ενδορρινικού κορτικοστεροειδούς  μπορεί να αναστρέψει το μπούκωμα και να θεραπεύσει τη φαρμακευτική ρινίτιδα[16].

Επίσης η χρήση του τοπικού αποσυμφορητικού μπορεί να συνοδευτεί από την εκδήλωση του φαινομένου της ταχυφυλαξίας. Ταχυφυλαξία είναι η απώλεια ανταπόκρισης των ιστών μετά από επαναλαμβανόμενη ή συνεχή χορήγηση ενός φαρμάκου. Το φαινόμενο της ταχυφυλαξίας μπορεί να αναστραφεί με τη διακοπή της συνδυασμένης χορήγησης τοπικού κορτικοστεροειδούς και αποσυμφορητικού και τη χρήση μόνο τοπικού κορτικοστεροειδούς[17].

Ποιος είναι ο ασφαλέστερος τρόπος χορήγησης ενδορρινικού κορτικοστεροειδούς ή ενός ενδορρινικού αντιισταμινικού;

Ο ασφαλέστερος τρόπος επιτάχυνσης και ενίσχυσης της δράσης ενδορρινικών ψεκασμών τοπικού κορτικοστεροειδούς ή τοπικού κορτικοστεροειδούς και τοπικού αντισταμινικού  είναι ο εξής: Προτού ο ασθενής ψεκάσει τις ρινικές του κοιλότητες με το τοπικό κορτικοστεροειδές ή αντιισταμινικό, πρέπει να καθαρίσει τις ρινικές του κοιλότητες με ψεκασμούς υπέρτονου διαλύματος φυσιολογικού ορού (Osmoclean hypertonic nasal spray). Με το Osmoclean hypertonic nasal spray,  αφενός καθαρίζει ο ρινικός βλεννογόνος από ατμοσφαιρικούς ρύπους, τα αλλεργιογόνα και τις πηχτές εκκρίσεις που σκεπάζουν το ρινικό βλεννογόνο και αφετέρου προκαλείται οσμωτική αποσυμφόρηση του ρινικού βλεννογόνου. Τα τοπικό κορτικοστεροειδές ή αντιισταμινικό,  εφ’ όσον έλθει σε επαφή με ένα καθαρό και αποσυμφορημένο με φυσιολογικό τρόπο βλεννογόνο, αρχίζει την αποτελεσματική δράση του εντός ολίγων ωρών με πολύ μεγαλύτερη και ταχύτερη αποτελεσματικότητα.

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση

1.Nappi E, Paoletti G, Malvezzi L, Ferri S, Racca F, Messina MR, Puggioni F, Heffler E, Canonica GW. Comorbid allergic rhinitis and asthma: important clinical considerations. Expert Rev Clin Immunol. 2022 Jul;18(7):747-758

2.Sastre J, Mosges R.Local and systemic safety of intranasal corticosteroids. J Investig Allergol Clin Immunol. 2012;22(1):1-12.

3.Jean Bousquet, Josep M Anto, Claus Bachert, Ilaria Baiardini, Sinthia Bosnic-Anticevich , G Walter Canonica, Erik Melén, Oscar Palomares, Glenis K Scadding, Alkis Togias, Sanna Toppila-Salmi.  Allergic rhinitis. Nat Rev Dis Primers. 2020 Dec 3;6(1):95.

4.Sastre J, Mosges R.Local and systemic safety of intranasal corticosteroids. J Investig Allergol Clin Immunol. 2012;22(1):1-12.

5.W McNeely , L R Wiseman. Intranasal azelastine. A review of its efficacy in the management of allergic rhinitis Drugs. 1998 Jul;56(1):91-114.

6.Sousa-Pinto B, Vieira RJ, Brozek J, Cardoso-Fernandes A, Lourenço-Silva N, Ferreira-da-Silva R, Ferreira A, Gil-Mata S, Bedbrook A, Klimek L, Fonseca JA, Zuberbier T, Schünemann HJ, Bousquet J. Intranasal antihistamines and corticosteroids in the treatment of allergic rhinitis: a systematic review and meta-analysis protocol. BMJ Open. 2023 Nov 2;13(11):e076614.

7.Giorgio Ciprandi, Maria Angela Tosca. Nutraceuticals for allergic diseases: A brief overview. Global Pediatrics Volume 7, March 2024, 100103. https://doi.org/10.1016/j.gpeds.2023.100103.

8.Tosca MA, Trincianti C, Naso M, Nosratian V, Ciprandi G. Treatment of Allergic Rhinitis in Clinical Practice. Curr Pediatr Rev. 2024;20(3):271-277.

9.Barrie Cohen. Allergic Rhinitis. Pediatr Rev. 2023 Oct 1;44(10):537-550.

10.I L Bernstein. Is the use of benzalkonium chloride as a preservative for nasal formulations a safety concern? A cautionary note based on compromised mucociliary transport. Allergy Clin Immunol. 2000 Jan;105(1 Pt 1):39-44.

11.P Graf . Adverse effects of benzalkonium chloride on the nasal mucosa: allergic rhinitis and rhinitis medicamentosa.  Clin Ther. 1999 Oct;21(10):1749-55.

12.Verret DJ, Marple BF. Effect of topical nasal steroid sprays on nasal mucosa and ciliary function. Curr Opin Otolaryngol Head Neck Surg. 2005 Feb;13(1):14-8.

13.Peng HS, Zhu XH. [Study on the application of mast cells in the pathogenesis of allergic rhinitis]. Lin Chuang Er Bi Yan Hou Tou Jing Wai Ke Za Zhi. 2018 Jan 20;32(2):157-160.

14.S Finotto, Y A Mekori, and D D Metcalfe. Glucocorticoids decrease tissue mast cell number by reducing the production of the c-kit ligand, stem cell factor, by resident cells: in vitro and in vivo evidence in murine systems. J Clin Invest. 1997 Apr 1; 99(7): 1721–1728.

15.Ioannis Goniotakis, Evanthia Perikleous, Sotirios Fouzas, Paschalis Steiropoulos, and Emmanouil Paraskakis. A Clinical Approach of Allergic Rhinitis in Children. Children (Basel). 2023 Sep; 10(9): 1571.

16.B J Ferguson, S Paramaesvaran, E Rubinstein. A study of the effect of nasal steroid sprays in perennial allergic rhinitis patients with rhinitis medicamentosa. Otolaryngol Head Neck Surg . 2001 Sep;125(3):253-60.

17.Sriram Vaidyanathan, Peter Williamson, Karine Clearie, Faisel Khan, Brian Lipworth. Fluticasone reverses oxymetazoline-induced tachyphylaxis of response and rebound congestion.  Am J Respir Crit Care Med. 2010 Jul 1;182(1):19-24.

 

 

 

 

 

Δρ Δημήτριος Γκέλης ΜD, ORL, DDS, PhD

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης (MD, ORL, DDS, PhD)

Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,  Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιατρικός Ερευνητής και Συγγραφέας

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ: Ιατρική Έρευνα, Συμπληρωματική Ιατρική

Διεύθυνση: ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
Τηλ: 6944280764, Email: pharmage@otenet.gr
www.gelis.gr, www.pharmagel.gr , www.orlpedia.gr , www.allergopedia.gr, d3gkelin.gr, www.vitaminb12.gr, www.zinc.gr, www.curcumin.gr

Αικατερίνη Γκέλη
Αικατερίνη Γκέλη
Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια
 Άσσος, Κορίνθου.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διαγνωστική με υπερήχους, κλασσική ακτινολογία παίδων και ενηλίκων, γναθοπροσωπική ακτινολογία, περιβαλλοντική ιατρική, ιατρική διατροφολογία, συμπληρωματική ιατρική.


Σημείωση: Το παρόν επιστημονικό άρθρο γράφτηκε για λόγους ενημέρωσης των ιατρών και των λοιπών επιστημόνων υγείας και δεν αποτελεί  μέσο διάγνωσης ή αντιμετώπισης ή πρόληψης ασθενειών, ούτε αποτελεί ιατρική συμβουλή για ασθενείς, από τον συγγραφέα ή τους συγγραφείς του άρθρου.

Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από  τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση,  παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας 


Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.