Η ευεργετική δράση της μικκυλιακής κουρκουμίνης (Curcugkel) στη στοματική βλεννογονίτιδα ασθενών μετά από ακτινο/χημειοθεραπεία©

Συγγραφείς: Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης (MD, ORL, DDS, PhD) και Αικατερίνη Γκέλη (MD, Radiologist)

Η κυτταροτοξική ακτινοθεραπεία, η χημειοθεραπεία ή και οι δύο γίνονται όλο και πιο αποτελεσματικές για τη θεραπεία κακοηθειών, αλλά συνδέονται με μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες παρενέργειες. Η στοματική βλεννογονίτιδα είναι η πιο σημαντική αιτία νοσηρότητας σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοακτινοθεραπεία για καρκίνους της κεφαλής και του τραχήλου, σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση μυελού των οστών και σε αυτούς που λαμβάνουν ορισμένους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες για μια ποικιλία ανθρώπινων κακοηθειών[1].

Η θεραπεία για τον καρκίνο (συμπεριλαμβανομένης της μεταμόσχευσης μυελού των οστών) μπορεί να προκαλέσει   διαταραχή της λειτουργίας και της ακεραιότητας του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Αυτή η παρενέργεια   είναι από τις κλινικά σημαντικές, διότι συνοδεύεται από σοβαρές, επώδυνες εξελκώσεις του βλεννογόνου του στόματος (βλεννογονίτιδα) και μυκητιασική λοίμωξη του στόματοφάρυγγα (στοματική καντιντίαση).

 Η στοματική βλεννογονίτιδα είναι μια έντονη μετακτινική ή μεταχημειοθεραπευτική φλεγμονή που συνήθως συνοδεύεται από οίδημα του στοματοφαρυγγικού βλεννογόνου, έντονο πόνο στο στόμα και δημιουργία ελκών του βλεννογόνου του στόματος, τα οποία μπορεί να επιμολυνθούν και να αιμορραγήσουν, ξηροστομία, δυσκαταποσία και δυσχέρια στην ομιλία.

Η βλεννογονίτιδα του στόματος, σε αρκετές περιπτώσεις προκαλεί τόσο έντονο πόνο, που δεν αφήνει τον άρρωστο να κοιμηθεί και να τρέφεται επαρκώς, καθυστερεί την αποθεραπεία του,   παρατείνει τη διάρκεια της νοσηλείας, αυξάνει  το κόστος της θεραπείας και δημιουργεί,  σε ορισμένες περιπτώσεις, απειλητική για τη ζωή λοίμωξη, όπως η σηψαιμία[2].

Η μετακτινική και η μεταχημειοθεραπευτιή στοματική  βλεννογονίτιδας ποικίλλει σε βαρύτητα συμπτωμάτων, που μπορεί να είναι ένα ήπιο ερύθημα, το οποίο προκαλεί καυστική ενόχληση του βλεννογόνου, έως μεγάλες περιοχές βαθιών, συγχωνευόμενων ελκών που απαιτούν τη χορήγηση υψηλών δόσεων οπιοειδών φαρμάκων για να ανακουφιστούν οι πόνοι των ασθενών.

 Ο στοματικός βλεννογόνος φιλοξενεί ακίνδυνα, αλλά και παθογόνα  βακτήρια, μύκητες και ιούς. Η ρήξη της ακεραιότητας του στοματικού βλεννογόνου από τα μετακτινικά ή μεταχημειοθεραπευτικά έλκη   αποτελεί  μια σημαντική πύλη εισόδου  παθογόνων μικροοργανισμών στην κυκλοφορία του αίματος με απρόβλεπτες συνέπειες,  ειδικά σε καρκινοπαθείς που πάσχουν από ουδετεροπενία.

Η σημασία της βλεννογονίτιδας ως παράγοντα κινδύνου για βακτηριαιμία και σήψη είναι επίσης καλά τεκμηριωμένη και μπορεί  να οδηγήσει σε διακοπή της ακτινοχημειοθεραπείας και της θεραπείας γενικότερα με αποτέλεσμα τη μη βέλτιστη θεραπεία του καρκίνου[3].

Η στοματική βλεννογονίτιδα έχει πλέον αναδειχθεί ως κύρια επιπλοκή της θεραπείας που σχετίζεται με τον καρκίνο λόγω της εμφάνισης νεότερων θεραπευτικών τρόπων αντιμετώπισης άλλων κοινών επιπλοκών όπως η ναυτία, ο έμετος και η ουδετεροπενία και έτσι έχει γίνει μια εξέχουσα αιτία καθυστέρησης της θεραπείας[4, 5].

Πιστεύεται ότι ο αποικισμός των εξελκώσεων του  βλεννογόνου από παθογόνα βακτήρια, μύκητες και ιούς οδηγεί σε δευτερογενείς λοιμώξεις.

Παθολογική φυσιολογία της στοματικής βλεννογονίτιδας

Ο μηχανισμός πρόκλησης της στοματικής βλεννογονίτιδας βασίζεται  στην υπόθεση ότι οι κυτταροτοξικές θεραπείες που προορίζονται να σκοτώσουν τα ταχέως διαιρούμενα καρκινικά κύτταρα φονεύουν επίσης τα ταχέως διαιρούμενα φυσιολογικά κύτταρα, όπως αυτά που βρίσκονται στην ανανέωση του επιθηλίου του στοματικού βλεννογόνου.

Στην περίπτωση του βλεννογόνου του στόματος, η ακτινο-χημειοθεραπεία προκαλεί μια μη ειδική βλάβη του DNA των φυσιολογικών βασικών κυττάρων, που οδηγεί σε   κλωνογόνο κυτταρικό θάνατο, οδηγώντας σε ανισορροπία της απώλειας και αναπλήρωσης του επιθηλίου. Μόλις δημιουργηθεί  επαρκής ατροφική βλάβη, που λεπταίνει το  επιθήλιο του βλεννογόνου σε σημείο μέχρι να υποστεί ρήξη,  θα εμφανιστεί το  έλκος. Αυτά τα έλκη στη συνέχεια δεν είναι σε θέση να επουλωθούν μέχρι να μειωθεί ή να σταματήσει η θεραπεία. Ο βακτηριακός αποικισμός και η δευτερογενής μόλυνση των ελκών θεωρείται  ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη, τη διάρκεια και την επούλωση τους[6].

 Πότε εκδηλώνονται βλάβες στο στοματικό βλεννογόνο μετά από ακτινo/χημειοθεραπεία 

Για ασθενείς που λαμβάνουν κλασματοποιημένη ακτινοβολία ή χημειοακτινοβολία για καρκίνους της κεφαλής και του τραχήλου, οι ανεπιθύμητες αλλαγές του βλεννογόνου γίνονται εμφανείς σε αθροιστικές δόσεις ακτινοβολίας, τόσο χαμηλές, όσο τα 10 Gy. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, το έλκος παρατηρείται κατά τα 30 Gy (το τέλος της τρίτης εβδομάδας θεραπείας)[3].

Παρόμοια παρατήρηση έκανε και ο Karthikeya Patil και οι συνεργάτες (2015) στη μελέτη τους για τη θεραπεία της ακτινικής στοματοβλεννογονίτιδας με τη χρήση διαλύματος κουρκουμίνης,  όπου τα σημεία και τα συμπτώματα της στοματικής βλεννογονίτιδας έγιναν κλινικά εμφανή την 3η εβδομάδα ακτινοθεραπείας, δηλαδή με μια αθροιστική δόση 21 Gy σε 15 διαιρεμένα κλάσματα, σε μια περίοδο τριών εβδομάδων[7].

H βλεννογονίτιδα που προκαλείται από χημειοθεραπεία ξεκινά τυπικά 4 έως 5 ημέρες μετά την έγχυση και κορυφώνεται περίπου 5 ημέρες αργότερα και διαρκεί από μία εβδομάδα έως έξι εβδομάδες ή περισσότερο.  Στους ασθενείς των Karthikeya Patil και των συνεργατών (2015), η στοματική βλεννογονίτιδα παρατηρήθηκε συνήθως τη 2η εβδομάδα της χημειοθεραπείας και η σοβαρότητα της οποίας αυξανόταν, όσο αυξανόταν ο αριθμός των κύκλων της χημειοθεραπείας. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή σημειώθηκε περισσότερο στην ομάδα ελέγχου παρά στην ομάδα μελέτης[7]. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία για συμπαγείς όγκους, η διάρκεια της στοματικής βλεννογονίτιδας εξαρτάται από τον τύπο, τη δόση και την πορεία της θεραπείας.

Παθογένεση της βλεννογονίτιδας

Κατά τον Sonis (2004) ακολουθούνται τα παρακάτω βήματα δημιουργίας της βλεννογονίτιδας[3].

Στη φάση έναρξης, τα αντιδραστικά είδη οξυγόνου (ROS) που δημιουργούνται από την έκθεση σε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία έχουν ως αποτέλεσμα σπασίματα του κλώνου του DNA και βλάβες σε κύτταρα, ιστούς και αιμοφόρα αγγεία, που τελικά προκαλούν απόπτωση.

Παράγοντες μεταγραφής όπως ο πυρηνικός παράγοντας κάπα β (NF-κ β) ενεργοποιούνται και αυτό οδηγεί σε σηματοδότηση και ενίσχυση μέσω γονιδιακής ρύθμισης προς τα πάνω. Αρκετές οδοί που οδηγούν στη βλάβη των επιθηλιακών κυττάρων και των ινοβλαστών ενεργοποιούνται από κυτοκίνες όπως η ιντερλευκίνη (IL)-1β και η IL-6.

Η δραστηριότητα του NF-κ β ενισχύεται από προφλεγμονώδεις κυτοκίνες όπως ο παράγοντας νέκρωσης όγκου-άλφα (TNF-α) που με τη σειρά του προάγει τη φλεγμονή, τον πόνο και τη λειτουργική βλάβη.

Ο αποικισμός των στοματικών βακτηρίων ευνοείται στη φάση του έλκους λόγω της διείσδυσης του επιθηλίου υποβλεννογονίως. Όλα αυτά τα στάδια παθογένεσης της βλεννογονίτιδας συμβαίνουν με συνεχή τρόπο, χωρίς οριοθέτηση μεταξύ αυτών των σταδίων.  Αυτά τα στάδια πυροδοτούνται σε κάθε κύκλο χημειοακτινοθεραπείας, γεγονός που οδηγεί σε έναν καταρράκτη δυναμικών αλληλεπιδράσεων επανειλημμένα μεταξύ των κύκλων θεραπείας που συμβαίνουν σε διαφορετικές θέσεις του στοματικού βλεννογόνου[3, 4].

Αντιμετώπιση της μετακτινικής στοματοβλεννογονίτιδας

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη θεραπεία της στοματικής βλεννογονίτιδας είναι συχνά αντιφατικές, έτσι ώστε να μην υπάρχει τυπικό πρωτόκολλο θεραπείας βασισμένο σε στοιχεία. Επομένως η θεραπεία είναι εμπειρική[8].

Επιμελής φροντίδα της υγιεινής του στόματος.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας του καρκίνου δίδεται μεγάλη προσοχή στη φροντίδα του στόματος και των δοντιών. Η συστηματική τήρηση της καθημερινής φροντίδας του στόματος μπορεί να μειώσει των αριθμό παθογόνων βακτηρίων που μπορεί να αναπτυχθούν στη στοματική κοιλότητα.

Τα παθογόνα βακτήρια μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή στοματική λοίμωξη, η οποία μπορεί να εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματός σας.

  • Τα δόντια πρέπει να βουρτσίζονται 2 ή 3 φορές την ημέρα για 2 έως 3 λεπτά κάθε φορά, χρησιμοποιώντας  οδοντόβουρτσα με μαλακές τρίχες και φθοριούχο οδοντόκρεμα. Η οδοντόβουρτσα αφήνεται να στεγνώσει στον ατμοσφαιρικό αέρα, μετά από κάθε χρήση της.
  • Εάν η οδοντόκρεμα δεν είναι ανεκτή βουρτσίστε τα δόντια σας  με διάλυμα σόδας του φαγητού (ένα κουταλάκι σόδα του φαγητού σε ένα ποτήρι νερό). Πλένετε τα δόντια σας αφού βυθίσετε την οδοντόβουρτσα στο  διάλυμα της σόδας.
  • Καθαρίζετε τα μεσοδόντια διαστήματα με οδοντικό νήμα με τρόπο που δεν τραυματίζει τα ούλα.

Ξεπλένετε το στόμα σας  5 ή 6 φορές την ημέρα για 1 έως 2 λεπτά κάθε φορά με το παρακάτω διάλυμα:

  • 1 κουταλάκι του γλυκού (5 γραμμάρια) μαγειρική σόδα σε 240 ml νερού.

Περαιτέρω φροντίδα του στόματός:

  • Αποφυγή ζάχαρης (γλυκά, ποτά, ροφήματα, μέλι, κλπ), διότι δημιουργούν τερηδόνα και καθυστερεούν την επούλωση των ελκών.
  • Χρησιμοποιήστε προϊόντα περιποίησης χειλιών για να μην στεγνώσουν και σκάσουν τα χείλη σας.
  • Πίνετε κάθε μία ώρα 150ml νερό για να απαλύνετε την ξηροστομία και να προλάβετε την αφυδάτωση.
  • Αν φοράτε οδοντοστοιχίες μη τις χρησιμοποιείτε διότι μπορεί να προκαλέσουν έλκη στα ούλα.

Ανακούφιση του πόνου

Οι πόνοι της μετακτινικής στοματοβλεννογονίτιδας μπορεί να είναι αφόρητοι και μπορεί να αναγκαστεί ο γιατρός σας να σας χορηγήσει έντονα παυσίπονα (π.χ. οπιοειδή).

Θεραπεία με στοματοπλύσεις χλωρεξιδίνης

Η γλυκονική χλωρεξιδίνη είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα διαλύματα στοματικών πλύσεων που έχουν εντοπιστεί σε μελέτες και έχει χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη και τη βελτίωση των σημείων και συμπτωμάτων της βλεννογονίτιδας που προκαλείται τόσο από χημειοθεραπεία, όσο και από ακτινοθεραπεία.

Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι η χλωρεξιδίνη δεν είναι σημαντικά αποτελεσματική στη μείωση της σοβαρότητας της βλεννογονίτιδας, ούτε στην πρόληψη της συχνότητας εμφάνισης βλεννογονίτιδας. Επίσης η χλωρεξιδίνη δεν προστατεύει από τις πιθανές επιπλοκές της βλεννογονίτιδας  λόγω του τσουξίματος  και της αφυδάτωσης που μπορεί να προκαλέσει, η οποία  μπορεί να οδηγήσει σε μικροβιακό αποικισμό στον προσβεβλημένο βλεννογόνο και να περιπλέξει περαιτέρω την κατάσταση των ασθενών[4, 9].

Οι ασθενείς με βλεννογονίτιδα πρέπει να αποφεύγουν τα αλκοολούχα  στοματικά διαλύματα, διότι αυξάνουν τους πόνους των ασθενών, συγκριτικά με στοματικά διαλύματα που δεν περιέχουν οινόπνευμα[10].

Επομένως, είναι απαραίτητο να βρεθεί μια κατάλληλη εναλλακτική λύση που να είναι πιο αποτελεσματική και με ελάχιστες παρενέργειες.

Θεραπεία με συνεδρίες υπερβαρικού οξυγόνου

Οι ασθενείς οι οποίοι έκαναν θεραπεία με συνεδρίες υπερβαρικού οξυγόνου μετά από ακτινοθεραπεία/χημειοθεραπεία είχαν καλύτερες βαθμολογίες ποιότητας ζωής, όσον αφορά την κατάποση, παραγωγή κολλώδους σάλιου, την  ξηροστομία και τον πόνο στο στόμα[11].

Θεραπεία με ψεκασμούς Xerogkelin

Το Xerogkelin  είναι ένα στοματικό διάλυμα που περιέχει αβλαβή συστατικά, όπως η  υδροξυαιθυλοκυτταρίνη, χωρίς οινόπνευμα, προωθητικά αέρια και χημικά συντηρητικά. Υγραίνει το βλεννογόνο του στόματος, της γλώσσας, του φάρυγγα και του λάρυγγα, εξασφαλίζοντας υψηλά επίπεδα τοπικής ενυδάτωσης για 1-2 ώρες. Η εφαρμογή 5-6 ψεκασμών Xerogkelin στο βλεννογόνο του στοματοφάρυγγα προκαλεί μεγάλη ανακούφιση στον ασθενή. Οι ψεκασμοί μπορεί να επαναλαμβάνονται κάθε 2-3 ώρες και το περιεχόμενό τους μπορεί να το καταπιεί ασφαλώς ο ασθενής.

Η συνεχής χρήση υποκατάστατων σάλιου (Xerogkelin) για τουλάχιστον ένα μήνα βελτίωσε τα σημεία και συμπτώματα της ξηροστομίας και ενίσχυσε την ικανότητα κατάποσης ασθενών με μετακτινική βλεννογονίτιδα του στόματος. Έχει βρεθεί ότι ένα  υποκατάστατο σάλιου ήταν ανώτερο από ένα τοπικό τζελ σάλιου για την ανακούφιση των προβλημάτων ξηροστομίας και κατάποσης. Αυτά οδηγούν σε βελτιωμένη κλινική διατροφική κατάσταση. Έτσι, η ανακούφιση της ξηροστομίας μπορεί να είναι κρίσιμη για την υποστήριξη της διατροφής των ασθενών με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου μετά την ακτινοθεραπεία[12].

Θεραπεία με στοματοπλύσεις μικκυλιακης κουρκουμίνης (Curcugkel).

Η κουρκουμίνη είναι το κύριο συστατικό της σκόνης της αποξηραμένης ρίζας του φυτού κουρκουμάς. Η κουρκουμίνη έχει αποδειχτεί ότι διαθέτει ποικίλες θεραπευτικές  ιδιότητες όπως αντιοξειδωτικές, αναλγητικές, αντιφλεγμονώδεις, αντικαρκινικές, αντιμικροβιακές, αντισηπτικές, χημειοευαισθητοποιητικές και ακτινοευαισθητοποιητικές[13, 14, 15].

Oι  αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες της κουρκουμίνης οφείλονται στην  αναστολή των μεταγραφικών παραγόντων και των φλεγμονωδών μεσολαβητών, όπως ο πυρηνικός παράγοντας- κβ (NF- κβ ), η κυκλοοξυγενάση-2 (COX2), η λιποξυγενάση (LOX), ο παράγοντας νέκρωσης όγκου (TNF-άλφα), η ιντερλευκίνη-1 (IL-1) και ιντερλευκίνη-6 (IL-6)

Φαρμακολογικά, η κουρκουμίνη έχει βρεθεί ότι είναι ασφαλής. Κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους δεν έδειξαν δοσοπεριοριστική τοξικότητα όταν χορηγήθηκε σε δόσεις έως και 10 g/ημέρα[16].

 Αρκετά γονίδια που μεσολαβούν στην ογκογένεση και τη μετάσταση ρυθμίζονται από έναν πυρηνικό παράγοντα μεταγραφής, τον πυρηνικό παράγοντα κάπα Β (NF-kappaB). Έρευνα των τελευταίων ετών έχει αποκαλύψει ότι το NF-kappaB ενεργοποιείται από καρκινογόνες ουσίες, υποκινητές όγκου, φλεγμονώδεις κυτοκίνες και από χημειοθεραπευτικούς παράγοντες.

Η ενεργοποίηση του NF-kappaB μπορεί να καταστείλει την απόπτωση, προάγοντας έτσι τη χημειοανθεκτικότητα και την ογκογένεση. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο ότι, οι περισσότεροι χημειοπροληπτικοί παράγοντες φαίνεται να καταστέλλουν την ενεργοποίηση του NF-kappaB μέσω της αναστολής της οδού σηματοδότησης NF-kappaB. Αυτοί οι χημειοπροληπτικοί παράγοντες ευαισθητοποιούν επίσης τους όγκους σε χημειοθεραπευτικούς παράγοντες μέσω της κατάργησης της ενεργοποίησης του NF-kappaB[17].

Η κουρκουμίνη έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει τον NF-κΒ. Η έκφραση πολλών γονιδίων που ρυθμίζονται από το NF-κB έχει επίσης αποδειχθεί ότι καταστέλλεται από την κουρκουμίνη. Μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών αποκάλυψε μια σημαντική επίδραση της κουρκουμίνης στη μείωση της συγκέντρωσης του TNF-α στην κυκλοφορία του αίματος[18].

To 2015 o Κarthikeya Patil και οι συνεργάτες αντιμετώπισαν τη στοματική βλεννογονίτιδα  20 ενηλίκων  καρκινοπαθών, που υποβλήθηκαν σε ακτινοχημειοθεραπεία, και στη συνέχεια χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα εφαρμόστηκε τυπική προληπτική στοματική φροντίδα, με το στοματικό διάλυμα χλωρεξιδίνης 0,2% . Στην  άλλη ομάδα χορηγήθηκε στοματικό διάλυμα κουρκουμίνης, που παρασκευαζόταν πρόσφατα. Οι στοματοπλύσεις των ατόμων και των δύο ομάδων  γινόταν τρεις φορές την ημέρα.  Η στοματική βλεννογονίτιδα αξιολογήθηκε την πρώτη, την δέκατη και την εικοστή ημέρα, τις ημέρες 0, 10 και 20.  Η κουρκουμίνη βρέθηκε να είναι καλύτερη από την στοματική πλύση με χλωρεξιδίνη, όσον αφορά την ταχεία επούλωση των πληγών και την καλύτερη συμμόρφωση του ασθενούς στη διαχείριση της στοματικής βλεννογονίτιδας που προκαλείται από ακτινοθεραπεία. Δεν αναφέρθηκαν στοματικές ή συστηματικές επιπλοκές[7].

Τα ευεργετικά αποτελέσματα της κουρκουμίνης στη στοματική βλεννογονίτιδα είναι καταγραμμένα σε άρθρα που δημοσιεύτηκαν από το 2010 έως τον Απρίλιο του 2021, στην παγκόσμια ιατρική βιβλιογραφία  μετα-ανάλυσης κλινικών ερευνών,  χρησιμοποιώντας τις ιατρικές ψηφιακές μηχανές αναζήτησης Mesh,  PubMed, Google scholar, Science Direct, βιβλιοθήκη Cochrane . Το συμπέρασμα αυτής της μελέτης είναι ότι η κουρκουμίνη  είναι ασφαλής, αποτελεσματική, καλά ανεκτή για την πρόληψη της καθυστέρησης στην έναρξη και τη σοβαρότητα της στοματικής βλεννογονίτιδας Προκαλεί θεραπευτική βελτίωση του πόνου, που οφείλεται στην ακτινο/χημειοθεραπεία του καρκίνου και εμποδίζει την απώλεια βάρους[19, 20].

Το στοματικό διάλυμα κουρκουμίνης δρα αποτελεσματικά στην στοματική βλενογονίτιδα σε παιδιατρικούς ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία με δοξορουβικίνη και ήταν  ασφαλές και καλά ανεκτό[21].

Το 2023 Vahid Ramezani και οι συνεργάτες με μια προκαταρκτική τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική μελέτη επέδειξαν ότι. τόσο το στοματικό διάλυμα κουρκουμίνης, όσο και η νανοκάψουλα ήταν αποτελεσματικά, ασφαλή και καλά ανεκτά στη θεραπεία της στοματικής βλεννογονίτιδας  από ακτινοβολία[22].

Η μαλακή, ευδιάλυτη στο ζεστό νερό, κάψουλα του Curcugkel, παράγει διάλυμα μικκυλιακής κουρκουμίνης που μπορεί με στοματοπλύσεις και γαργαρισμούς  να ανακουφίσει τους πόνους της στοματικής βλεννογονίτιδας και να επιταχύνει την επούλωση των ελκών του βλεννογόνου του στόματος μετά από ακτινοθεραπεία/χημειοθεραπεία.

Στοματικό διάλυμα μικκυλιακής κουρκουμίνης (Curcugkel)

Η προσωπική εμπειρία του πρώτου από τους συγγραφείς του παρόντος άρθρου είναι θετική για τη χρήση της μικκυλιακής κουρκουμίνης Novasol®Curcumin, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, ως συμπλήρωμα διατροφής με την ονομασία Curcugkel. Oι ασθενείς με στοματική βλεννογονίτιδα μπορεί να διαλύουν μια μαλακή κάψουλα του Curcugkel σε ένα ποτήρι ζεστό νερό. Αφού κρυώσει το διάλυμα ο ασθενής κάνει στοματοπλύσεις και γαργάρες, σταδιακά όλο το διάλυμα.

Κάθε γουλιά του διαλύματος γίνεται στματοπλύση και γαργάρα που διαρκεί ένα λεπτό και καταπίνεται. Στοματοπλύσεις γίνονται με όλο το περιεχόμενο του ποτηριού Έτσι μέσα σε ένα διάστημα δέκα λεπτών ο ασθενής έχει κάνει όλο το διάλυμα στοματοπλύσεις και γαργάρα και επιπλέον έχει προσλάβει την ποσότητα μιας κάψουλας μικκυλιακής κουρκουμίνης, η οποία είναι πιο ευαπορρόφητη από την απλή σκόνη κουρκουμίνης κατά 18.500%.[23].

Η μικυλιακή κουρκουμίνη  NovaSOL®Curcumin (Curcugkel) σε κάθε κάψουλά του περιέχει περιέχει 350 mg NovaSOL® Curcumin, που ισοδυναμεί με 17,5 mg καθαρής κουρκουμίνης, που ισοδυναμεί με περίπου  4 gr φυσικής σκόνης κουρκουμίνης 95%. Μία κάψουλα των    NovaSOL® Curcumin ισοδυναμεί με 8 δισκία φυσικής σκόνης κουρκουμίνης 80%.

 Ένας ασθενής παίρνοντας ημερησίως 3 κάψουλες Curcugkel επί 20 ημέρες μπορεί να επιταχύνει την επούλωση των ελκών και να ανακουφιστεί σημαντικά από τους αφόρητους πόνους της βλεννογονίτιδας, αλλά και να επωφεληθεί  από την γενικότερη αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη και αντικαρκινική δράση της   κουρκουμίνης.

 

Βιβλιογραφική τεκμηρίωση

1.Demarosi F, Bez C, Carrassi A. Prevention and treatment of chemo- and radiotherapy-induced oral mucositis. Minerva Stomatol. 2002 May;51(5):173-86.

2.Worthington HV, Clarkson JE, Bryan G, Furness S, Glenny AM, Littlewood A, et al. Interventions for preventing oral mucositis for patients with cancer receiving treatment (Review) The Cochrane Library. 2013;2:1–263.

3.Sonis ST. Pathobiology of Oral Mucositis: novel insights and opportunities. J Support Oncol. 2007;5:3–11.

4.Bensinger W, Schubert M, Ang KK, Brizel D, Brown E, Eilers JG, et al. NCCN task force report: prevention and management of mucositis in cancer care. Journal of the National Comprehensive Cancer Network. 2008;6(1):S1–24.

5.Barasch A, Elad S, Altman A, Damato K, Epstein J. Antimicrobials, mucosal coating agents, anesthetics, analgesics, and nutritional supplements for alimentary tract mucositis. Support Care Cancer. 2006;14:528–32.

6.Marika Cinausero, Giuseppe Aprile, Paola Ermacora, Debora Basile, Maria G Vitale, Valentina Fanotto, Giuseppe Parisi, Lorenzo Calvetti, Stephen T Sonis. New Frontiers in the Pathobiology and Treatment of Cancer Regimen-Related Mucosal Injury. Front Pharmacol. 2017 Jun 8;8:354.

7. Karthikeya Patil, Mahima V Guledgud, P K Kulkarni, Deepika Keshari, Srishti Tayal.Use of Curcumin Mouthrinse in Radio-Chemotherapy Induced Oral Mucositis Patients: A Pilot Study. J Clin Diagn Res. 2015 Aug;9(8):ZC59-62.

8.Feller L, Essop R, Wood NH, Khammissa RA, Chikte UM, Meyerov R, Lemmer J.Chemotherapy- and radiotherapy-induced oral mucositispathobiology, epidemiology and management. SADJ. 2010 Sep;65(8):372-4.

9.Hodgkinson B, Long L, Evans D. Prevention and treatment of oral mucositis in cancer patients. Best Practice. 1998;2(3):1–6.

10.Madan PDK, Sequeira PS, Shenoy K, Shetty J. The effect of three mouthwashes on radiation-induced oral mucositis in patients with head and neck malignancies: A randomized control trial. J Cancer Res Ther. 2008;4(1):3–8.

11.David N Teguh, Peter C Levendag, Inge Noever, Peter Voet, Henrie van der Est, Peter van Rooij, Antoine G Dumans, Maarten F de Boer, Michiel P C van der Huls, Wouter Sterk, Paul I M Schmitz. Early hyperbaric oxygen therapy for reducing radiotherapy side effects: early results of a randomized trial in oropharyngeal and nasopharyngeal cancer.  Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2009 Nov 1;75(3):711-6.

12.Sumalee Nuchit, Aroonwan Lam-ubol, Wannaporn Paemuang, Sineepat Talungchit, Orapin Chokchaitam, On-ong Mungkung, Tippawan Pongcharoen, and Dunyaporn Trachootham. Alleviation of dry mouth by saliva substitutes improved swallowing ability and clinical nutritional status of post-radiotherapy head and neck cancer patients: a randomized controlled trial. Support Care Cancer. 2020; 28(6): 2817–2828.

13.Chaturvedi TP. Uses of turmeric in dentistry: An update. Indian J Dent Res. 2009;20(1):107–09.

14.Nagpal M, Sood S. Role of curcumin in systemic and oralhealth. Journal of Natural Science, Biology and Medicine. 2013;4(1):3–7.

15.Mimeault M, Batra SK. Potential applications of curcumin and its novel synthetic analogs and nanotechnology-based formulations in cancer prevention and therapy. Chinese Medicine. 2011;6(31):1–19.

16.Bharat B Aggarwal, Anushree Kumar, Alok C Bharti. Anticancer potential of curcumin: preclinical and clinical studies. Anticancer Res. 2003 Jan-Feb;23(1A):363-98.

17.Bharti AC, Aggarwal BB. Nuclear factor-kappa B and cancer: its role in prevention and therapy. Biochem Pharmacol. 2002 Sep;64(5-6):883-8.

18.Sahebkar A, Cicero AFG, Simental-Mendía LE, Aggarwal BB, Gupta SC. Curcumin downregulates human tumor necrosis factor-α levels: A systematic review and meta-analysis ofrandomized controlled trials. Pharmacol Res. 2016 May;107:234-242.

19.Sreedevi Dharman, Maragathavalli G, Karpagavalli Shanmugasundaram, and Rajesh Kumar Shanmugam. A Systematic Review and Meta-Analysis on the Efficacy of Curcumin/Turmeric for the Prevention and Amelioration of Radiotherapy/Radiochemotherapy Induced Oral Mucositis in Head and Neck Cancer Patients. Asian Pac J Cancer Prev. 2021 Jun; 22(6): 1671–1684.

20.Normando AGC, de Menêses AG, de Toledo IP, Borges GÁ, de Lima CL, Dos Reis PED, Guerra ENS. Effects of turmeric and curcumin on oral mucositis: A systematic review. Phytother Res. 2019 May;33(5):1318-1329

21.Elad S, Meidan I, Sellam G, Simaan S, Zeevi I, Waldman E, Weintraub M, Revel-Vilk S. Topical curcumin for the prevention of oral mucositis in pediatric patients: case series. Altern Ther Health Med. 2013 May-Jun;19(3):21-4.

22.Ramezani V, Ghadirian S, Shabani M, Boroumand MA, Daneshvar R, Saghafi F. Efficacy of curcumin for amelioration of radiotherapy-induced oral mucositis: a preliminary randomized controlled clinical trial. BMC Cancer. 2023 Apr 17;23(1):354.

23.Schiborr C1, Kocher A, Behnam D, Jandasek J, Toelstede S, Frank J. The oral bioavailability of curcumin from micronized powder and liquid micelles is significantly increased in healthy humans and differs between sexes. Mol Nutr Food Res. 2014 Mar;58(3):516-27.

 

 

 

 

 

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης

Δρ.Δημήτριος Ν. Γκέλης
Iατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος

Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιατρικός Συγγραφέας, Ιατρικός Ερευνητής 

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ: Ιατρική Έρευνα, Συμπληρωματική Ιατρική

Διεύθυνση: ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
Τηλ: 6944280764, Email: pharmage@otenet.gr
www.gelis.gr, www.pharmagel.gr , www.orlpedia.gr , www.allergopedia.gr, d3gkelin.gr, www.vitaminb12.gr, www.zinc.gr, www.curcumin.gr

Αικατερίνη Γκέλη
Αικατερίνη Γκέλη
Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια
 Άσσος, Κορίνθου.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διαγνωστική με υπερήχους, κλασσική ακτινολογία παίδων και ενηλίκων, γναθοπροσωπική ακτινολογία, περιβαλλοντική ιατρική, ιατρική διατροφολογία, συμπληρωματική ιατρική.


Σημείωση: Το παρόν επιστημονικό άρθρο γράφτηκε για λόγους ενημέρωσης των ιατρών και των λοιπών επιστημόνων υγείας και δεν αποτελεί  μέσο διάγνωσης ή αντιμετώπισης ή πρόληψης ασθενειών, ούτε αποτελεί ιατρική συμβουλή για ασθενείς, από τον συγγραφέα ή τους συγγραφείς του άρθρου.

Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από  τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση,  παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας 


Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.