Συγγραφείς: Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης ΜD, ORL, DDS, PhD και Αικατερίνη Γκέλη, MD, Radiologist
Η κυστική ίνωση (ΚΙ) είναι μια από τις πιο συνηθισμένες θανατηφόρες αυτοσωμικές υπολειπόμενες ασθένειες μεταξύ των ατόμων Καυκάσιας φυλής, τουλάχιστον στις Ηνωμένε Πολιτείες. Υπάρχουν περίπου 30.000 ασθενείς με κυστική ίνωση στις Ηνωμένες Πολιτείες και περίπου 70.000 ασθενείς παγκοσμίως [1, 2]. Η κυστική ίνωση προκύπτει από μια μετάλλαξη στο γονίδιο του ρυθμιστή διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (CFTR). Έχουν υπάρξει περισσότερες από 1.600 μεταλλάξεις που έχουν περιγραφεί με την πιο κοινή μετάλλαξη του CFTR να είναι η διαγραφή του αμινοξέος φαινυλαλανίνη στη θέση 508 (F508del)[3].
Το CFTR είναι ένας μεταφορέας μεμβράνης χλωριούχου και διττανθρακικού που εντοπίζεται στην κορυφαία επιφάνεια των επιθηλιακών κυττάρων. Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR έχουν ως αποτέλεσμα μια απουσία ή την παρουσία δυσλειτουργικής πρωτεΐνης CFTR, που οδηγεί σε ελαττωματική μεταφορά χλωρίου μέσω της κορυφαίας επιθηλιακής μεμβράνης[4].
Η ελαττωματική μεταφορά χλωρίου έχει ως αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της μεταφοράς υγρών στις επιθηλιακές μεμβράνες και συσσώρευση παχύρρευστων εκκρίσεων που επενδύουν τις επιθηλιακές επιφάνειες, συμπεριλαμβανομένου του πνεύμονα, του παγκρέατος και του παχέος εντέρου.
Η κύρια συννοσηρότητα και αιτία θνησιμότητας σε ασθενείς με κυστική ίνωση είναι η χρόνια πνευμονική λοίμωξη που οδηγεί σε προοδευτική αναπνευστική έκπτωση. Η δυσλειτουργία CFTR προκαλεί στάση βλέννας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ευαίσθητου περιβάλλοντος για τον αποικισμό παθογόνων βακτηρίων, όπως η Pseudomonas aeruginosa , τη δημιουργία χρόνιας πνευμονικής λοίμωξης από άλλα παθογόνα βακτήρια και χρόνια φλεγμονή των πνευμόνων που μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονική νόσο τελικού σταδίου[5].
Στο πάγκρεας των ασθενών με κυστική ίνωση, η στάση της βλέννας, η μείωση της ροής του παγκρεατικού υγρού και η αυξημένη συγκέντρωση πρωτεΐνης οδηγεί σε παγκρεατική ίνωση, καταστροφή και τελική παγκρεατική ανεπάρκεια, οδηγώντας σε δυσαπορρόφηση λιποδιαλυτών βιταμινών, συμπεριλαμβανομένης της βιταμίνης D[6, 7].
Άλλες ενδοκρινικές ανωμαλίες μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς με ΚΙ[8].
Ο διαβήτης που σχετίζεται με την κυστική ίνωση (CFRD), η καθυστερημένη ήβη και η μειωμένη γονιμότητα είναι επίσης συχνά εμφανιζόμενες ενδοκρινικές συννοσηρότητες σε ασθενείς με κυστική ίνωση [9].
Το 90% των πασχόντων από κυστική ίνωση πάσχουν από έλλειψης ή ανεπάρκεια βιταμίνης D3 και λιποδιαλυτών βιταμινών
Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D (25-υδροξυβιταμίνη D ορού (25(OH)D< 30 ng/mL) και της έλλειψης (25(OH)D ορού <20 ng/mL) στην κυστική ίνωση είναι υψηλός. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ο επιπολασμός της έλλειψης βιταμίνης D στον πληθυσμό των πασχόντων από κυστική ίνωση είναι έως και 90% [10, 11].
Η αιτιολογία της έλλειψης και της ανεπάρκειας της βιταμίνης D είναι πολυπαραγοντική σε ασθενείς με κυστική ίνωση . Η παγκρεατική ανεπάρκεια είναι μία από τις κύριες αιτίες για την ανεπάρκεια βιταμίνης D. Ωστόσο, υπάρχουν άλλοι παράγοντες όπως μειωμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, μείωση του σωματικού λίπους και της πρωτεΐνης που δεσμεύει τη βιταμίνη D και διαταραχή της ηπατικής υδροξυλίωσης της βιταμίνης D [12].
Όπως και στον γενικό πληθυσμό, η 25-υδροξυβιταμίνη D (25(OH)D) του ορού χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της κατάστασης της βιταμίνης D. Το Ίδρυμα Κυστικής Ίνωσης συνιστά να ελέγχεται η συγκέντρωση 25(OH)D3 στον ορό ετησίως, κατά προτίμηση στο τέλος του χειμώνα και να διατηρείται πάνω από 30 ng/mL (75nmol/L) όλο το χρόνο [13].
Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες (A, D, E και K) συν-απορροφούνται με το λίπος και έτσι στην κυστική ίνωση μπορεί να εμφανιστεί ανεπάρκεια ή έλλειψη αυτών των βιταμινών [14]. Γιαυτό ελέγχονται κατά περιόδους τα επίπεδά της βιταμίνης Α και Ε στον ορό, ενώ μπορεί να χορηγείται βιταμίνη Κ2 (Kappagkel) από το στόμα στα ενήλικα άτομα σε δόση 100μg ημερησίως (μία κάψουλα με το φαγητό).
Η ανεπάρκεια συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών, περιλαμβανομένων των λιποδιαλυτών βιταμινών, των απαραίτητων λιπαρών οξέων και περιστασιακά μετάλλων εμφανίζεται για διάφορους λόγους. Η οστεοπενία είναι συχνή και ελάχιστα κατανοητή. Η ηπατική νόσος αυξάνει την πιθανότητα έλλειψης βιταμίνης D3. Η δυσανεξία στη γλυκόζη και ο διαβήτης επηρεάζουν τουλάχιστον το 25% των ενηλίκων με κυστική ίνωση και ο διαβήτης διαφέρει από τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 2, αλλά συσχετίζεται αντιστρόφως με την πρόγνωση[15].
Έλλειψη βιταμίνης D εμφανίζεται συχνά σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Η βιταμίνη D3 είναι σημαντική για τη βέλτιστη της μεταλλοποίησης των οστών και μπορεί να είναι σημαντική για άλλες συννοσηρότητες που εμφανίζονται συνήθως σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Η έλλειψη βιταμίνης D3 σε ασθενείς με κυστική ίνωση μπορεί να προκύψει από διάφορες αιτίες, συμπεριλαμβανομένης της παγκρεατικής εξωκρινούς ανεπάρκειας, της έλλειψης δραστηριότητας σε εξωτερικούς χώρους και των αλλαγών στο μεταβολισμό της βιταμίνης D3.
Λόγω της δυσαπορρόφησης λίπους που προέρχεται από την παγκρεατική ανεπάρκεια, απαιτούνται υψηλότερες δόσεις βιταμίνης D3 από το στόμα για τη διόρθωση και τη διατήρηση της βέλτιστης κατάστασης της βιταμίνης D3 σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η υψηλότερη κατάσταση της βιταμίνης D3 σχετίζεται με καλύτερη λειτουργία των πνευμόνων και ότι η θεραπεία με βιταμίνη D3 μπορεί να βοηθήσει στην ανάρρωση από πνευμονικές παροξύνσεις της κυστική ίνωση.
Οι μηχανισμοί με τους οποίους η βιταμίνη D3 μπορεί να ασκεί τις ευεργετικές της δράσεις στην κυστική ίνωση είναι ασαφείς, αλλά πιθανόν να σχετίζονται με τον ρόλο που έχει η βιταμίνη D3 στη ρύθμιση της προσαρμοστικής και έμφυτης ανοσολογικής απόκρισης [16].
Χορηγώντας βιταμίνη D3 σε ασθενείς με κυστική ίνωση επιλέγεται το συμπλήρωμα D3 Gkelin drops, διότι περιέχει φυσική και όχι συνθετική βιταμίνη D3 που φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, χωρίς χημικά συντηρητικά ή άλλα έκδοχα. Η δοσολογία του D3 Gkelin drops αποφασίζεται βάσει των επιπέδων της 25 υδροξυβιταμίνης D3. Στόχος της χορήγησης του D3 Gkelin drops είναι να ανεβάσει τα επίπεδα της 25 υδροξυβιταμίνης D3 στα 70-90ng/ml.
Τα άτομα με κυστική ίνωση πιθανότατα έχουν έλλειψη ή ανεπάρκεια ψευδαργύρου
Οι ασθενείς με κυστική ίνωση διατρέχουν κίνδυνο έλλειψης ψευδαργύρου, η οποία είναι μια εκδήλωση της στεατόρροιας[17].
Οι Damphousee et al. επισημαίνουν ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των ενηλίκων με κυστική ίνωση που είχαν καλή διατροφική κατάσταση είχαν χαμηλή συγκέντρωση ψευδαργύρου στο πλάσμα και εκείνοι με χαμηλή συγκέντρωση ψευδαργύρου στο πλάσμα είχαν κακή κλινική έκβαση[18].
Η ανάλυση των κλινικών δεδομένων σχετικά με τη συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου σε ασθενείς με κυστική ίνωση έδειξε ευεργετικά αποτελέσματα σε ασθενείς με κυστική ίνωση με έλλειψη ψευδαργύρου[19]. Τα άτομα που πάσχουν από κυστική ίνωση μπορεί καθημερινά να παίρνουν συμπληρωματικά από το στόμα, πρωί και βράδυ με το φαγητό, μια κάψουλα Zincobell. Kάθε κάψουλα Zincobell περιέχει 10mg πικολινικού ψευδαργύρου, που είναι η πιο ευαπορρόφητη μορφή ψευδαργύρου από το έντερο και 119mg βιταμίνης C, η οποία αυξάνει ακόμη περισσότερο την απορρόφηση του πικολινικού ψευδαργύρου.
Τα άτομα με κυστική ίνωση πιθανότατα έχουν έλλειψη ή ανεπάρκεια μαγνησίου
H Maristella Santi και οι συνεργάτες εντόπισαν 25 δημοσιεύσεις που αφορούσαν το μαγνήσιο και την κυστική ίνωση. Τα αποτελέσματα της επανεξέτασης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.
Πρώτον, η υπομαγνησιαιμία επηρεάζει περισσότερους από τους μισούς ασθενείς με κυστική ίνωση με προχωρημένη νόσο.
Δεύτερον, η μαγνησιαιμία, η οποία συνήθως είναι ανεξάρτητη από την ηλικία, μειώνεται ανάλογα με την ηλικία στην κυστική ίνωση.
Τρίτον, τα αμινογλυκοσιδικά αντιμικροβιακά συχνά προκαλούν τόσο οξεία όσο και χρόνια νεφρική απώλεια μαγνησίου.
Τέταρτον, η συγκέντρωση μαγνησίου στον ιδρώτα ήταν φυσιολογική σε ασθενείς με κυστική ίνωση.
Πέμπτον, περιορισμένα δεδομένα υποδηλώνουν την ύπαρξη διαταραγμένης εντερικής ισορροπίας μαγνησίου.
Τέλος, παρατήρησαν ότι τα συμπληρώματα μαγνησίου μπορεί να επιτύχουν βελτίωση στη δύναμη των αναπνευστικών μυών και στη βλεννολυτική δραστηριότητα, τόσο της ανασυνδυασμένης, όσο και της ενδογενούς δεοξυριβονουκλεάσης[20]. Στους ενήλικες ασθενείς με κυστική ίνωση και έλλειψη μαγνησίου χορηγείται ο συνδυασμός ταυρικού και κιτρικού μαγνησίου (Magnigkel). Κάθε κάψουλα του Magnigkel περιέχει 28,5mg ταυρικού μαγνησίου και 143mg κιτρικού μαγνησίου. Η δοσολογία είναι μια κάψουλα πρωί και βράδυ με το φαγητό.
Η μικκυλιακή κουρκουμίνη (Curcugkel) δρα ευεργετικά στα άτομα με κυστική ίνωση
Πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι η κουρκουμίνη δρα στον εντοπισμένο μεταλλαγμένο δίαυλο ιόντων CFTR [ρυθμιστής διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης], που περιλαμβάνει μειωμένη έκκριση ιόντων χλωρίου και οδηγεί σε υπερέκκριση παχύρρευστης και κολλώδους βλέννας και σοβαρές επιπλοκές, όπως απόφραξη των αεραγωγών, χρόνια λοίμωξη των πνευμόνων και φλεγμονώδεις αντιδράσεις] στην πλασματική μεμβράνη. Προκλινικές μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι τα νανοσκευάσματα κουρκουμίνης έχουν πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα στη θεραπεία της κυστικής ίνωσης[21].
Από τα υπάρχοντα νανοσκευάσματα κουρκουμίνης, η μικκυλιακή κουρκουμίνη (Curcugkel) είναι 18.500% πιο ευαπορρόφητη από την απλή σκόνη κουρκουμίνης και η δόση της είναι μια κάψουλα ημερησίως.
T
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Strausbaugh SD, Davis PB. Cystic fibrosis: a review of epidemiology and pathobiology. Clinics in chest medicine. 2007;28(2):279–88.
2.Salvatore D, Buzzetti R, Baldo E, Forneris MP, Lucidi V, Manunza D, et al. An overview of international literature from cystic fibrosis registries. Part 3. Disease incidence, genotype/phenotype correlation, microbiology, pregnancy, clinical complications, lung transplantation, and miscellanea. Journal of cystic fibrosis : official journal of the European Cystic Fibrosis Society. 2011;10(2):71–85.
3.Cutting GR. Cystic fibrosis genetics: from molecular understanding to clinical application. Nature reviews Genetics. 2015;16(1):45–56.
4.Collawn JF, Matalon S. CFTR and lung homeostasis. American journal of physiology Lung cellular and molecular physiology. 2014;307(12):L917–23.
5.Collawn JF, Matalon S. CFTR and lung homeostasis. American journal of physiology Lung cellular and molecular physiology. 2014;307(12):L917–23.
6.O’Sullivan BP, Freedman SD. Cystic fibrosis. Lancet. 2009;373(9678):1891–904
7.Couper RT, Corey M, Moore DJ, Fisher LJ, Forstner GG, Durie PR. Decline of exocrine pancreatic function in cystic fibrosis patients with pancreatic sufficiency. Pediatric research. 1992;32(2):179–82.
8.Siwamogsatham O, Alvarez JA, Tangpricha V. Diagnosis and treatment of endocrine comorbidities in patients with cystic fibrosis. Current opinion in endocrinology, diabetes, and obesity. 2014;21(5):422–9.
9.Siwamogsatham O, Alvarez JA, Tangpricha V. Diagnosis and treatment of endocrine comorbidities in patients with cystic fibrosis. Current opinion in endocrinology, diabetes, and obesity. 2014;21(5):422–9.
10.Wolfenden LL, Judd SE, Shah R, Sanyal R, Ziegler TR, Tangpricha V. Vitamin D and bone health in adults with cystic fibrosis. Clinical endocrinology. 2008;69(3):374–81. [PMC free article] [PubMed] [Google Scholar]
11.Rovner AJ, Stallings VA, Schall JI, Leonard MB, Zemel BS. Vitamin D insufficiency in children, adolescents, and young adults with cystic fibrosis despite routine oral supplementation. The American journal of clinical nutrition. 2007;86(6):1694–9.
12.Hall WB, Sparks AA, Aris RM. Vitamin d deficiency in cystic fibrosis. International journal of endocrinology. 2010;2010:218691.
13.Tangpricha V, Kelly A, Stephenson A, Maguiness K, Enders J, Robinson KA, et al. An update on the screening, diagnosis, management, and treatment of vitamin D deficiency in individuals with cystic fibrosis: evidence-based recommendations from the Cystic Fibrosis Foundation. The Journal of clinical endocrinology and metabolism. 2012;97(4):1082–93.
14.Dodge JA, Turck D. Cystic fibrosis: nutritional consequences and management. Best Practice & Research. Clinical Gastroenterology 2006;20(3):531‐46.
15.Dodge JA, Turck D. Cystic fibrosis: nutritional consequences and management. Best Practice & Research. Clinical Gastroenterology 2006;20(3):531‐46.
16.Supavit Chesdachai 1, Vin Tangpricha 2 Treatment of vitamin D deficiency in cystic fibrosis. J Steroid Biochem Mol Biol. 2016 Nov;164:36-39.
17.Van Biervliet S., Van Biervliet JP, Robberech E., Taylor C. Importance of Zinc in Cystic Fibrosis Patients Curr. Pediatr. Rev. 2009;5:184e8.
18.Damphousee V., Mailhot M., Berthiaume Y., Rabasa-Lhoret R., Mailhot G. Plasma zinc in adults with cystic fibrosis: Correlations with clinical outcomes. J. Trace Elem. Med. Biol. 2014;28:60–64.
19.S Van Biervliet , S Vande Velde, J P Van Biervliet, E Robberecht. The effect of zinc supplements in cystic fibrosis patients. Ann Nutr Metab. 2008;52(2):152-6.
20.Maristella Santi, Gregorio P Milani, Giacomo D Simonetti, Emilio F Fossali, Mario G Bianchetti Sebastiano A G Lava. Magnesium in cystic fibrosis–Systematic review of the literature. Pediatr Pulmonol. 2016 Feb;51(2):196-202.
21.Quispe C, Herrera-Bravo J, Khan K, Javed Z, Semwal P, Painuli S, Kamiloglu S, Martorell M, Calina D, Sharifi-Rad J. Therapeutic applications of curcumin nanomedicine formulations in cystic fibrosis. Prog Biomater. 2022 Jul 29.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.