ρινοφαρυγγίτιδα (πόνος, αίσθημα καψίματος το ρινοφάρυγγα), πονόλαιμο, πονοκέφαλο, μπούκωμα στ’αυτιά, δυσφωνία, βράχνιασμα, τραχειίτιδα, βήχα. Το κρυολόγημα εκδηλώνεται με ποικιλία βαρύτητας και συνήθως ξεκινάει με ρινίτιδα (κοινό συνάχι) και μπορεί να εξελιχθεί σε ρινοκολπίτιδα και βρογχίτιδα. Συνήθως το κοινό κρυολόγημα αυτοθεραπεύεται και υποχωρεί μέσα σε 7-10 ημέρες.
Περισσότεροι από 200 ιοί ευθύνονται για την πρόκληση του κοινού κρυολογήματος, εκ των οποίων το 30-50% ανήκει στην ομάδα των ρινοιών. Ο ρινοϊοί προκαλούν το 30%-50% των κρυολογημάτων κατά τη διάρκεια όλου του έτους και το 80% των κρυολογημάτων στην καρδιά του χειμώνα. Κοινό κρυολόγημα μπορεί να πάθει κανείς 2-4 φορές το χρόνο [1, 2].
Το κοινό κρυολόγημα είναι μια, κατά κανόνα, εποχιακή νόσος που εκδηλώνεται από τις αρχές του φθινοπώρου μέχρι το τέλος της άνοιξης, ενώ κορυφώνεται τους χειμερινούς μήνες. Καταστάσεις που ευνοούν την εκδήλωση του κοινού κρυολογήματος είναι η υπερβολική σωματική κόπωση, οι έντονες συναισθηματικές καταστάσεις που διαρκούν (στεναχώριες, βάσανα), κακή διατροφή, κάπνισμα, η διαμονή ή εργασία σε χώρους που συνωστίζονται πολλοί άνθρωποι και η υποβιταμίνωση D [4].
Το κοινό κρυολόγημα κάνει το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα ευάλωτο στις δευτεροπαθείς βακτηριακές λοιμώξεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε λοίμωξη του μέσου ωτός (μέση ωτίτιδα), βρογχίτιδα, πνευμονία, ρινοκολπίτιδα, στρεπτοκοκκική λοίμωξη του φάρυγγα και των αμυγδαλών. Αυτές οι επιπλοκές του κοινού κρυολογήματος είναι πιθανότερο να εκδηλωθούν στα άτομα με χρόνια πνευμονοπάθεια, διαβήτη, άσθμα ή εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα και σε όσα άτομα υπάρχει έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D3[5].
Παθολογική φυσιολογία του κοινού κρυολογήματος
Μόλις κάποιος από τους ιούς του κρυολογήματος έλθει σε επαφή με τα κύτταρα του βλεννογόνου των ρινικών κοιλοτήτων και των παραρρινίων κόλπων, τα ερεθίζει να εκκρίνουν χημικούς μεσολαβητές της φλεγμονής, όπως π.χ. η ισταμίνη. Οι χημικοί μεσολαβητές προκαλούν αύξηση της κυκλοφορίας του αίματος στους βλεννογόνους, δημιουργείται οίδημα του βλεννογόνου, αγγειακή συμφόρηση και αύξηση της παραγωγής βλέννας. Μέσα σε μία-τρεις ημέρες από την εισβολή του παθογόνου ιού εκδηλώνονται τα κλινικά συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος.
Στα πρώτα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος περιλαμβάνονται αίσθημα ερεθισμού του φάρυγγα, καταρροή της μύτης και φταρνίσματα (συνάχι). Στη συνέχεια οι υδαρείς εκκρίσεις της μύτης γίνονται παχύρρευστες και πρασινοκίτρινες.
Οι πλείστοι των ενηλίκων δεν εμφανίζουν πυρετό, όταν κρυολογήσουν, ενώ τα παιδιά μπορεί να κάνουν πυρετό μέχρι 38.9°C. Αν ένας ενήλικας με συμπτωματολγία κοινού κρυολογήματος παρουσιάσει πυρετό, τότε πιθανότατα πάσχει από κάποιο είδος γρίπης.
Οι ασθενείς παραπονούνται εκτός των ανωτέρω για βήχα, μπούκωμα της μύτης, πονοκέφαλο, μυαλγίες, ρίγη, πονόλαιμο, βράχνιασμα, δακρύρροια, καταβολή δυνάμεων, χάσιμο της όρεξης. Ο βήχας του κρυολογήματος είναι διαλείπον και ξηρός. Τα συμπτώματα υποχωρούν μέσα σε 4-5 ημέρες και μέσα σε 10 ημέρες οι ασθενείς δεν έχουν ενοχλήματα, εκτός από τον ξηρό βήχα, που μπορεί να επιμένει για αρκετές ημέρες και σε ορισμένες περιπτώσεις για εβδομάδες (μεταλοιμώδης βήχας).
Αν το κρυολόγημα δεν βελτιωθεί μέσα σε μία εβδομάδα, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχει προκληθεί μια δευτεροπαθής βακτηριδιακή λοίμωξη (στρεπτοκοκκική λοίμωξη στο φάρυγγα, αμυγδαλές, ή λοιμώδης ρινοκολπίτιδα ή μέση ωτίτιδα). Σε άλλους ασθενείς υπάρχει πόνος στο θώρακα, πυρετός που δεν υποχωρεί σε λίγες μέρες, δυσκολία στην αναπνοή, κυάνωση των χειλιών και των νυχιών, βήχας με βλενοπυώδεις ή γκριζωπές αποχρέμψεις, δερματικό εξάνθημα, διόγκωση λεμφαδένων ή εμφάνιση λευκών κηλίδων στις αμυγδαλές. Αυτές οι καταστάσεις απαιτούν άμεση εξέταση και αντιμετώπιση από γιατρό.
Οι ευαίσθητες ομάδες ατόμων που πάσχουν από χρόνιες νόσους, π.χ. εμφύσημα, άσθμα, διαβήτη, αυτοάνοσες νόσους, εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος, καρκίνο ή παίρνουν φάρμακα για κάποια χρόνια νόσο είναι επιρρεπείς στο να πάθουν δευτεροπαθή λοίμωξη και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται το κρυολόγημά τους, εξ αρχής από γιατρό.
Μετάδοση του κοινού κρυολογήματος
Τα άτομα που πάσχουν από κοινό κρυολόγημα μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο τις 2-4 πρώτες ημέρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων τους. Το κρυολόγημα μπορεί να μεταδοθεί από ατόμου σε άτομο με ποικίλους τρόπους, όπως τα σταγονίδια που εκτοξεύονται με το βήχα, τα φταρνίσματα, την ομιλία και περιέχουν ιούς. Η εισπνοή των σταγονιδίων από τους υγιείς εγκαθιστά τους ιούς στις ρινικές κοιλότητες και τους αεραγωγούς, όπου αρχίζει ο ταχύς πολλαπλασιασμός και η νοσογόνος δράση τους.
Οι ιοί μεταδίδονται και με τις χειραψίες, τα φιλιά μεταξύ των ατόμων, τη χρήση αντικειμένων που τα έχουν πιάσει χέρια νοσούντων ατόμων (τηλέφωνα, τηλεκοντρόλ τηλεόρασης, πληκτρολόγια και ποντίκια υπολογιστών, χειρολαβές κλπ. Μεταξύ των παιδιών οι ιοί μεταδίδονται με τη χρησιμοποίηση των ίδιων παιχνιδιών ή αντικειμένων στους παιδικούς σταθμούς [6].
Διάγνωση του κοινού κρυολογήματος
Η διάγνωση του κοινού κρυολογήματος τίθεται από την κλινική εικόνα των ασθενών. Δεν υπάρχει εργαστηριακή μέθοδος διάγνωσης του κρυολογήματος, προς το παρόν. Παρά τούτο οι καλλιέργειες του φαρυγγικού εκκρίματος και η γενική εξέταση αίματος μπορεί να δείξουν αν υπάρχει βακτηριδιακή ή ιογενής λοίμωξη.
Η γρίπη είναι ιογενής λοίμωξη, που οφείλεται σε διαφορετικά στελέχη ιών και πολλές φορές η συμπτωματολογία της μοιάζει με αυτήν του κοινού κρυολογήματος.
Η γρίπη προκαλεί εντονότερα συμπτώματα από αυτά του κοινού κρυολογήματος και συνήθως προκαλεί πυρετό. Γιαυτό η γρίπη δεν πρέπει να συγχέεται με το κοινό κρυολόγημα.
Το μπούκωμα της μύτης που παρατηρείται στο κοινό κρυολόγημα και τη γρίπη, αν επιμένει πέραν των 10 ημερών θα πρέπει να αναζητείται η παρουσία ρινοκολπίτιδας ή αλλεργικής ρινίτιδας. Η ρινόρροια και η δακρύρροια που παρατηρείται στα άτομα που κυκλοφορούν σε ψυχρό περιβάλλον, π.χ. οι χιονοδρόμοι δεν πρέπει να συγχέεται με το κρυολόγημα.
Η νοσηρότητα και θνησιμότητα από τη γρίπη
Η γρίπη προκαλεί συμπτωματολογία που είναι όμοια, αλλά εντονότερη από αυτήν του κοινού κρυολογήματος και οι εξάρσεις της γίνονται κυρίως αντιληπτές τους χειμερινούς μήνες. Αυτό έχει γίνει κατανοητό, αφού η νοσηρότητα και θνησιμότητα από τους ιούς της γρίπης A(H2N2) , A(H3N2), A(H1N1) ή B και το συγκυτιακό αναπνευστικό ιό κυριαρχούν τους χειμερινούς μήνες [3].
Ο συγκυτιακός αναπνευστικός ιός (RSV) είναι η κύρια αιτία της πνευμονίας και της βρογχιολίτιδας στα παιδιά [5].
Θεραπεία του κοινού κρυολογήματος
Προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία του κοινού κρυολογήματος. Η αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος περιλαμβάνει την ανακούφιση των ασθενών από τα συμπτώματά τους με τον ασφαλέστερο τρόπο. Το κοινό κρυολόγημα αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από το ποιος ή ποια ομάδα ιών το προκαλεί.
Ανάπαυση και αποχή από την εργασία τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα
Λήψη άφθονων υγρών και αποφυγή της ζάχαρης
Για τον πονόλαιμο : Γαργάρα με διάλυμα μιας απλής ασπιρίνης σε ένα ποτήρι νερό. Οι γαργάρες με ασπιρίνη μπορεί να επαναλαμβάνονται ανά εξάωρο. Αν υπάρχει ευαισθησία στην ασπιρίνη μπορεί να γίνουν γαργάρες με διάλυμα ενός κουταλιού του τσαγιού σόδας του φαγητού (διτανθρακικό νάτριο) σε ένα ποτήρι νερό.
Για το μπούκωμα της μύτης και το συνάχι: Το μπούκωμα της μύτης αντιμετωπίζεται με ρινικούς ψεκασμούς υπέρτονου διαλύματος φυσιολογικού ορού με ουδέτερο pH (Οsmoclean Hypertonic Nasal spray).
To Osmoclean δρα ως ήπιο αποσυμφορητικό, διότι ξεμπουκώνει τη μύτη με το φυσικό φαινόμενο της όσμωσης. Το ξεμπούκωμα της μύτης δεν αρχίζει αμέσως μετά τους ψεκασμούς της μύτης, αλλά μέσα σε 5-10 λεπτά.
To Osmoclean εκτός από την αποσυμφόρηση, το ξεμπούκωμα και τον καθαρισμό των εκκρίσεων απομακρύνει και τα δυσεκατομμύρια των παθογόνων ιών και βακτηριδίων που συσσωρεύονται στις ρινικές κοιλότητες. Αυτό έχει ως συνέπεια πρώτον να επιταχύνεται ο κύκλος της νόσου και αφετέρου να περιορίζεται σημαντικότατα ο κίνδυνος της δευτεροπαθούς λοίμωξης των παραρρινίων κόλπων (ρινοκλοπίτιδα).
Η συστηματική και μεθοδική χρήση του Osmoclean μπορεί να περιορίσει τη διάρκεια ενός κοινού κρυολογήματος.
Στους ενηλίκους πρέπει να γίνονται 3 ψεκασμοί Osmoclean στο κάθε ρουθούνι την πρώτη και δεύτερη ημέρα της νόσου, κάθε μισή έως μία ώρα, όσο χρονικό διάστημα παραμένει ξύπνιος ο ασθενής.
Από την τρίτη ημέρα και μετά αρκούν 3 ψεκασμοί στο κάθε ρουθούνι κάθε τρεις ώρες για άλλες 5-7 ημέρες, μέχρις ότου εξαφανιστούν οι εκκρίσεις. Στα βρέφη αρκεί ένας ψεκασμός στο κάθε ρουθούνι κάθε τρεις ώρες. Στα παιδιά αρκούν 2 ψεκασμοί στο κάθε ρουθούνι κάθε τρεις ώρες.
Εκτός των ανωτέρω το Osmoclean hypertonic nasal spray, καθαρίζοντας από τις εκκρίσεις τις ρινικές κοιλότητες ανακουφίζει και το βήχα του πάσχοντος, διότι περιορίζει ή εξαφανίζει τον οπισθορρινικό κατάρρου, που συνήθως αποτελεί το ερέθισμα των υποδοχέων του βήχα στο ρινοφάρυγγα.
Προσοχή: Μερικά άτομα όταν έχουν έντονο συνάχι ψεκάζουν ή πλένουν τις ρινικές τους κοιλότητες με θαλασσινό νερό. Οι ρινοπλύσεις με θάλασσα είναι επώδυνες και δημιουργούν έντονο τσούξιμο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η θάλασσα είναι πολύ υπέρτονη.
Αν κανείς κάνει ρινοπλύσεις με θάλασσα πάνω από 24 ώρες μπορεί να βλάψει το βλεννοκροσσωτό επιθήλιο της μύτης. Σε αντίθεση με τη θάλασσα το Osmoclean hypertonic nasal spray περιέχει ιδανική αναλογία αλάτων νατρίου που του δημιουργούν ουδέτερο pH.
Έτσι η ιδανική υπερτονικότητα του Οsmoclean hypertonic nasal spray ξεμπουκώνει τη μύτη χωρίς να παραβλάπτει το ρινικό βλεννογόνο.
H χρήση ενδορινικών ψεξακασμών τοπικών αποσυμφορητικών φαρμάκων επιτρέπει το ξεμπούκωμα της μύτης για 1-2 ώρες, οπόταν πρέπει να επαναληφθούν οι ψεκασμοί. Αν όμως οι ψεκασμοί του τοπικού αποσυμφορητικού συνεχιστούν πέραν των 3 ημερών μπορεί να δημιουργήσουν φαρμακευτική ρινίτιδα, που χαρακτηρίζεται από μπούκωμα της μύτης, η οποία δεν ξεμπουκώνει αν δεν επαναληθούν οι ψεκασμοί, διότι δημιουργείται εξάρτηση από το τοπικό αποσυμφορητικό.
Για τον ερεθισμό, την ξηρότητα της μύτης και την απομάκρυνση των πηχτών εκκρίσεων: Ο ερεθισμός του ρινικού βλεννογόνου και η αποτροπή της ρινίτιδας του κοινού κρυολογήματος να γίνει ρινοκολπίτιδα μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση του Rhinosisam nasal spray (σησαμέλαιο, μαστιχέλαιο, βιταμίνη Ε).
Το σησαμέλαιο είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό, ενώ το μαστιχέλαιο είναι ένα φυσικό αντιμικροβιακό αιθέριο έλαιο.
Η βιταμίνη Ε είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό που προστατεύει το βλεννοκροσσωτό επιθήλιο και επιταχύνει την επάνοδο της ομαλής λειτουργίας του ρινικού βλεννογόνου. Το Rhinosisam nasal spray λόγω των ιδιοτήτων των συστατικών του, αφενός μαλακώνει τις πηχτές ή σκληρές εκκρίσεις, τις οποίες ευκολότερα απομακρύνει , στη συνέχεια, το Osmoclean hypertonic nasal spray και αφετέρου αποτρέπει τη μετατροπή της ρινίτιδας σε ρινοκολπίτιδα.
Στην ξηρή μύτη δεν εισάγουμε βαζελίνη ή οποιοδήποτε βαζελινούχο προϊόν, διότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης παραφινώματος. Βλέπε:
http://178.22.68.37/gelisnew/index.php/medarticles/mnurinologia/80-parafinomata.html
Για τον πονοκέφαλο: Αν ο πονοκέφαλος είναι ανυπόφορος και έχει εμφανιστεί πυρετός μπορεί να ληφθεί ένα χάπι ακεταμινοφαίνης (Depon, Panadol). Αν αποφασιστεί η λήψη ασπιρίνης αυτή πρέπει να δίδεται με προσοχή, διότι μπορεί να προκαλέσει γαστρικό ερεθισμό με δυσάρεστα επακόλουθα για τον ασθενή (γαστρίτιδα, γαστρορραγία), ιδίως στα ηλικιωμένα άτομα. Όταν αποφασίζει κανείς να πάρει ασπιρίνη πρέπει να είναι απόλυτα βέβαιος ότι την ανέχεται ο στόμαχός του και ότι δεν έχει κάποια αλλεργία προς αυτήν.
Στα παιδιά και τους εφήβους δεν χορηγείται Ασπιρίνη. Αν υπάρχει ανάγκη λήψης φαρμάκων από παιδιά, αυτό πρέπει να το αποφασίζει ο παιδίατρος. Οι ενήλικοι και ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι δεν πρέπει να παίρνουν μόνοι τους ασπιρίνη, αλλά να συμβουλεύονται πρώτα το γιατρό τους.
Στο κοινό κρυολόγημα, αλλα και στη γρίπη δεν χορηγούνται αντιβιοτικά, διότι τα αντιβιοτικά φονεύουν βακτηρίδια μόνον και όχι ιούς, στους οποίους οφείλονται τα συμπτώματα του κρυολογήματος λαι της γρίπης.
Τα συμπτώματα του κρυολογήματος που επιμένουν πέραν των 10 ημερών μπορεί να είναι ένδειξη ότι έχει προκληθεί κάποια δευτεροπαθής βακτηριδιακή λοίμωξη στο ανώτερο ή κατώτερο αναπνευστικό σύστημα.
Άλλοι τρόποι αντιμετώπισης του κοινού κρυολογήματος
Χορήγηση πικολινικού ψευδαργύρου με βιταμίνη C: Η χορήγηση ψευδαργύρου μέσα σε 24 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων του κρυολογήματος σε υγιή άτομα περιορίζει τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της νόσου. Επιλέγεται η πλέον ευαπορρόφητη μορφή ψευδαργύρου, που είναι ο πικολινικός ψευδάργυρος. Η απορροφητικότητα του ψευδαργύρου ενισχύεται επιπλέον, όταν χορηγείται ταυτόχρονα με βιταμίνη C.
To Zincobell είναι σκεύσμα καψουλών, που η κάθε κάψουλα περιέχει 10mg πικολινικού ψευδαργύρου μαζί με 150mg βιταμίνης C.
Ο κύκλος της γρίπης μπορεί να συντομευθεί, όταν αρχίσει η χορήγηση του Zincobell μόλις εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα της γρίπης. Συνήθως αρκεί μια κάψουλα Zincobell πρωί μεσημέρι και βράδυ για 7-10 ημέρες.
Περισσότερες πληροφορίες για τον ψευδάργυρο και το Zincobell βλέπε στην ιστοσελίδα www.zinc.gr
Στους ενηλίκους η μεγίστη δόση του ψευδαργύρου είναι τα 40mg ημερησίως. Αν χορηγηθεί μεγαλύτερη δόση από τα 40mg, πάνω από δύο μήνες μπορεί να διαταραχτεί η ισορροπία του χαλκού και να προκληθεί αναιμία [7].
Χορήγηση κοτόσουπας: Η χορήγηση κοτόσουπας είναι ευεργετική στους ασθενείς με κρυολόγημα, διότι το κρέας της κότας περιέχει κυστεΐνη, η οποία έχει βλεννολυτική δράση, πράγμα που βοηθάει στη ρευστοποίηση των εκκρίσεων, τη διευκόλυνση της απόχρεμψης και του καθαρισμού των ρινικιών κοιλοτήτων. Η σούπα πρέπει να περιέχει κρέας κότας ή κοτόπουλου και άφρθονο πιπέρι, το οποίο διεγείρει την παραγωγή των εκκρίσεων από το στοματοφάρυγγα και τους πνεύμονες και τούτο διευκολύνει την απόχρεμψη [8].
Χορήγηση μανιταριών: Τα στελέχη των βρώσιμων μανιταριών με τη ρίζα τους (μυκήλια) είναι πλουσιότερα σε θρεπτικά συστατικά από το ομβρελοειδές κάλυμμά τους. Τα μυκήλια είναι πλούσια σε γλυκάνες, που έχουν αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες [9], και πρωτεογλυκάνες που είναι ανοσοενισχυτικές ουσίες [10].
Τα μανιτάρια επιπλέον είναι πλούσια σε ιχνοστοιχεία, πολυσακχαρίτες, αμινοξέα και φυτικές ίνες που υποστηρίζουν την υγεία και προστατεύουν τον οργανισμό από τις δυσάρεστες συνέπειες των περιβαλλοντογενών στρεσσογόνων ερεθισμάτων, συμβάλλοντας στη διαδικασία της αποτοξίνωσης του οργανισμού, την προαγωγή της υγείας της εντερικής χλωρίδας και τη βελτίωση της γεύσης. Μερικά συμπλέγματα από μανιτάρια είναι ικανά να διεγείρουν τα μη ειδικά ανοσοσυστήματα, δια μέσου της διέγερσηςτου μηχανισμού άμυνας του ξενιστή.
Οι ανοσοτροποποιητικές δράσεις που σχετίζονται με τη βρώση των μανιταριών έχει υποστηριχτεί ότι οφείλονται σε έναν αριθμό κλασμάτων που έχουν απομονωθεί από τα μανιτάρια, περιλαμβανομένων των β-d-γλυκανών και άλλων πολυσακχαριτών. Εκτός από το κοπινό κρυολόγημα τα μανιτάρια συνιστώνται και στους πάσχοντες από γρίπη Ν1Η1 [12].
Χορήγηση βιταμίνηςC: Ο ρόλος της βιταμίνης C (ασκορβικό οξύ) στην πρόληψη και τη θεραπεία του κοινού κρυολογήματος είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που συζητείται τα τελευταία 65 χρόνια. Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης C απέτυχε να περιορίσει τη συχνότητα των κρυολογημάτων στον κανονικό πληθυσμό. Γιαυτό η προφυλακτική χορήγηση μεγα-δόσεων βιταμίνης C σε καθημερινή βάση σε ευρείες ομάδες πληθυσμού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Οι υπάρχουσες ενδείξεις δείχνουν ότι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η χορήγησή τους σε άτομα που έχουν εκτεθεί για σύντομες χρονικές περιόδους σε σοβαρή σωματική άσκηση και ή σε ψυχρά περιβάλλοντα. Επίσης τα σταθερά και στατιστικώς σημαντικά μικρά οφέλη, που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων του κρυολογήματος για τα άτομα εκείνα που κάνουν προφυλακτική χρήση της βιταμίνης C, δείχνουν ότι η βιταμίνη C παίζει κάποιο ρόλο τους αμυντικούς μηχανισμούς του αναπνευστικού συστήματος. Γενικά η βιταμίνη C θεωρείται επωφελής, όπως περιγράφεται σε μεγάλο αριθμό μετα-αναλύσεων ερευνών που έγιναν στον Καναδά για τα άτομα που εκτίθενται στο στρες του ψύχους [13].
Στις κλινικές μελέτες, κατά τις οποίες η βιταμίνη C χορηγήθηκε στην έναρξη του κρυολογήματος, ως θεραπεία δεν έδειξε κάποιο όφελος στη δοσολογία των 4 γραμμαρίων ημερησίως. Σε μια όμως μεγάλη κλινική μελέτη, που χορηγήθηκαν, με την έναρξη των συμπτωμάτων, ως θεραπευτική δόση 8 γραμμάρια βιταμίνης C ημερησίως , τα αποτελέσματα υπήρξαν διφορούμενα [14, 15].
Χρήση ριγανόλαδου:Το ριγανόλαδο διαθέτει ισχυρές αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Είναι πλουσιότατο σε καρβαχόλη, η οποία είναι ισχυρότατος αντιικός, αντιμικροβιακός, αντιμυκητιασικός και αντιπαρασιτικός παράγοντας, φλαβονοειδή και τερπένια, που είναι φυσικές ουσίες με αντιισταμινικές και αποσυμφορητικές ιδιότητες [16].
Σε κρυολόγημα μπορεί να πάρει κανείς αρχικά μια κάψουλα ριγανελαίου κάθε μέρα με το γεύμα του, που σταδιακά μπορεί να γίνουν τρείς την ημέρα για 7-10 ημέρες και διακόπτεται η χορήγηση. Αν χρησιμοποιήσει κανείς σταγόνες ριγανελαίου, μπορεί να ξεκινήσει με μια-δύο σταγόνες, πρωί και βράδι ή μία σταγόνα κάθε 6 ώρες ημερησίως. Οι σταγόνες μπορεί να αναμειχθούν σε ένα κουταλάκι του γλυκού ελαιόλαδο ή ένα κουταλάκι μέλι, διότι έτσι το ριγανόλαδο λαμβάνεται πιο ευχάριστα [17].
Χορήγηση πρόπολης: Η πρόπολη είναι μια ρητίνη που την παράγουν οι μέλισσες, και την χρησιμοποιούν ως προστατευτική ουσία της κυψέλης από την εισβολή εξωτερικών μικροοργανισμών. Πρόκειται για ένα μίγμα φυσικών ουσιών με αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις, ανοσοτροποποιητικές και αντικαρκινικές ιδιότητες. Μεταξύ των συστατικών της πρόπολης περιλαμβάνεται το καφφεικό οξύ, φλαβονοειδή, τερπένια, φαινεθυλικό οξύ, κ.α.. Στα φλαβονοειδή αποδίδονται οι αντιικές και αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες της πρόπολης. Η πρόπολη διατίθεται υπό μορφή δισκίων, καψουλών και βάμματος., διαφόρων αραιώσεων. Στο κρυολόγημα και τη γρίπη χορηγείται ¼ κουταλιού του τσαγιού με νερό ή κατ’ευθείαν κάτω από τη γλώσσα κάθε 2-3 ώρες. Η πρόπολη μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα στα άτομα με αλλεργία στο δηλητήριο της μέλισσας και το μέλι. Οι καραμέλες πρόπολης μπορεί να ερεθίσουν και να δημιουργήσουν εξελκώσεις στο στοματικό βλεννογόνο [18].
Χορήγηση εκχυλίσματος φύλλων ελιάς: Τα φύλλα της ελιάς και τα εκχυλίσματα των φύλων της ελιάς διαθέτουν αντιγηραντικές, ανοσοδιεγερτικές, αντιβιοτικές, αντικαρκινικές και αντιυπερτασικές ιδιότητες. Οι έρευνα έδειξε επίσης ότι σε εργαστηριακό επίπεδο το εκχύλισμα των φύλων της ελιάς ασκεί αντιβακτηριδιακή, αντιμηκυτιασική και αντιφλεγμονώδη δράση. Το εκχύλισμα φρέσκων φύλλων της ελιάς διαθέτει διπλάσια αντιοξειδωτική ικανότητα από το πράσινο τσάϊ και 400% υψηλότερη από την αντιοξειδωτική ικανότητα της βιταμίνης C. H αντιοξειδωτική δράση των εκχυλισμάτων των φύλλων της ελιάς οφείλονται στην ολευροπεΐνη (oleuropein ), που είναι μια φαινολική ένωση [19, 20].
Αντιμετώπιση της γρίπης
Η γρίπη είναι μια οξεία συστηματική ιογενής νόσος που συνήθως συμβαίνει υπο μορφή επιδημίας. Οφείλεται σε μια ευδιάκριτη τάξη ιών, που υποδιαιρούνται σε 3 κύριους ορότυπους (Α, Β και C), βάσει των νουκλεοπρωτεϊνών τους. Περαιτέρω ταξινόμηση του κάθε τύπου ιού βασίζεται στις επιφανειακές του πρωτεΐνες, την αιμαγλουτινίνη (hemagglutinin) και τη νευραμινιδάση (neuraminidase).
Κλινικά η γρίπη παρουσιάζει την ίδια, αλλά εντονότερη κλινική εικόνα από το κοινό κρυολόγημα και πάντοτε συνοδεύεται από έντονο πυρετό, ρίγη και καταβολή δυνάμεων. Εφαρμόζονται τα ίδια θεραπευτικά μέσα που περιγράφηκαν στην αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος. Αν και τα αντιγριπικά εμβόλια είναι αποτελεσματικά στην πρόληψη της λοίμωξης, η κάλυψη του γενικού πληθυσμού είναι ατελής με αποτέλεσμα να μην βελτιώνεται η επιθυμητή ανοσοποίηση.
Τα αντιιικά φάρμακα, που κυκλοφορούν για την πρόληψη και τη θεραπεία της γρίπης, όπως οι αδαμαντάνες (αμανταδίνη και η ριμανταδίνη) και οι αναστολείς της νευραμινιδάσης (οσελταμιβίρη, ζαναμιβίρη και περαμιβίρη) έχουν περιορισμένη αξία , λόγω της ταχείας κλινικής εμφάνισης ανθεκτικών στελεχών των ιών.
Η γρίπη αντιμετωπίζεται θεραπευτικά με τη χορήγηση αντιικών φαρμάκων, όπως η οσελταμιβίρη (Tamiflu) και η ζαναμιβίρη (Relenza), εφόσον τα στελέχη του ιού της γρίπης, από τα οποία έχουν προσβληθεί οι ασθενείς δεν έχουν αναπτύξει αντοχή στα παραπάνω φάρμακα. Το Tamiflu κυκλοφορεί υπό μορφή δισκίων ή διαλύματος, ενω το Relenza υπό μορφή εισπνεόμενης σκόνης και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από οποιονδήποτε πάσχει από απνευστικά προβλήματα (άσθμα, χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια).
Τα αντιικά φάρμακα εξασθενούν την ένταση των συμπτωμάτων, βραχύνουν το χρόνο διάρκειας της νόσου κατά 1ή 2 ημέρες και μπορούν να προλάβουν την εκδήλωση επιπλοκών της γρίπης, όπως π.χ. η πνευμονία, στα άτομα υψηλού κινδύνου (πάσχοντες από άσθμα, διαβήτη, χρόνια καρδιακή νόσο. Δυστυχώς, οι ιοί της γρίπης έχουν αναπτύξει αντίσταση προς τα αντιγριπικά αντιικά φάρμακα, που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Τα αντιικά φάρμακα μπορεί να προκαλεσουν παρενέργειες, όπως ναυτία, έμετο, ζάλη, ρινόρροια, μπούκωμα της μύτης, πονοκέφαλο, και διαταραχές της συμπεριφοράς. Οι παρενέργειες αυτές είναι ασυνήθιστες. Το Tamiflu και το Relenza χορηγούνται για πέντε ημέρες, αν και υπό νοσοκομεικές συνθήκες μπορεί να χορηγηθούν για μακρύτερο χρονικό διάστημα.
Η κλινική εμπειρία έχει δείξει ότι ή έγκαιρη αντιική θεραπεία μπορεί να βραχύνει τη διάρκεια του πυρετού, των λοιπών συμπτωμάτων της νόσου και να περιορίσει τον κίνδυνο των επιπλοκών από τη γρίπη (μέση ωτίτιδα στα παιδιά, πνευμονία, αναπνευστική ανεπάρκεια και θάνατο) και τον περιορισμό νοσηλείας των πασχόντων στο νοσοκομείο.
Η αντιική θεραπεία συνιστάται να χορηγείται, όσο το δυνατόν έγκαιρα σε οποιονδήποτε άρρωστο υπάρχει υποψία γρίπης και ο οποίος νοσηλεύονται σε νοσοκομείο, σε όποιον πάσχει από κάποια σοβαρή και εξελισσόμενη νόσο και σε όσους βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν επιπλοκές από τη γρίπη, όπως:
Παιδιά ηλικίας
Ενήλικες ηλικίας ≥65 ετών
Ατομα με χρόνια πνευμονική νόσο (περιλαμβανομένου και του άσθματος) , καρδιοκυκλοφορική νόσο (με εξαίρεση την υπέρταση), ηπατοπάθεια, αιματολογική νόσο (περιλαμβανομένης και της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας), διαταραχές του μεταβολισμού (περιλαμβανομένου και του διαβήτη), νευρολογικές και καταστάσεις της νευροανάπτυξης (περιλαμβανομένων των διαταραχών του εγκεφάλου, της σπονδυλικής στήλης, περιφερικών νεύρων, εγκεφαλική παράλυση, επιληψία, εγκεφαλοαγγειακό επειοσόδιο, διανοητική καθυστέρηση, μέτρια έως σοβαρή καθυστέρηση της ανάπτυξης, μυική δυστροφία, τραυματισμό της σπονδυλικής στήλης.
Άτομα σε ανοσοκαταστολή (από λήψη φαρμάκων ή από λοίμωξη HIV
Οι έγκυες και οι λεχοΐδες (δύο εβδομάδες μετά τον τοκετό), άτομα ηλικίας
Τα άτομα με παθολογική παχυσαρκία (π.χ. με δείκτη μάζας σώματος ≥40).
Οι τρόφιμοι γηροκομείων και ιδρυμάτων χρονίως πασχόντων.
Η κλινική απόφαση για τη χορήγηση αντιικών φαρμάκων σε ασθενείς υψηλού κινδύνου παίρνεται βάσει της σοβαρότητας και της ταχύτητας της εξέλιξής της νόσου, των νόσων από τις οποίες πάσχει ο ασθενής, την ηλικία του ασθενούς, το χρόνο της έναρξης των συμπτωμάτων του ασθενούς, την πιθανότητα να πάσχει ή να μη πάσχει ο ασθενής από γρίπη.
Όταν υπάρχει ένδειξη αντιικής θεραπείας αυτή θα πρέπει να ξεκινάει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα μετά την έναρξη της νόσου. Ο ιεδεώδης χρόνος έναρξης της αντιικιής θεραπείας είναι οι πρώτες 48 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Παρά τούτο η αντιική θεραπεία θα μπορούσε να ήταν επωφελής σε ασθενείς με σοβαρή, επιπεπλεγμένη ή δυσμενώς εξελισσόμενη γρίπη και σε νοσοκομειακούς ασθενείς, ακόμη και μετά από 48 ώρες από την έναρξη της νόσου.
Για την έναρξη της αντιικής θεραπείας δεν περιμένει κανείς την εργαστηριακή διάγνωση της νόσου [23].
Πρόληψη του κοινού κρυολογήματος και της γρίπης
Ο αντιγριπικός εμβολιασμός είμαι δυνατόν να προστατεύσει σημαντικό αριθμό ανθρώπων από το να προσβληθούν από γρίπη (γύρω στο 50%). Όμως για ένα επίσης σημαντικό αριθμό ανθρώπων ο εμβολιασμός είναι αναποτελεσματικός. Μετά το θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω από τον αντιγριπικό εμβολιασμό, πολλοί άνθρωποι αρνούνται να εμβολισθούν.
Επειδή τα άτομα που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο να πάθουν γρίπη μπορεί να ωφεληθούν από τον εμβολιασμό, θα πρέπει να συμβουλεύονται το θεράποντα ιατρό τους για το αν θα πρέπει να ή να μη εμβολισθούν. Το ίδιο ισχύει για τα παιδιά και τις εγκύους.
Αναμφίβολα η εκδήλωση της γρίπης και του κοινού κρυολογήματος είναι εποχιακή. Μια επιδημία γρίπης είναι εκρηκτική και τελειώνει απότομα. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι οι εποχιακές διακυμάνσεις των συγκεντρώσεων της βιταμίνης D3 στον οργανισμό ενισχύουν την έμφυτη ανοσία, μπορούν να επηρεάσουν την επιδημία της γρίπης και να προλάβουν την εκδήλωση των συμπτωμάτων της [24]. Βλέπε: Πρόληψη του κοινού κρυολογήματος και της γρίπης με χορήγηση βιταμίνης D3©
Ο Mitsuyoshi U. και οι συνεργάτες του (2010) σε μια τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη που έκαναν σε παιδιά της σχολικής ηλικίας στην Κίνα βρήκαν ότι, χορηγώντας 1200 IU βιταμίνης D3 σε παιδιά της σχολικής ηλικίας μεταξύ του Δεκεμβρίου και του Μαρτίου προέκυψε σημαντικό προληπτικό αποτέλεσμα κατά της γρίπης Α, αν και δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά για τη γρίπη Β [25].
Η προφυλακτική χορήγηση ζαναμιβίρης ή οσελταμιβίρης για 10 ημέρες σε παιδιά που είχαν εκτεθεί σε περιβάλλον πασχόντων από γρίπη περιόρισε τη συχνότητα της συμπτωματικής γρίπης κατά 8% [26].
Αντιθέτως, η καθημερινή συμπληρωματική χορήγηση προβιοτικών υπήρξε ασφαλής τρόπος περιορισμού του πυρετού και άλλων συμπτωμάτων σε μικρά παιδιά [27].
Επιπλέον, έχει δείξει ένα σημαντικό προληπτικό αποτέλεσμα η χορήγηση του συνδυασνού ένός προϊόντος που περιείχε εχινάκια, πρόπολη και βιταμίνη C [28].
Η πρόληψη της γρίπης και του κοινού κρυολογήματος προυποθέτει την ύπαρξη επαρκών επιπέδων βιταμίνης D3 στον οργανισμό. Eπειδή η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία Β δεν είναι εφικτή για όλους και οι προσλαμβανόμενες ποσότητες βιταμίνης D3 από τις τροφές που τήν περιέχουν ή τις εμπλουτισμένες τροφές με βιταμίνη D3, είναι ανεπαρκείς, χρησιμοποιείται η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 από το στόμα.
H βιταμίνη D3 είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη και η απορρόφησή της είναι ασφαλέστερη, όταν λαμβάνεται μετά τα γεύματα επιλλέγεται το συνπλήρωμα διατροφής D3-Gkelin drops, το οποίο περιέχει φυσική και όχι συνθετική βιταμίνη D3, που φέρτεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο.
Η κάθε σταγόνα φυσικής βιταμίνης D3 ή χοληκαλσιφερόλης του D3-Gkelin drops περιέχει 1.000 Διαθνείς Μονάδες (Ι.U.). H καθημερινή χορήγηση δύο-τεσσάρων σταγόνων D-Gkelin drops αρκούν για να εκφραστούν τα ευεργετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D3 για τον οργανισμό.
Αν αποφασιστεί η λήψη μεγαλύτερης δόσης βιταμίνης D3 [D3-Gkelin drops] αυτή μπορεί να γίνει αφού πρώτα μετρηθούν τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3. Υπενθυμίζεται ότι τα επαρκή επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D3 πρέπει να είναι>30ng/ml, ενώ τα νοσοπροστατευτικά είναι 60-80ng/ml.
1. Mäkelä MJ, Puhakka T, Ruuskanen O, Leinonen M, Saikku P, Kimpimäki M, Blomqvist S, Hyypiä T, Arstila P. Viruses and bacteria in the etiology of the common cold. J Clin Microbiol. 1998 Feb;36(2):539-42.
2. Monto AS. Epidemiology of viral respiratory infections. Am J Med. 2002 Apr 22;112 Suppl 6A:4S-12S.
3. Reichert TA, Simonsen L, Sharma A, Pardo SA, Fedson DS, Miller MA. Influenza and the winter increase in mortality in the United States, 1959-1999. Am J Epidemiol. 2004 Sep 1;160(5):492-502.
4. Ginde AA, Mansbach JM, Camargo CA Jr. Vitamin D, respiratory infections, and asthma. Curr Allergy Asthma Rep. 2009 Jan;9(1):81-7.
5. McCullers JA. Preventing and treating secondary bacterial infections with antiviral agents. Antivir Ther. 2011;16(2):123-35.
6. Fiala M, Guze LB. The rhinoviruses of man. Calif Med. 1970 May;112(5):1-6.
7.Singh M, Das RR. Zinc for the common cold. Cochrane Database Syst Rev. 2011 Feb 16;(2):CD001364.
8. Hopkins AB. Chicken soup cure may not be a myth. Nurse Pract. 2003 Jun;28(6):16.
9. Guerra Dore CM, Azevedo TC, de Souza MC, Rego LA, de Dantas JC, Silva FR, Rocha HA, Baseia IG, Leite EL. Antiinflammatory, antioxidant and cytotoxic actions of beta-glucan-rich extract from Geastrum saccatum mushroom. Int Immunopharmacol. 2007 Sep;7(9):1160-9. Epub 2007 May 29.
10. Goodridge HS, Wolf AJ, Underhill DM. Beta-glucan recognition by the innate immune system. Immunol Rev. 2009 Jul;230(1):38-50.
11. Wasser SP. Medicinal mushrooms as a source of antitumor and immunomodulating polysaccharides. Applied and Environmental Microbiology. 2002;60:258–274.
12. Chunchao H, Guo JY. A Hypothesis: Supplementation with Mushroom-Derived Active Compound Modulates Immunity and Increases Survival in Response to Influenza Virus (H1N1) Infection. Evid Based Complement Alternat Med. 2011;2011:252501. Epub 2011 Mar 20.
13. Nahas R, Balla A. Complementary and alternative medicine for prevention and treatment of the common cold. Can Fam Physician. 2011 Jan;57(1):31-6.
14. Douglas RM, Hemila H, D’Souza R, Chalker EB, Treacy B. Vitamin C for preventing and treating the common cold. Cochrane Database Syst Rev. 2004 Oct 18;(4):CD000980.
15. Fondell E, Bälter O, Rothman KJ, Bälter K. Dietary intake and supplement use of vitamins C and e and upper respiratory tract infection. J Am Coll Nutr. 2011 Aug;30(4):248-58.
16. Baser KH. Biological and pharmacological activities of carvacrol and carvacrol bearing essential oils. Curr Pharm Des. 2008;14(29):3106-19.
17. Huang CC, Wang HF, Chen CH, Chen YJ, Yih KH. A study of four antioxidant activities and major chemical component analyses of twenty-five commonly used essential oils. J Cosmet Sci. 2011 Jul-Aug;62(4):393-404.
18. Watanabe MA, Amarante MK, Conti BJ, Sforcin JM. Cytotoxic constituents of propolis inducing anticancer effects: a review. J Pharm Pharmacol. 2011 Nov;63(11):1378-86.
19. Drira R, Chen S, Sakamoto K. Oleuropein and hydroxytyrosol inhibit adipocyte differentiation in 3 T3-L1 cells. Life Sci. 2011 Nov 7;89(19-20):708-16. Epub 2011 Sep 10.
20. Türkez H, Toğar B. Olive (Olea europaea L.) leaf extract counteracts genotoxicity and oxidative stress of permethrin in human lymphocytes. J Toxicol Sci. 2011;36(5):531-7.
21. Bright RA, Medina MJ, Xu X, Perez-Oronoz G, Wallis TR, Davis XM, Povinelli L, Cox NJ, Klimov AI. Incidence of adamantane resistance among influenza A (H3N2) viruses isolated worldwide from 1994 to 2005: a cause for concern. Lancet. 2005 Oct 1;366(9492):1175-81. Epub 2005 Sep 22.
22. Bright RA, Medina MJ, Xu X, Perez-Oronoz G, Wallis TR, Davis XM, Povinelli L, Cox NJ, Klimov AI. Incidence of adamantane resistance among influenza A (H3N2) viruses isolated worldwide from 1994 to 2005: a cause for concern. Lancet. 2005 Oct 1;366(9492):1175-81. Epub 2005 Sep 22.
23. Yu H, Feng Z, Uyeki TM, Liao Q, Zhou L, Feng L, Ye M, Xiang N, Huai Y, Yuan Y, Jiang H, Zheng Y, Gargiullo P, Peng Z, Feng Y, Zheng J, Xu C, Zhang Y, Shu Y, Gao Z, Yang W, Wang Y. Risk factors for severe illness with 2009 . Clin Infect Dis. 2011 Feb 15;52(4):457-65. Epub 2011 Jan 10.pandemic influenza A (H1N1) virus infection in China.
24. Cannell JJ, Zasloff M, Garland CF, Scragg R, Giovannucci E. On the epidemiology of influenza. Virol J. 2008 Feb 25;5:29.
25. Urashima M, Segawa T, Okazaki M, Kurihara M, Wada Y, Ida H. Randomized trial of vitamin D supplementation to prevent seasonal influenza A in schoolchildren. Am J Clin Nutr. 2010 May;91(5):1255-60. Epub 2010 Mar 10.
26. Shun-Shin M, Thompson M, Heneghan C, Perera R, Harnden A, Mant D Neuraminidase inhibitors for treatment and prophylaxis of influenza in children: systematic review and meta-analysis of randomised controlled trials. BMJ 2009;339:b3620.
27. Leyer GJ, Li S, Mubasher ME, Reifer C, Ouwehand AC. Probiotic effects on cold and influenza-like symptom incidence and duration in children. Pediatrics 2009;124:e172–9.
28. Cohen HA, Varsano I, Kahan E, Sarrell EM, Uziel Y. Effectiveness of an herbal preparation containing echinacea, propolis, and vitamin C in preventing respiratory tract infections in children: a randomized, double-blind, placebo-controlled, multicenter study. Arch Pediatr Adolesc Med 2004;158:217–21.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.