Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης, (MD, ORL, DDS, PhD), Δρ Ευστάθιος Παπαλιάκος (ΜD, ORL, PhD, MSc), Γεώργιος Κουκούτσης (MD, ORL), Σωτήρης Αναστασόπουλος (MD, ORL), Ραχωβίτσας Δημήτριος (MD, ORL)
Μερικά άτομα με χρόνια ρινοκολπίτιδα με ρινικούς πολύποδες [CRSwNP] δεν ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη τυπική φαρμακευτική και χειρουργική θεραπεία.
Για αυτά τα άτομα, τα βιολογικά φάρμακα εμφανίζονται ως μια σημαντική θεραπευτική εναλλακτική λύση.
Επειδή οι μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη φαρμακευτική και χειρουργική θεραπεία δεν λύνει το πρόβλημα σε όλους τους ασθενείς τα τελευταία χρόνια η κλινική έρευνα έχει στραφεί στη μελέτη της αποτελεσματικότητας των βιολογικών φαρμάκων (μονοκλωνικά αντισώματα), όπως η αντι-ΙgE ανοσοσφαιρίνη Ε (omalizumab), αντι-ιντερλευκίνη 5 (μεπολιζουμάμπη και ρεσλιζουμάμπη) και αντι-ιντερλευκίνης 4 / ιντερλευκίνης 13 (dupilumab) για τη θεραπεία της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ή χωρίς πολύποδες και με ή χωρίς άσθμα. [1].
Η χρόνια ρινοκολπίτιδα με ή χωρίς ρινικούς πολύποδες αντιμετωπίζεται κυρίως με συνδυασμό φαρμάκων, όπως τα ρινικά και από του στόματος κορτικοστεροειδή και αντιβιοτικά καθώς και με τη λειτουργική ενδοσκοπική χειρουργική κόλπων (FESS).
Τα αποτελέσματα της δράσης των από του στόματος χορηγούμενων αντιβιοτικών στη χρόνια ρινοκολπίτιδα με ή χωρίς ρινικούς πολύποδες είναι η αύξηση της συχνότητας της αντοχής των βακτηριδίων στα αντιβιοτικά, η έκταση της οποίας δεν έχει ακόμη πλήρως αξιολογηθεί, αλλά μπορεί να είναι σημαντική, ενώ έχει εμφανιστεί επίσης αντοχή και στα κορτικοστεροειδή.
Η χρόνια ρινοκολπίτιδα με ρινικούς πολύποδες (CRSwNP), που επιπλέκεται με άσθμα θεωρείται πιο σοβαρή κατάσταση και μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής του ασθενούς ή ακόμη και σ΄αυτή την ίδια τη ζωή των ασθενών, καθ΄όσον ο αριθμός των ατόμων με άσθμα, που χάνει τη ζωή τους παραμένει σταθερός τα τελευταία χρόνια.
Επομένως, φαίνεται να υπάρχει επείγουσα ανάγκη για νέες θεραπευτικές στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένων των βιολόγων για τη θεραπεία αυτής της συνηθισμένης νόσου.
Παθοφυσιολογικός μηχανισμός της πρόκλησης της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ρινικούς πολύποδες (CRSwNP)
Συνήθως η χρόνια ρινοκολπίτιδα αποδίδεται σε μια Th2 αντίδραση. Αν και τα κύτταρα Th2 παίζουν σημαντικό ρόλο στις αλλεργικές ασθένειες, η κύρια λειτουργία των κυττάρων Th2 πιστεύεται ότι είναι η παραγωγή κυτοκινών Th2, όπως η ιντερλευκίνη (IL) -4, IL-5, IL-13. Σήμερα είναι γνωστές πλέον οι νέες λειτουργίες των Th2 κυττάρων στις αλλεργικές ασθένειες.
Επιπλέον, έχουν βρεθεί νέοι μηχανισμοί παραγωγής ισταμίνης χρησιμοποιώντας in vitro καλλιέργειες μακροφάγων λευκοκυττάρων και Th2 κυττάρων.
Τόσο τα μακροφάγα όσο και τα κύτταρα Th2 παράγουν ισταμίνη μέσω της αλληλεπίδρασης μέ αντιγόνα. Αυτός είναι ένας νέος αλλεργικός μηχανισμός διαφορετικός από το μηχανισμό της δράσης της IgE επί των μαστοκυττάρων [2].
Θεραπεία της χρόνιας ρινοκολπίτιδα με ρινικούς πολύποδες (CRSwNP) με βιολογικά φάρμακα
Πρόσφατα, οι μελέτες βιολογικών φαρμάκων έχουν ανοίξει νέο δρόμο θεραπείας της νόσου της ανώτερης και κατώτερης αεροφόρας οδού και ειδικά της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ρινικούς πολύποδες (CRSwNP), που προκαλείται με Th2 αντίδραση.
Αυτή η αντιμετώπιση ανοίγει μια νέα θεραπευτική προσέγγιση σε σύγκριση με την τυπική θεραπεία.
Η βιολογική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των ασθενών με δυσίατη ή ανθεκτική στη θεραπεία CRSwNP, να μειώσει το μέγεθος των πολυπόδων και να βελτιώσει την όσφρηση.
Στους βιολογικούς παράγοντες που χρησιμοποιούνται κατά της CRSwNP περιλαμβάνονται και τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Tα μονοκλωνικά αντισώματα είναι άκρως ειδικά αντισώματα, που παράγονται σε μεγάλες ποσότητες από τους κλώνους ενός ενιαίου υβριδώματος κυττάρου.
Τα υβριδικά κύτταρα κλωνοποιούνται και δημιουργούνται κυτταρικές σειρές που παράγουν ένα ειδικό αντίσωμα που είναι χημικώς και ανοσολογικά oμογενές.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα, που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη θεραπεία του άσθματος, έχει πρόσφατα αποδειχθεί ότι, έχουν θετική επίδραση στον έλεγχο των συμπτωμάτων της χρόνιας ρινοκολπίτιδας και στη μείωση της ανάγκης για ενδοσκοπική χειρουργική των παραρρίνιων κόλπων [3].
Τα μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν ερευνηθεί ή ακόμη ερευνώνται, επί του παρόντος, για τη θεραπεία της δυσίατης ή ανθεκτικής στην κλασσική θεραπεία χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ή χωρίς πολύποδες είνα:
ντουπιλουμάμπη (dupilumab, Dupixent®, Dupixent Pre-filled Pen®), ομαλισουμάμπη [(omalizumab, Xolair®) Αντι-IgE ανοσοσφαιρίνη],
μεπολιζουμάμπη (mepolizumab, (Nucala®),
ρεσλιζουμάμπη (reslizumab, Cinqair®),
μπενραλιζουμάμπη (benralizumab, Fasenra®), κ.λπ. [4].
Η αντι IgE ανοσοσφαιρίνη ομαλιζουμάμπη [omalizumab (Xolair®)] και η αντι-IL-5 ρεσιλζουμάμπη [reslizumab (Cinqair®)] και η μεπολιζουμάμπη [mepolizumab (Nucala®)] κυκλοφορούν ως νέα βιολογικά φάρμακα.
Τα φάρμακα αυτά διατίθενται αποκλειστικά σε ασθενείς με επίμονο αλλεργικό άσθμα (τύπου 2) σταδίου 5 ή 6, οι οποίοι δεν ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή υψηλής δόσης και θεραπεία με β αγωνιστή μακράς δράσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας για το Άσθμα. [5, 6].
Η Αnti-IgE ανοσοσφαιρίνη δρα δεσμεύοντας τους υποδοχείς της IgE και στη συνέχεια αποτρέποντας τη σύνδεση IgE σε μαστοκύτταρα, δενδριτικά κύτταρα και βασεόφιλα μέσω των υποδοχέων FcεR1 και FcεR2 [7, 8].
Το Anti-IgE δεν έχει αντίστροφο αποτέλεσμα στην ήδη δεσμευμένη IgE.
Μια πιο λεπτομερής ανάλυση των ανοσολογικών μηχανισμών που διέπουν την παθογένεση του άσθματος δείχνει ότι η ιντερλευκίνη 5 (IL-5) είναι μια κρίσιμη κυτοκίνη σε διάφορους φαινοτύπους του άσθματος. Στην πραγματικότητα, η IL-5 ασκεί επιλεκτική δράση στα ηωσινόφιλα, τα οποία, με τη σειρά τους, διατηρούν τη φλεγμονή των αεραγωγών και επιδεινώνουν τα συμπτώματα και τον έλεγχο του άσθματος.
Οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι τα φάρμακα που στοχεύουν την IL-5 ή την υπομονάδα υποδοχέα άλφα (IL-5Ra) είναι μια πολλά υποσχόμενη θεραπευτική προσέγγιση για το σοβαρό άσθμα.
Τα χαρακτηριστικά αυτών των φαρμάκων ελαχιστοποιούν την τυπική κλασσική θεραπεία, καθώς τα συστηματικά κορτικοστεροειδή ελέγχουν μόνο μερικώς την ασθένεια και η δράση τους συνοδεύεται και από τις γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες [9].
Η μπενραλιζουμάμπη [benralizumab (Fasenra®)] που έχει αντι-IL-5 και αντι-IL-5 Ra δράση είναι αντισώματα που λειτουργούν στοχεύοντας την IL-5.
Οι παράγοντες κατά της IL-5 συνδέονται και εξουδετερώνουν την IL-5, η οποία παρεμβαίνει στην σχέση της με την αντι-IL-5 Ra, η οποία εκφράζεται στα ηωσινόφιλα.
Η Anti-IL-5 Ra στοχεύει άμεσα την αλυσίδα anti-IL-5 Ra και προκαλεί λύση του κυττάρου στόχου. Λόγω αυτού του μηχανισμού, οι αντι-IL-5 και αντι-IL-5 Ra παράγοντες είναι αποτελεσματικοί στη μείωση της περιφερικής ηωσινόφιλης έκφρασης.
Η ομαλιζουμάμπη ( Omalizumab, Xolair®) και η μεπολιζουμάμπη (mepolizumab, (Nucala®) φέρουν προειδοποιήσεις ότι μπορεί να έχουν ως ανεπιθύμητη ενέργεια την αναφυλαξία.
Τα κριτήρια επιλεξιμότητας ασθενών για την για αντι-IgE θεραπεία περιλαμβάνουν τα αυξημένα επίπεδα ολικής IgE (30 IU / mL≤1500IU / mL), παροξύνσεις του άσθματος εντός ενός έτους και η θετική δερματική δοκιμασία ή in vitro αντιδραστικότητα σε ένα ολοετήσιο αεροαλλεργιογόνο.
Τα κριτήρια επιλεξιμότητας ασθενών στους οποίους μπορεί γίνει αντι-IL-5 και αντι-IL-5 Rα αγωγή περιλαμβάνουν βασικό επίπεδο περιφερειακών ηωσινοφίλων ≥150 κυττάρων / μL (≥400 κύτταρα / μL για την ρεσλισουμάμπη ( reslizumab) εντός των προηγούμενων 6 εβδομάδων ηωσινόφιλος φαινότυπος και παροξύνσεις μέσα σε ένα χρόνο [9].
Τα αποτελέσματα της κλινικής έρευνας στη θεραπεία της CRSwNP με ντουπιλουμάμπη [dupilumab, ( Dupixent®)
Ο ρόλος των ανοσολογικών αντιδράσεων τύπου 2 στη χρόνια ρινοκολπίτιδα, στη σοβαρότητα της νόσου και στην υποτροπή και τις συννοσηρότητές της είναι πλέον αποδεδειγμένος.
Στην παθοφυσιολογία της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ή χωρίς πολύποδες και με συνύπαρξη ό όχι άσθματος συμμετέχουν οι ιντερλευκίνες IL-4, IL-5 , IL-13 καθώς και η IgE.
Οι ασθενείς με τις παραπάνω καταστάσεις μπορεί να αντιμετωπιστούν και με βιολογικά φάρμακα (biologics), που στοχεύουν τις IL-4, IL-5 και την IL-13 καθώς και IgE. Οι θεραπείες αυτές έχουν χορηγηθεί σε ασθενείς στα πλαίσια μικρών μελετών αποδείξεων της ιδέας (proof-of-concept).
Πρόσφατα, έχουν αναφερθεί οι πρώτες αποτελεσματικές κλινικές δοκιμές φάσης 3 με την ντουπιλουμάμπη [dupilumab, (Dupixent®)], η οποία είναι ανταγωνιστής του υποδοχέα IL-4.
Τα αποτελέσματα αυτής της χορήγησης έδειξαν μια σημαντική και κλινικής σημασίας μείωση του φορτίου της νόσου, που εκτείνεται από τη μείωση του μεγέθους των πολυπόδων μέχρι τη μείωση των συμπτωμάτων από τους παραρρίνιους κόλπους και τη βελτίωση της όσφρησης.
Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν διαδοχικά σε σημαντική αύξηση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Τέλος, η βιολογική θεραπεία έναντι της θεραπείας με εικονικό φάρμακο μείωσε την ανάγκη για συστηματική χρήση γλυκοκορτικοστεροειδών και χειρουργικών επεμβάσεων των παραρρίνιων κόλπων.
Η ντουπιλουμάμπη [dupilumab (Dupixent®)] είναι σήμερα εγκεκριμένο
φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ευρώπη για τη θεραπεία της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ρινικούς πολύποδες.
Μέσα σε ένα χρόνο, θα αναφερθούν τα αποτελέσματα 2 περαιτέρω κλινικών δοκιμών φάσης 3 με την ομαλιζουμάμπη (omalizumab και την μεπολιζουμάμπη [mepolizumab, Nucala®)].
Με αυτήν την εξέλιξη, χωρίς αμφιβολία, ξεκίνησε μια νέα εποχή για τη θεραπεία της σοβαρής ανεξέλεγκτης χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ρινικούς πολύποδες.
Οι ερωτήσεις σχετικά με την ένδειξη των βιολογικών φαρμάκων (biologics), την επιλογή των ασθενών και τέλος, τα κριτήρια για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας τους σε μεμονωμένους ασθενείς πρέπει να απαντηθούν επειγόντως, και πρέπει να καθοριστούν τρόποι φροντίδας που να ενσωματώνουν το ισχύον πρότυπο θεραπευτικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της χειρουργικής [10].
Οι βιολογικές θεραπείες μπορεί να αποδειχθούν επωφελείς για τη θεραπεία της ανθεκτικής ρινικής πολυποδίασης σε επιλεγμένους πληθυσμούς.
Η αντι-IL5 θεραπεία (mepolizumab / reslizumab) και αντι-IgE θεραπεία (omalizumab)] δείχνει μείωση του μεγέθους των πολυπόδων.
Η θεραπεία με αντι-IgE μειώνει το μέγεθος των ρινικών πολυπόδων σε ασθενείς με σοβαρό συνυπάρχον άσθμα [11].
H αντιμετώπιση της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ρινικούς πολύποδες με κουρκουμίνη (Curcugkel)
Συμπληρωματική θεραπεία της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με πολύποδες μαζί με τη χορήγηση κάποιου βιολογικού φαρμάκου είναι η χορήγηση κουρκουμίνης.
H κουρκουμίνη είναι το ενεργό συστατικό της ξηρής σκόνης του ριζώματος του φυτού κουρκουμάς (Curcuma longa). H κουρκουμίνη είναι αποδεδειγμένη με εκατοντάδες ερευνητικές εργασίες ότι είναι ισχυρή αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδης ουσία.
Πολλές προκλινικές και κλινικές μελέτες αποκάλυψαν ότι η κουρκουμίνη διαμορφώνει αρκετά μόρια στην οδό μεταγωγής σήματος κυττάρων συμπεριλαμβανομένων των PI3K, Akt, mTOR, ERK5, AP-1, TGF-β, Wnt, β-catenin, Shh, PAK1, Rac1, STAT3, PPARγ, EBPa, NLRP3 φλεγμονοσωμάτιο (inflammasome), p38MAPK, Nrf2, Notch-1, AMPK, TLR-4 και MyD-88.
Η κουρκουμίνη έχει τη δυνατότητα να προλαμβάνει και / ή να διαχειρίζεται διάφορες ασθένειες λόγω των αντιφλεγμονωδών, αντιοξειδωτικών και αντι-αποπτωτικών ιδιοτήτων της με εξαιρετικό προφίλ ασφάλειας [12].
Η κουρκουμίνη δρα με τρείς τρόπους στη συρρίκνωση των πολυπόδων., ήτοι: αντιφλεγμονώδης, αντιοξειδωτικός και συρρικνωτικός
1. Αντιφλεγμονώδης δράση: Η κουρκουμίνη αναστέλλει τη δράση ποικίλων χημικών μεσολαβητών της φλεγμονής και ιδιαίτερα των ιντερλευκινών, προλαβαίνοντας έτσι την εξέλιξη της φλεγμονής στους πολύποδες [12, 13].
Η κουρκουμίνη δρα σε μοριακό επίπεδο και αποκλείει τη δημιουργία του παράγοντα NF-KB, το γονίδιο του οποίου ευθύνεται για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της φλεγμονής και παρεμποδίζοντας αποτελεσματικά την φλεγμονή των πολυπόδων [12, 14].
Επειδή η φλεγμονή προκαλεί κατακράτηση υγρού στους ιστούς, δημιουργώντας οίδημα και αύξηση του μεγέθους των πολυπόδων, η αντιφλεγμονώδης δράση της κουρκουμίνης ανακόπτει την αύξηση του μεγέθους των πολυπόδων.
2. Αντιοξειδωτική δράση: Η ισχυρή αντιοξειδωτική ιδιότητα της κουρκουμίνης προλαβαίνει τη δημιουργία ελεύθερων ριζών, οι οποίες είναι μόρια υψηλής αντιδραστικότητας και προκαλούν οξειδωτική βλάβη στους ιστούς. Η οξειδωτική βλάβη έχει προταθεί ως ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς δημιουργίας των ρινικών πολυπόδων. Καταστέλλοντας τη δημιουργία ελεύθερων ριζών η κουρκουμίνη ανακόπτει την ανάπτυξη των πολυπόδων εν τη γενέσει τους [12].
3. Συρικνωτική δράση: Ίσως, η σημαντικότερη δράση της κουρκουμίνης είναι η ικανότητά της να συρικνώνει και έτσι να μειώνει το μέγεθος των ρινικών πολυπόδων. Η κουρκουμίνη έχει την ικανότητα να αναστέλλει τη δράση του STAT3.
Ο STAT3 (Signal transducer and activator of transcription 3) είναι ένας μεταγραφικός παράγοντας, ο οποίος κωδικοποιεί στους ανθρώπους το γονίδιο STAT3 και αποτελεί μέλος της οικογένειας των πρωτεϊνών STAT.
O STAT3 αποκλείει την απόπτωση (προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος) των ρινικών πολυπόδων. Απενεργοποιώντας η κουρκουμίνη τον STAT3 βοηθάει στην προαγωγή της της θανάτωσης των ιστών, από τους οποίους δομούνται οι πολύποδες [12, 15].
Η κουρκουμίνη για να δράσει συρικνωτικά ή και να εξαφανίσει τους ρινικούς πολύποδες πρέπει να χορηγηθεί από το στόμα υπό μορφή καψουλών ή δισκίων, αλλά σε μεγάλες καθημερινές δόσεις των 8-12 γραμμαρίων.
Η ανάγκη χορήγησης μεγάλων δόσεων οφείλεται στο γεγονός ότι η φυσική σκόνη κουρκουμίνης διαθέτει πολύ πτωχή απορροφητικότητα από το έντερο και αποβάλλεται ταχύτατα από τον οργανισμό.
Αυτή η δοσολογία της κουρκουμίνης είναι πρακτικά ανεφάρμοστη και συνοδεύεται από γαστρεντερικές διαταραχές.
Η χορήγηση κουρκουμίνης μαζί με πιπερίνη μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση της κουρκουμίνης κατά 2000% [16].
Όμως, η υγρή μικκυλιακή κουρκουμίνη [Curcugkel] είναι 18.500% φορές πιο ευαπορρόφητη και βιοδιαθέσιμη από την απλή σκόνη φυσικής κουρκουμίνης [17].
Μία κάψουλα υγρής μικκυλιακής κουρκουμίνης Curcugkel περιέχει 670 mg Novasol® Curcumin, ήτοι: 40 mg καθαρής ευαπορρόφητης και βιοδιαθέσιμης κουρκουμίνης), η οποία ισοδυναμεί με 7400 mg ή περίπου 16 κάψουλες φυσικής σκόνης κουρκουμίνης ή 185 g σκόνης ρίζας .
Για την αντιμετώπιση των ρινικών πολυπόδων χορηγείται μία κάψουλα Curcugkel πρωί, μεσημέρι και βράδυ για 10 ημέρες και συνεχίζεται η χορήγηση για τρείς μήνες στη δόση της μιας κάψουλας ημερησίως.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Sergio E Chiarella , Hendrik Sy, Anju T Peters. Monoclonal antibody therapy in sinonasal disease. Am J Rhinol Allergy. 2017 Mar 1;31(2):93-95.
2.Naruhito Iwasaki. [Th2 cells and macrophages induce novel type-I-hypersensitivity-like reaction]. Nihon Yakurigaku Zasshi. 2020;155(6):369-374.
3.Melina S Nasta , Vasileios A Chatzinakis , Christos C Georgalas. Updates on current evidence for biologics in chronic rhinosinusitis. Curr Opin Otolaryngol Head Neck Surg. 2020 Feb;28(1):18-24.
4.Chen YJ, Chai XB. [Progress of monoclonal antibody treatment for chronic rhinosinusitis with or without nasal polyps]. Lin Chung Er Bi Yan Hou Tou Jing Wai Ke Za Zhi. 2018 May;32(10):789-793.
5.Difficult-to-treat & severe asthma in adolescent and adult patients diagnosis and management. Global Initiative for Asthma website. ginasthma.org/wp-content/uploads/2019/04/GINA-Severe-asthma- Pocket-Guide-v2.0-wms-1.pdf. Published April 2019. Accessed March 13, 2020.
6.Asthma. In: Wells BG, DiPiro JT, Schwinghammer TL, DiPiro CV, eds.Pharmacotherapy Quick Guide. 10th ed. New York, NY: McGraw-Hill; 2017.
7.Galanter JM, Boushey HA. Drugs used in asthma. In: Katzung BG, ed. Basic & Clinical Pharmacology. 14th ed. New York, NY: McGraw-Hill; 2018.
8.Roufosse F. Targeting the interleukin-5 pathway for treatment of eosinophilic conditions other than asthma. Front Med (Lausanne). 2018;5:49. doi: 10.3389/fmed.2018.00049.
9.Diego Bagnasco , Matteo Ferrando , Gilda Varricchi , Francesca Puggioni , Giovanni Passalacqua , Giorgio Walter Canonica Anti-Interleukin 5 (IL-5) and IL-5Ra Biological Drugs: Efficacy, Safety, and Future Perspectives in Severe Eosinophilic Asthma. Front Med (Lausanne) . 2017 Aug 31;4:135.
10.Bachert C, Zhang N, Cavaliere C, Weiping W, Gevaert E, Krysko O. Biologics for chronic rhinosinusitis with nasal polyps. J Allergy Clin Immunol. 2020 Mar;145(3):725-739.
11.Alexander Rivero1, Jonathan Liang1 Anti-IgE and Anti-IL5 Biologic Therapy in the Treatment of Nasal Polyposis: A Systematic Review and Meta-analysis. Ann Otol Rhinol Laryngol. 2017 Nov;126(11):739-747.
Δήλωση: Οι συγγραφείς ουδεμία σχέση ή εξάρτηση εργασίας έχουν από τις φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν ή διακινούν “βιολογικά φάρμακα”.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.